Η ψαλτική τέχνη, τέρπει την ακοή, κατανύσσει την καρδιά, αγαλλιάζει και ηδύνει την ψυχή, βοηθά στην προσευχή μας και μεταρσιώνει την διάνοια. Η μουσική αυτή, έχοντας ηθοπλαστική και πνευματική αξία, χωρίς να είναι ιδιαίτερα αισθησιακή αλλά κυρίως οντολογική, βασίζεται στο μέλος, είναι ταυτόχρονα ποίηση και μελωδία δηλαδή, εύσημος λόγος και όχι «άδηλος φωνή»[2] για να ασκεί ευεργετική και πνευματοφόρα επίδραση στις ψυχές των φιλακόλουθων πιστών.
Ένα σημαντικό στοιχείο, που μπορεί να βοηθήσει στην κατεύθυνση αυτή, είναι το ύφος της εκκλησιαστικής μουσικής. Αναμφισβήτητα το ύφος της καθ ημάς μουσικής, είναι ιδιαίτερο και μάλιστα το σημαντικότερο και κυριότερο μέρος, μιας σωστής και παραδοσιακής ψαλμωδίας, που πορεύεται στην ολοκλήρωση της κατανόησης των ιερών κειμένων και συμμετοχής των πιστών, στο μυστήριο της θείας λατρείας. Είναι τρόπος του εκφράζεσθαι και του ψάλλειν, είναι δηλαδή η επιμελημένη τεχνική έκφραση του ψάλτου. Ο Κυριακός ο Φιλοξένης μέσα από το θεωρητικό του, μας λέγει ότι, «ως εκ των συντελεστικών όλων της μουσικής μέσων, το επάγον αυτήν εις ακμήν, το δραματοφορούν, το αποπληρούν μεθ όλων των προσόντων αυτής και ποιούν την τέχνην εις επιστήμην είναι το ύφος, το οποίον είναι πολλώ ανώτερον του μέλους, πολυπίκιλον, και πολύγρυφον. Ευειδές σκηθρωπόν, ηγεμών προφοράς και εξουσιαστής σχήματος, οδηγός ηθικού τρόπου, και προ πάντων της εκκλησιαστικής χοροστασίας και ηθικώς ψάλλειν, εις όπερ υπόκειται το ίσον, η τάξις, η προφορά, κτλ. Είναι δύναμις του ρυθμού και η ουσία του μέλους, και χωρίς του ύφους, ο ρυθμός και το μέλος αποδεικνύεται ως εν τι ξηρόν και ανούσιον. Άρα και η ψυχή του μέλους και του ρυθμού είναι το ύφος»[3]. Στις λίγες αυτές συλλαβές του μεγάλου θεωρητικού του ιθ΄αιώνα, μαρτυρείται, η σοβαρότητα και η ιδιαιτερότητα αυτού του εξαιρετικού συστατικού της ψαλμώδησης, και ο ίδιος, αναφέρεται επίσης με ιδιαίτερη έμφαση, στην πολύτιμη αξία του απερίγραπτου, όπως το περιγράφει στη συνέχεια, ύφους[4].
Ο μεγάλος ιστορικός και λόγιος Γεώργιος Παπαδόπουλος, αναφέρεται σχετικά με το θέμα και γράφει ότι: ύφος εν τη μουσική λέγεται η παρατηρούμενη διαφορά εν τη προφορά και τη απαγγελία των μελών. Το μουσικόν ύφος ανήκει εις την προφοράν και απαγγελίαν του μέλους, ως ανήκει το ύφος του λαλείν την γλώσσαν εις την προφοράν και απαγγελίαν»[5].
Πρόκειται για μια έννοια, που έχει λάβει πολλούς ορισμούς, αφού δεν είναι δυνατόν να οριστεί, αλλά να περιγραφεί, όχι μονάχα σε ότι αφορά τον χώρο της μουσικής, ορθόδοξης (εκκλησιαστικής και εξωτερικής) ή δυτικής, αλλά και στις ιδιαίτερες τέχνες και επιστήμες, την ρητορική και την θεωρία της λογοτεχνίας και της ποίησης, καθώς και σ' οποιαδήποτε άλλη τέχνη, την αρχιτεκτονική, την ζωγραφική και αγιογραφία, ακόμα και την ναοδομία, όπως επίσης και σε εκφράσεις της καθημερινής μας ζωής, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται από τον τόνο της φωνής, την έκφραση του προσώπου, ακόμα το ήθος την συμπεριφορά ή την διαγωγή κάποιου.
Πολλές φορές δηλώνει τον προσωπικό τρόπο, κατά το οποίο χρησιμοποιείται το ψαλτικό υλικό, ως μέσο της έκφρασης ποιητικών και μουσικών διανοημάτων και συναισθημάτων. Θεωρείται λοιπόν ως απολύτως προσωπικό, και δεν υπόκειται εξ ολοκλήρου σε ισχύοντες κανόνες και άρα είναι αδύνατον να διδαχθεί, αφού « το ύφος είναι αήρ», λέγει χαρακτηριστικά ο Κωνσταντίνος Πρωτοψάλτης.
Με βάση την έρευνα, την συστηματική μουσικολογική προσέγγιση και διερεύνηση, το ψαλτικό ύφος μπορεί να μελετηθεί από τρεις διαφορετικές οπτικές, οι οποίες εξαρτώνται, α) από την ιδιοσυστασία και τη φύση της, που εξελίχθηκε και εφαρμόστηκε κατά τόπους στον ελλαδικό και τον διάσπαρτο ορθόδοξο ελληνισμό, β) από την εποχή, με τα διάφορα εξελικτικά στάδια που σημάδεψαν και οριοθέτησαν την ιστορία της εκκλησιαστικής μουσικής και κυρίως της σημειογραφίας, και τέλος γ) από την ψαλτική σχολή, που μπορεί να ανήκει ο κάθε ψάλτης, ή όπως κάθε ψάλτης τα άκουσε από τον δάσκαλό του, που σημαίνει ότι το συγκεκριμένο ύφος, μεταλαμπαδεύτηκε από αυτί σε αυτί και από στόμα σε στόμα, χαρακτηριστικό των δυο όψεων της ελληνικής παραδοσιακής μας μουσικής (εκκλησιαστικής και κοσμικής). Τρανό παράδειγμα αυτής της πρακτικής, αποτελεί η γνωστή ρήση του μεγάλου δασκάλου και πρωτοψάλτη της ΜτΧΕ Κωνσταντίνο Πρίγγο που έλεγε ,«…διότι σε σας αν τα πω και τα ακούσετε, θα τα λέτε σαν και μένα».
Το ύφος επίσης, δεν παράγεται μελετώντας τα μουσικά κείμενα, όπου και εκεί μπορούμε να έχουμε μια μικρή μορφή και αντίληψη του ύφους, που βασίζεται στην περιεκτικότητα, στην εξέλιξη, στην ανάπτυξη και την κατάληξη των μελωδικών γραμμών και φράσεων, αλλά αυτονόητο είναι να παράγεται από την πολυετή ακουστική παρακολούθηση των μεγάλων διδασκάλων, όχι τόσο στα μαθητικά έδρανα, αλλά κυρίως και αυτό αποτελεί τον θεμέλιο λίθο μιας σωστής ψαλμώδησης, στο ιερό αναλόγιο. Η ακουστική αυτή προοπτική, καλλιεργείται στο βασικότερο όργανο, μετά την ανθρώπινη φωνή, που είναι το αισθητήριο της ακοής, αναπτύσσεται, ωριμάζει, και κορυφώνεται σε ένα ψαλτικό ύφος, που δεν μιμείται, αλλά αναπτύσσει ένα ιδιαίτερο, μοναδικό και προσωπικό «τρόπο του ψάλλειν», οργανωμένο στα πλαίσια του εκκλησιαστικού ύφους, με τους όποιους κανόνες σωστής προφοράς και εμμελούς απαγγελίας τους διέπει.
Αυτή η ανάδειξη του προσωπικού ύφους, εμφανίζεται κυρίως στους μεταβυζαντινούς αιώνες και κορυφώνεται στους επόμενους αιώνες πολύ μετά την άλωση.
Στην βασιλίδα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη, έδρασε, ευδοκίμησε και μεγαλούργησε με τους μεγάλους δασκάλους, πρωτοψάλτες λαμπαδαρίους και δομέστικους, που έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν εκεί, κυρίως γύρω από το περίβολο του πατριαρχικού ναού, ξεκινώντας από την εποχή του Παναγιώτη Χαλάζογλου (ιη΄ αι.) και φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας, με ενδιάμεσους σταθμούς τον Ιωάννη Τραπεζούντιο (ιη αι.), Δανιήλ Πρωτοψάλτη, Ιακωβο Πρωτοψάλτη και Πέτρο Λαμπαδάριο (ιη΄αι) Εμμανουήλ Πρωτοψάλτη , Γρηγόριο Πρωτοψάλτη και Κωνσταντίνο Πρωτοψάλτη τον Βυζάντιο (α΄ήμισυ ιθ΄αι), Γεώργιο Ραιδεστινό τον Β΄, Νικόλαο Στογιάννη και Γεώργιο Βιολάκη (β΄ ήμισυ ιθ΄αι.) Αριστείδη Νικολαίδη, Ιάκωβο Ναυπλιώτη, Κων/νο Πρίγγο, Θρασύβουλο Στανίτσα, Βασίλειο Νικολαίδη, Νικόλαο Δανιηλίδη, Ελευθέριο Γεωργιάδη, Βασίλειο Εμμανουηλίδη, Λεωνίδα Αστέρη (κ΄αι.). Το προσωπικό αυτό και ιδιάζων ύφος που καλλιέργησε και μετέδωσε, όλη αυτή η σεπτή χορεία των μεγίστων αυτών μουσικών στο χώρο του πατριαρχικού ναού, έτεινε να διαμορφώσει το λεγόμενο πατριαρχικο ύφος της ΜτΧΕ, προϊόν της εμφύτου μουσικής προσωπικότητάς τους, αλλά και μιας συνεχούς μελέτης και συνεχούς βιωματικής ενασχόλησης με την ψαλτική τέχνη.
Άλλωστε η Μεγάλη Εκκλησία, υπήρξε πάντοτε η κοιτίδα της μουσικής μας και η κιβωτός στην οποία διαφυλάχθηκε το βυζαντινόν εκκλησιαστικόν άσμα .εξ αιτίας μιας πλειάδας μεγάλων μαιστόρων και πρωτοψαλτών λαμπαδαρίων, φορέων του πνεύματος της ορθοδόξης βυζαντινής ψαλμωδιακής παραδόσης.
Το πατριαρχικό ύφος, διακρίνεται για την απλότητα, λιτότητα, ιεροπρέπεια, σεμνοπρέπεια, μεγαλοπρέπεια, ηγεμονικότητα του και προσδιορίζεται από την διαφορά του ψάλλειν, στη προφορά και την απαγγελία. Και παρ όλο που αρκετοί ψάλτες, διδάχτηκαν και προερχόταν από την σχολή αυτή της ψαλτικής, κυρίως ως δομέστικοι, και ταυτόχρονα διέπρεψαν ως πρωτοψάλτες και λαμπαδάριοι σε άλλους ναούς, ο Μάξιμος της Λαοδικείας[6], παρατηρεί ότι, «εν τοις πατριαρχίοις ψάλλεται η καθαρωτέρα κατά το δυνατόν μουσική της εκκλησίας». Πολλές ήταν επίσης οι φορές που κατά καιρούς χειροθετούσαν πρωτοψάλτες, επειδή ήταν γνήσιοι φορείς αυτής της παραδόσεως, χωρίς να διαθέτουν την απαραίτητη θεωρητική κατάρτιση[7] όμως ο τρόπος κατά τον ποίο έψαλλαν τους καταξίωνε στα ψηλότερα σκαλοπάτια των αναλογίων του πατριαρχικού ναού. Το ύφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, επηρέασε την μετέπειτα ψαλτική τέχνη του ελλαδικού χώρου και υπήρξε πάντοτε ο καταστατικός ψαλτικός χάρτης και των άλλων περιοχών των ελληνόφωνων και αραβόφωνων ορθόδοξων του κόσμου.
Παράλληλα, σε όλη την ελληνική επικράτεια, αναπτύσσονται, καλλιεργούνται και διαδίδονται πλήθος σχολών της ψαλτικής, που βασίζονται στο ύφος, ανάλογα με τις κατά τόπους παραδόσεις (ιστορικές, πολιτισμικές, γλωσσολογικές προφορικές και γραπτές). Οι περισσότερο διαδομένες είναι, το κωνσταντινοπολίτικο ή πολίτικο, το σμυρναίικο, δύο παραδόσεις που επηρέασαν τον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας, της Θράκης και των νησιών του Αιγαίου, το αγιορίτικο με τις όποιες ψαλτικές παραλλαγές (Δανιηλαίοι, Θωμάδες, Βατοπαιδινοί, Άγιοπαυλίτες, Καρεώτες (Διονυσίου Φιρφιρή, Καρτσωναίοι κλπ), το τραπεζούντιο, το αθηναϊκό, το κυπριακό, το κρητικό, κ.α. Αξιοσημείωτα επίσης είναι, τα στοιχεία του καθαρώς προσωπικού ύφους, που ωστόσο βασίζεται στο εκκλησιαστικό ύφος, όπως το «χατζηαθανασιανόν» , του «Νηλέως Καμαράδου», του «Μ. Χατζημάρκου», του «Αντωνίου Σύρκα» κ.α.[8]
Το ύφος, αποτελεί το βασικότερο κύτταρο μιας σωστής παραδοσιακής ψαλτικής ερμηνείας, που με τον συνδυασμό της επιβαλλόμενης νουθεσίας των κανόνων που επιβάλλει την σωστή και ορθή απόδοση των μελών, τους οποίους καθιέρωσαν με ιδιαίτερη φροντίδα οι πατέρες της εκκλησίας μας μέσω των ιερών κανόνων, ευφραίνει και αγαλλιάζει τους εκκλησιαζόμενους , οδηγώντας τους με κατάνυξη και μυσταγωγία, στα πνευματικά κατασταλάγματα της απόλυτης προσευχής τους.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Αθ. Καραμάνη, Νέα Μουσική Κυψέλη, τόμος Α, έκδ. β΄,Αθήνα 1969.
Αντ. Αλυγιζάκη, Ιάκωβος Ναυπλιώτης, ένθετο οπτικών δίσκων ακτίνας, παραγωγή Kalan Muzik, Χασάν Σαλτικ, Κων/πολις 1998.
Γ. Παπαδοπούλου, Συμβολαί εις την ιστορίαν της παρ ημίν εκκλησιαστικής μουσικής, Αθήνα, 1890.
Γ. Τσερεβελάκη, Εμμελής Μυσταγωγία, Ηράκλειο Κρήτης, 2007
Γρ. Στάθη, Μορφολογία και έκφραση, σελ. Αθήνα 1980
Του ιδίου, Οι ήχοι του ουρανού, εκδ. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 1996-97
Διονυσίου Ψαριανού, Μουσικολογικά- η Βυζαντινή Μουσική, Κοζάνη, 1969 .
Ευαγγ. Σπυράκου, Οι χοροί των ψαλτών κατά την Βυζαντινή παράδοση, εκδ. Ιδρύματος Βυζ. Μουσικολογίας, Μελέται 14, Αθήνα 2008.
Κυριακού Φιλοξένους, Θεωρητικόν στοιχειώδες της μουσικής, Κων/πολις 1859, επανεκδ. Πουρνάρα Θες/νίκη 1992.
Κυριακού Φιλοξένους, Λεξικόν της Ελληνικής Εκκλησιαστικής Μουσικής, Κων/πολις 1868.
Κ. Πρίγγου, Η Πατριαρχική φόρμιγξ, Λειτουργία, τόμος Α-Β, εκδ Α, Αθήνα 1973-74
Κ. Ψάχος, περιοδικό «Φόρμιγξ» τέυχος 19-20, Αθήνα 1908
Μ. Χατζηαθανασίου, Μουσική Ζωοδόχος Πηγή, Νεάπολις Κρήτης, εκδ. Μ. Πολυχρονάκη, 1975
Μουσική επιτροπή του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν έτει 1883, Στοιχειώδεις διδασκαλία της εκκλησιαστικής μουσικής, Κων/λις 1888, επανεκδ. Κουλτούρα Αθήνα 1978.
Μ. Χατζηγιακουμή, Χειρόγραφα Εκκλησιαστικής Μουσικής 1453-1820, Εθνική τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1980.
Σύλλογος Φίλων Βυζ. Μουσικής Αιγιαλείας, Επετηρίδα, Αίγιο 2004.
Χρυσάνθου, Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής, Τεργέστη 1832, γ΄ έκδ. υπο Βυζ. Εκδ. Κ. Σπανού, Αθήνα 1976-77.
[1] Διδάσκοντος στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Ηρακλείου Κρήτης.
[2] Διονυσίου Ψαριανού, Μουσικολογικά- η Βυζαντινή Μουσική, Κοζάνη, 1969 σελ.4.
[3] Κυριακού Φιλοξένους του Εφεσιομάγνητος, Θεωρητικόν Στοιχειώδες της Μουσική,ς Κων/πολις 1859, επανεκδ. Πουρνάρα Θες/νίκη, σελ 194, παραγρ 299.
[4] ο.π. σελ 194 παρ.300 «Λέγουσι τινές, ότι το ύφος ειν απερίγραπτον, εννούντες ύφος, την απεριόριστον προφοράν, και τον τρόπον της λογογραφικής συνθέσεως»
[5] Γεωργίου Παπαδοπούλου, Συμβολαί εις την ιστορίαν της παρ ημίν εκκλησιαστικής μουσικής, Αθήνα, 1890, σελ. 338, υποσ.1127.
[6] Μαξίμου, Μουσική σελ. 27-29
[7] « Ο κατά καιρόν Πρωτοψάλτης της Μεγ. Εκκλησίας, η τύχει να ήναι αμέτωχος και όλης της εγκυκλίου σειράς μουσικής εις το πρακτικόν, αμέτωχος δε και της θεωρίας της μουσικής, και καταχρηστικώς διδάσκαλος λέγεται. Επειδή μέτοχος ων του αμιμήτου εκείνου ύφους της Μεγ εκκλησίας……», Κυριακού Φιλοξένους, Λεξικόν της Ελληνικής Εκκλησιαστικής Μουσικής, Κων/πολις 1868, σ.57
[8] Ειδικότερα και γενικότερα για το ύφος βλ. Κ. Ψάχος σε άρθρο του «περί ύφους» στο περιοδικό «Φόρμιγγα» τέυχος 19-20, Αθήνα 1908, Γρ. Στάθη, Μορφολογία και έκφραση, σελ. 56-57, Αθήνα 1980.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου