Του Χριστοφόρου Αρβανίτη,
Δρ. Θεολογίας-Κοινωνιολογίας της Θρησκείας,
Εκλεγμένου Επίκουρου Καθηγητή στην ΑΕΑΗ Κρήτης.
Ἡ ἠθική τῆς ἐλευθερίας στήν ἐποχή
τῆς νεωτερικότητας
Εἶναι ἀποδεκτό ὅτι ἡ σύγχρονη ἠθική[1] σκέψη καί προβληματική ἀντλώντας τά «δεδομένα» της ἀπό τήν θεολογία, ἐπιδιώκει, ἀκολουθώντας τίς συναφεῖς μέ αὐτήν ὑπόλοιπες ἀνθρωπο-κοινωνικές ἐπιστῆμες, νά καταθέσει μία προσέγγιση τῆς κοινωνικῆς καί πολιτιστικῆς της διάστασης ἀπαλλαγμένη ἀπό δογματισμούς καί κανονιστικές δομές.[2] Ἀποδέχεται ὅτι τά σύνολα τῶν διάφορων κοινωνιολογικῶν καί πολιτισμικῶν κατηγοριῶν δέν πρέπει νά ἐξαντλοῦνται ἐμπλεκόμενα σέ κλειστά προσδιορισμένα ἤ δογματικά πλαίσια ἀλλά νά ἐπιτρέπουν, ὅσο αὐτό εἶναι δυνατόν, ἤ καί νά ἐπιδιώκουν, τίς διαφορετικές προσεγγίσεις τῶν προσώπων πού συμμετέχουν σέ αὐτές.[3]
Ἔχοντας αὐτό ὡς ἀφετηρία, ὁμολογεῖ ὅτι μέχρι τώρα λειτούργησε καί πραγματεύθηκε τά ἀντικείμενα πού τήν ἀπασχολοῦσαν ὡς χρηστικό ἐργαλεῖο τῆς ἐπίσημης ἄποψης πού κατέθετε ἡ θεσμική Ἐκκλησία, ἀδυνατώντας νά ξεπεράσει τόν «παραδοσιακό» θεολογικό στοχασμό. Αὐτή ἡ ὁμολογία, γίνεται κατανοητό ὅτι ὁδηγεῖ οὐσιαστικά σήμερα τήν ἠθική σκέψη πρός μιά θεσμική-λειτουργική διάσπαση. Ἀπό τό ἕνα μέρος ἀποτελεῖ πάντα ἕνα κλειστό πανεπιστημιακό γνωστικό ἀντικείμενο,[4] καί ἀπό τό ἄλλο ἐπιχειρεῖ τήν ἔξοδο πρός τό σύγχρονο καί τό μετανεωτερικό, ἐπιδιώκοντας τή συμμετοχή της σέ ἕνα διάλογο μέ πολυσύνθετη τή προσέγγιση τῆς πραγματικότητας[5]. Στήν τρίτη ἐκδοχή της, τήν «παλαιά», παραμένει ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τόν θεσμικό ἐκκλησιαστικό λόγο, ἀποδεχόμενη παθητικά τήν δικανική της κανονικοποίηση. Αὐτή ἡ «τρισυπόστατη» διάσπασή της φαίνεται ὅτι ἔχει τή δυνατότητα νά γίνει «δισυπόστατη», ἑνοποιώντας τίς δύο πρῶτες καί ἀφήνοντας μόνη, ὡς ἕτερο πόλο, τήν τρίτη.
Ἡ νεωτερικότητα γέννησε μέσα ἀπό τίς συγκρούσεις καί τίς ἀντιφάσεις αὐτό πού ὀνομάστηκε ἀνθρωποκοινωνική πολυπλοκότητα. Ἐνῶ ἡ ἁπλοποίηση καί ὁ δογματικός ἀκρωτηριασμός ὁδήγησαν σέ προτάσεις καί ἀποφάσεις τυφλές καί ξένες γιά τίς ἀνάγκες τῆς κοινωνίας,[6] ἡ ἔννοια καί ἡ μέθοδος τῆς πολυπλοκότητας ὁδήγησαν σέ μιά ἀνθρωπο-οἰκο-κοινωνιολογική ἀντίληψη ἡ ὁποία προσπαθεῖ νά συνδυάσει τίς διαστάσεις τῆς καθημερινῆς ζωῆς μέ τά συγκεκριμένα προβλήματα τῶν ἀτόμων. Αὐτό δίνει τό δικαίωμα στήν ἠθική σκέψη νά ἐπανακαθορίσει τήν ἐπικοινωνία της μέ τίς ἄλλες ἀνθρωπιστικές ἐπιστῆμες, ὥστε μέσα ἀπό τήν προσέγγιση καί τήν ἐξέταση τῶν θεμάτων νά ἀνακαλύψει πλούτους, τούς ὁποίους ἡ θεολογία δέν μπορεῖ ἀπό μόνη της νά ἀποκαλύψει, ἀλλά θά μποροῦσε νά τούς ἐνσωματώσει ἤ νά τούς ἀφομοιώσει.
Σ’αὐτό τόν ἐπανακαθορισμό τῆς ἠθικῆς ἐπικοινωνίας θά πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἡ νεωτερικότητα, αὐτή καθ’ἕαυτή, κινεῖται ἔξω ἀπό τίς ἔννοιες τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Αὐτό τό νέο δεδομένο ἡ ἠθική σκέψη ὀφείλει νά τό δεῖ δεόντως θετικά. Πρώτον, γιατί τῆς δίνει τή δυνατότητα νά ἀπεμπλακεῖ ἀπό τό σύμπλεγμα τῶν τεχνικῶν κανόνων πού ἡ ἴδια δημιούργησε γιά νά ἐξυπηρετήσει τό ἀνθρωποκεντρικό σύστημα καί δεύτερον νά κατανοήσει ὅτι σήμερα τό ἴδιο τό σύστημα δέν τήν ἀποδέχεται, ἀποκλείοντάς την ἀπό τόν τρόπο λειτουργίας του.[7]
Ἡ ἐπικυριαρχία τῆς οἰκονομίας μέσα στό σύστημα ἀποβάλλει τόν ἀνθρώπινο παράγοντα, ὁ ὁποῖος ἀπό ὑποκείμενο τῆς λειτουργίας αὐτοῦ τοῦ συστήματος μεταβάλλεται σέ ἐξάρτημά του καθώς αὐτό πού θεωρεῖται πλέον τό πιό σημαντικό εἶναι ἡ ἀποδοτικότητα, τό κέρδος καί ὁ πλουτισμός.[8] Ἐδῶ σημαντικό μερίδιο εὐθύνης κατέχει ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα[9] ἡ ὁποία δημιουργεῖ ἕνα τρόπο ζωῆς εἴτε ἀπό τεχνητά ὑποκατάστατα γιά ὅ,τι ἀγγίζει τήν ἀνθρώπινη ζωή ὅπως, τήν ἀγάπη, τόν ἔρωτα, τήν συμπάθεια, τό γέλιο, τήν εἰρωνία, τό ψέμα, τήν καλοσύνη, τό πάθος, τήν ἐπικοινωνία εἴτε τροφοδοτεῖ τή ζωή μέ γενετικῶς μεταλαγμένα ὑποκατάστατα τῶν φυσικῶν προϊόντων.[10] Διερωτᾶται ὅμως ὁ κάθε σκεπτόμενος γιά τό ποιός εἶναι ὁ ρόλος καί ποιά ἡ συνεισφορά τῆς ἐπιστήμης στήν ἀντιμετώπιση γιά παράδειγμα τῆς πείνας ἤ τοῦ πολέμου στόν κόσμο τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. Ἀρωγός σ’ αὐτήν τήν παραπλάνηση τῆς κοινωνικῆς σκέψης ἀπό τήν ἐπιστήμη ἀποτελεῖ ὁ τρόπος, ὁ ἐπιστημονικός τρόπος, λειτουργίας τῆς τηλεπικοινωνίας, καθώς ὀργανώνει τήν ἀγωγή τῆς ψυχῆς τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, παραπλανώντας τό ἀνθρώπινο ὑποκείμενο, ἀρνούμενος νά καταθέσει στήν πολυπλοκότητα τῆς κοινωνίας τήν ἀλήθεια, ἀλλά τήν κυνικότητα καί τόν χλευασμό γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή καί ἀξιοπρέπεια.[11]
Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τούς μύθους τῆς προϊστορίας του, ὅπως γιά παράδειγμα στόν Προμηθέα Δεσμώτη, μέχρι τήν ἱστορική καταγραφή τοῦ σύγχρονου μύθου του γιά τήν «κυριαρχία του» πάνω στή φύση καί τό πεπρωμένο του, ἀντιλαμβάνεται τήν ἱκανότητά του γιά τή γνώση τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς ἐλπίδας γιά ἐλευθερία. Στήν Ἀντιγόνη τοῦ Σοφοκλῆ, στόν στίχο 332, ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται ὡς ὁ δεινότερος[12] ἀλλά καί αὐτός πού ἔχει τή γνώση «τότε μέν κακόν, ἄλλοτ’ ἐπ’ ἐσθλόν ἕρπε»ι. Ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέγει τό καλό ἤ τό κακό χωρίς νά ἀναζητεῖ νά προσδιορίσει τό ἀτομικό ἤ τό κοινωνικό του ἐνδιαφέρον. Ὁ Προμηθέας ἐνεργεῖ τό «καλό» μέ ἀναφορά στό κοινωνικό καί ἀποδέχεται τό «κακό» μέ ἀναφορά στό ἀτομικό. Τό ἴδιο ἐνεργεῖ καί ἡ Ἀντιγόνη. Οἱ ἀποφάσεις τῶν ἐπιλογῶν τους εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλεύθερης σκέψης τους (δέν ἐξετάζονται ἐδῶ τά κίνητρα τῶν πράξεων τους), ἐνῶ αὐτό τό ὁποῖο ἁλυσοδένεται ἤ φυλακίζεται εἶναι ἡ ἐλευθερία τους, ἡ ἐλεύθερη ὕπαρξή τους.
Αὐτή ἡ ἠθική τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία προσλαμβάνει σημαντικές λεπτομέρειες ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ παρά νά συγκρούεται μέ ὁποιαδήποτε διαδικασία καί ἐπιλογή πού στοχεύει στόν ἔλεγχο καί τήν ἐνδυνάμωση τῆς ἀνθρώπινης ἐξουσίας.[13] Στήν Κούβα τοῦ Κάστρο «ἡ ἐπανάσταση» τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2003 ἀποφάσισε νά ἐπαναανακαλύψει τόν σταλινισμό, νά θυσιάσει τόν Λόγο καί τήν συνείδηση τῆς ἐλευθερίας στό ὄνομα τῆς δικῆς της ἱστορίας καί σωτηρίας. Στήν ἀντίπερη ὄχθη ἡ νεοφιλελεύθερη ἄποψη ἄσκησης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας ἐπιδίδεται σέ ἐκτελέσεις θανατικῶν ποινῶν μέ ζῆλο νεοφώτιστου, ἐνῶ παράλληλα, ἀντιμέτωπη μέ ἐπιλογές πού γεννοῦν τήν τρομοκρατία, ἐπιλέγει τήν πρακτική τῶν προληπτικῶν πολέμων, ἔχοντας ὡς στόχο νά ἑδραιώσει τήν παγκόσμια κυριαρχία της, χωρίς νά ὑπολογίζει τήν ἀνθρώπινη ζωή. Εἶναι ἡ ἠθική τῆς τάξης καί τῆς ἀσφάλειας ἀντιμέτωπη μέ τήν ἠθική τῆς ἐλευθερίας. Ἕνα καίριο ἀνέκαθεν ἐρώτημα γιά τόν ἄνθρωπο. Ὁ Hobbes δίνει ἀπάντηση λέγοντας πώς ὁ ἄνθρωπος τελικά ἐπιλέγει τήν ἀσφάλεια.[14] Δέν ἀπαντᾶ ὅμως στό ἐρώτημα γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἀποφασίζει τελικά νά στερηθεῖ τήν ἐλευθερία του ἁπλῶς καί μόνο γιά νά αἰσθάνεται ἀσφαλής.
Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ἔχει μέ συστηματικό τρόπο προσδιορίσει ὅτι ὅταν ἀναφέρεται στίς ἔννοιες τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, αὐτές κατανοοῦνται καθ’ ὁλοκληρίαν μέ ὀντολογικό περιεχόμενο. «Καλόν» εἶναι ἡ τάση τοῦ ἀνθρώπου πρός τό εἶναι, τήν διάθεση του νά ὑπάρχει καί «κακόν» ἡ τάση του πρός τό μηδέν, πρός τήν ἀνυπαρξία. Ἡ ὕπαρξή του μπορεῖ ἀϊδίως νά ἐπιδιώκει τό «καλόν» μόνο ὅμως ὑποστατικά, ἑνοποιώντας τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο ὅπως αὐτό πρωτοτυπικά συνέβη στό πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου. Συνεπῶς οἱ ἔννοιες τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ ἀναφέρονται στήν ἐπιλεκτική στάση, ὡς πράξη ἐλευθερίας, πού προκρίνει ὁ ἄνθρωπος στή σχέση του μέ τόν Θεό.[15] Τό κακό ὁδηγεῖ στόν θάνατο ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἀρνεῖται, ὡς ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου, τό γεγονός τῆς ὕπαρξης, ἐνῶ τό καλό στή συνεχή παρουσία, στήν ὕπαρξη, στήν αἰώνια ζωή. Ἡ ἐπιλογή τοῦ «καλοῦ» ἀπελευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν θάνατο, ἡ δέ ἐλευθερία του προσλαμβάνει τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δίνοντάς του τή δυνατότητα νά πεῖ: «Κύριον Ἰησοῦν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι».[16]
Ἡ ἠθική τῆς ἐλευθερίας τοποθετεῖται ἀπό τόν Παῦλο σέ ἀντιπαράθεση μέ τή δουλεία[17] καί τήν ἁμαρτία,[18] ἑνοποιημένη μέ τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἀγάπη, τήν εἰρήνη, τή μακροθυμία, τήν καλοσύνη, τήν ἀγαθότητα, τήν πίστη, τήν πραότητα, τήν ἐγκράτεια[19] καί ἀντιπαρατιθεμένη «τῶν στοιχείων τοῦ κόσμου» καί τῶν ἀπαγορεύσεων οἱ ὁποῖες «ἐστι πάντα εἰς φθοράν τῇ ἀποχρήσει, κατά τά ἐντάλματα καί διδασκαλίας τῶν ἀνθρώπων΄ ἅτινά ἐστι λόγον μέν ἔχοντα σοφίας ἐν ἐθελοθρησκία καί ταπεινοφροσύνῃ καί ἀφειδίᾳ σώματος, οὐκ ἐν τιμῇ τινι πρός πλησμονήν τῆς σαρκός».[20] Ὁ Πέτρος ταυτίζει καί αὐτός τό καλόν μέ τόν ἄνθρωπο πού ἀρνεῖται «λαλῆσαι δόλον»[21] καί ζητᾶ τήν εἰρήνη ἐπίμονα,[22] ὁ δέ Ἰωάννης χαρακτηρίζει ὡς παιδιά τοῦ Θεοῦ, τούς δικαίους, αὐτούς πού ποιοῦν τήν δικαιοσύνη[23] καί αὐτούς πού ἀγαποῦν τόν συνάνθρωπό τους,[24] γιατί «πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καί γινώσκει τόν Θεόν... ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν».[25] Διαφορετικά «ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν».[26] Ἡ ἔννοια τῆς σχέσης τοῦ καλοῦ μέ τόν Θεόν κορυφώνεται στό «μή μιμοῦ τό κακόν, ἀλλά τό ἀγαθόν. ὁ ἀγαθοποιῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστίν΄ ὁ κακοποιῶν οὐχ ἑώρακε τόν Θεόν».[27]
Παρ’ὅτι στόν Χριστιανισμό ἡ ἐλευθερία συμπυκνώνεται ὡς ἔννοια καί πραγματικότητα στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στήν ἠθική τῆς ἐλευθερίας, ἡ ἄποψη ὅτι δέν εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση ἡ ἐξαρχῆς ἀλλαγή τῶν ἀντικειμενικῶν κοινωνικῶν καταστάσεων, θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθεῖ ὡς ἀρκετά ἀδύναμη.[28] Αὐτό συμβαίνει γιατί στήν ἐποχή τῆς νεωτερικότητας οἱ ἐναλλαγές τῆς ἀνθρώπινης σκέψης καί πρακτικῆς στό ζήτημα τῆς ἐλευθερίας περνοῦν μέσα ἀπό συνεχεῖς καί ἀδιάκοπες ἀναζητήσεις. Σέ ὅλες ὅμως τίς περιπτώσεις ὁ ἄνθρωπος δέν παύει νά ἀγωνίζεται γιά τήν ἐλευθερία του σχετικοποιώντας κάθε φορά τόν στόχο του ἀνάλογα μέ τά καθεστῶτα πού καλεῖται νά ἀντιμετωπίσει. Κατά παράδοξο τρόπο, ὁ ἄνθρωπος κάθε φορά πού κατορθώνει τήν ἐλευθερία του, ὁδηγεῖται στή συνέχεια στήν ἐπιλογή μιᾶς νέου εἴδους τυρρανίας. Ἀπό τήν ἐλέω Θεοῦ Βασιλεία στόν Ροβεσπιέρο καί τόν Βοναπάρτη, ἀπό τό «φιλόχριστο» Τσαρικό καθεστώς στίς ἐκτελέσεις μέ προγραφές τοῦ Σταλινισμοῦ, ἀπό τό τέλος τοῦ Α Παγκοσμίου Πολέμου στόν φασισμό καί στόν ναζισμό, ἀπό τήν νίκη ἐνάντια στό φασισμό καί τόν ναζισμό στήν ψυχροπολεμική περίοδο μέ ἔνθεν κακεῖθεν ἐπιβολή δικτατοριῶν, καί ἀπό τήν κατάρευση τῆς ΕΣΣΔ στόν νεοηγεμονισμό τῶν ΗΠΑ καί τή Νέα Τάξη πραγμάτων.
Ὁ ἄνθρωπος τή στιγμή τῆς ἀντίστασής του στή τυρρανία ἀπολυτοποιεῖ τή ἰδέα τοῦ ἀγώνα του γιά ἐλευθερία[29] (παρ’ὅτι αὐτή εἶναι σχετική μέσα στό ἀνθρώπινο κοινωνικο-πολιτικό σύστημα), ἀκόμη καί ὅταν τήν ὑποτάσσει στήν ἱστορική νομοτέλεια.[30] Βεβαίως αὐτή ἡ ἀντίσταση δέν ἔχει πάντα θετικά ἤ ἀμυντικά χαρακτηριστικά, ἀλλά καί παθητικά ὅπως συνέβη στήν περίπτωση τοῦ ἀγώνα τοῦ Γκάντι καί τοῦ Ἰνδικοῦ λαοῦ ἐνάντια στούς Ἄγγλους ἀποικιοκράτες. Αὐτές οἱ ἀντιθέσεις ἔρχονται νά ἐπιβεβαιώσουν ὅτι ἡ ἐλευθερία ὡς ἠθική ἀξία γίνεται ἀντιληπτή διαφορετικά μεταξύ τῶν λαῶν ἀλλά καί μεταξύ ἱστορικῶν περιόδων τοῦ ἰδίου λαοῦ. Αὐτό δέ σημαίνει βεβαίως ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας ἀξιολογικά εἶναι ἱστορικά καί χωρικά περιορισμένη, ἀλλά οὔτε καί μπορεῖ νά κρίνεται ἀνάλογα μέ τίς πολιτικές ἰδιαιτερότητες ἑνός συστήματος.[31]
Ὀντολογικά εἶναι καί ὀφείλει νά εἶναι ἀπολυτοποιημένη σέ σύγκριση μέ τήν δεοντολογική ἠθική ἡ ὁποία ὡς σχετικοποιημένη βιώνει τήν ἐλευθερία ἀναλόγως τῶν ἐμπειριῶν της.[32] Ἡ ἐμπειρία φανερώνει ὅτι ἡ σύγκρουση ἀνάμεσα στήν ἐλευθερία καί τήν ἀσφάλεια πού πιθανόν νά προσφέρει ἡ ἑκάστοτε ἐξουσία ἦταν πάντα στό ἐπίκεντρο τῆς ἀνθρώπινης σκέψης καί δράσης.[33] Ἡ ἐπιδίωξη τῆς πραγματοποίησης τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας ὡς ἀξίας ἤ σκοποῦ ἀπογοητεύει τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος συνδέοντάς την μέ τήν πολιτική, θεωρεῖ ὅτι αὐτή μπορεῖ νά τοῦ προσφέρει ἠθικές ἐναλλακτικές λύσεις.[34] Αὐτή ἡ ἀπογοήτευση δέν συνδέεται μέ τήν ἀσυνέπεια πού ἐπικρατεῖ στίς ἀνθρώπινες σχέσεις, ἀλλά μέ τήν ἔννοια ὅτι ὡς ἄτομο ἐπιδιώκει τήν αὐτοδιάθεσή του καί τόν αὐτοπροσδιορισμό του, νιώθοντας ὅτι καταπιέζεται ἀπό τούς συλλογικούς περιορισμούς πού θέτει ἡ ἀνθρώπινη κοινωνία.[35]
Το γενικῶς ἀποδεκτό εἶναι ὅτι ἡ ἠθική ὡς ἐπιστήμη ἐρευνᾶ καί ἀναλύει τήν ἀτομική καί κοινωνική συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν ἐν τόπῳ καί ἐν χρόνῳ παρουσία του.[36] Στόν χριστιανισμό ἡ ἠθική ταυτίζεται μέ τό ἔθος ἤ τό ἦθος καί μπορεῖ νά ἑρμηνευθεῖ μέ προσεγγίσεις ἀπό φράσεις ὅπως: «περιπατεῖν κατά Πνεῦμα», «περιπατεῖν ἐν τῷ φωτί», «ζῆν κατά Θεόν» ἤ «κατά Πνεῦμα» ἤ «κατά Χριστόν» ἤ «ἐν Χριστῷ».[37] Ἀπαραίτητη διευκρίνηση ἐδῶ ἀποτελεῖ τό ἐξῆς μεθοδολογικό πρόβλημα. Ἡ ἠθική τοῦ ἀνθρώπου δέν πρέπει νά προσδιορίζεται ἀπό ἀρχές, ἔννοιες καί κανόνες ἐξω ἀπό αὐτόν. Στόν χριστιανισμό ὅμως, ὅπως προαναφέρθηκε, ἡ ἠθική ζωή χαρακτηρίζεται ἀπό τήν σχέση της μέ τόν Θεό, τό Πνεῦμα, τόν Χριστό. Αὐτός ὁ χαρακτηρισμός ὅμως τῆς ἠθικῆς ζωῆς δέν εἶναι ἑτεροπροσδιοριστικός καθώς ὁ χριστιανός καλεῖται νά τοποθετηθεῖ ἠθικά μέ ἀναφορά σέ κάτι ἔξω ἀπό αὐτόν; Μέ μιά πρώτη ματιά ἡ ἀπάντηση φαίνεται νά εἶναι θετική.[38] Μιά δεύτερη ὅμως πιό προσεκτική προσέγγιση λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν της τήν ὀντολογική διάσταση τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς.
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖται ἀπό τόν Θεό κατ’εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσίν του, ὁπότε ὁ Θεός δέν θεωρεῖται γιά τόν ἄνθρωπο κάτι τό ἔξω ἀπό αὐτόν. Συμμετέχει στίς θεῖες καί ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἐπιδιώκοντας δυνητικά τό καθ’ὁμοίωσιν, τήν θέωση. Αὐτό ἐπιβεβαιώνει τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖται πάνω ἀπ’ ὅλα ἐλεύθερος, χωρίς νά ὑπόκειται σέ καμιά ἀναγκαιότητα φυσική ἤ μεταφυσική, ἱστορική ἤ μεταϊστορική. Ἡ ἔνσταση πού ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐμπειρικά ζεῖ στήν μεταπτωτική κατάσταση, ὁπότε ἡ ἐλευθερία πού βιώνει καί καλλιεργεῖ δέν εἶναι «κατά φύσιν», φαίνεται ὅτι λησμονεῖ τό γεγονός τῆς ἐνανθρώπισης ὡς δυνατότητα ἕνωσης κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Ἡ ἐνανθρώπιση κενώνει τόν Θεό δίνοντάς τή δυνατότητα στὀν ἄνθρωπο νά κατορθώσει τό καθ’ὅμοίωσιν. Αὐτή ἡ δυνατότητα ἐμπεριέχεται καί σέ ὅλες τίς προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου νά κατορθώσει ἐκτός τῶν ἄλλων καί τήν ἐλευθερία του παρ’ ὅτι αὐτή συνεχίζει νά γίνεται ἀντιληπτή στήν σχετικότητά της. Ἡ διάκριση αὐτή εἶναι σημαντική γιατί ἐπιδιώκει νά διαχωρίσει τήν πορεία καί τῶν ἀγώνα γιά τήν ἐλευθερία μέ τήν κατάκτηση τῆς ἴδιας τῆς ἐλευθερίας. Μέ αὐτή τήν ἀντίληψη τό ὅλον ἔθος καί ἦθος τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τόν τρόπο ὑλοποίησης τῆς ἐλευθερίας του καί ὄχι τήν οὐσία της. Οὔτως ἤ ἄλλως ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά κατορθώσει τό καθ’ ὁμοίωσιν ὅπως εἶναι στήν οὐσία του, κτιστός, ἑπομένως κατά τόν ἴδιο τρόπο καλεῖται νά κατακτήσει καί τήν ἐλευθερία του, κτιστῶς.[39]
Ἀποτελεῖ κοινή πεποίθηση τό γεγονός ὅτι κατά τήν νεωτερικότητα, μέσω τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας στή βιομηχανία καί στή κοινωνική ζωή, ἡ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας ἀποδεσμεύθηκε ἀπό τό ἠθικό πλαίσιο πού ὅριζε ἡ θρησκεία κυρίως λόγω τῆς προεργασίας πού ἔκανε ἡ Μεταρρύθμιση χωρίς ὅμως νά κατορθώσει νά αὐξήσει τήν ἀνθρώπινη εὐτυχία στό βαθμό πού πολλοί προσδοκοῦσαν.
Ἡ μετάβαση σέ ἕνα κόσμο πιό ὀρθολογικό ὁδήγησε σ’ αὐτό πού χαρακτηρίσθηκε ἀπό πολλούς κοινωνιολόγους ὡς ἐκκοσμίκευση ἤ κατά τόν Weber ὡς «ἀπομυθοποίηση» τοῦ κόσμου («Entzauberung der Welt»). Αὐτή ἡ ἀπομυθοποίηση ὁδήγησε τόν ἄνθρωπο ἀπό τή μιά μεριά στό νά σκέφτεται πιό «ἐλεύθερα» σέ σχέση μέ τίς θρησκευτικές ἐνασχολήσεις του κατά τήν προηγούμενη ἱστορική περίοδο, ἀπό τήν ἄλλη δέ ὅμως μεταμόρφωσε, κατά τόν Marx, τήν ἐργασία του σέ ἐργαλεῖο ἀποξένωσης ἤ ἀλλοτρίωσης μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἄνθρωπος νά μήν αἰσθάνεται ὅτι ἐνεργεῖ ἐλεύθερα.[40] Αὐτό ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατά τή μετάβασή του ἀπό τό Μεσαίωνα στή νεωτερικότητα ἀποβάλει ἀπό τό ἀτομικό καί κοινωνικό του γίγνεσθαι ἰδέες καί ἠθικές ἀξίες πού σχετίζονταν μέ τούς παραδοσιακούς θρησκευτικούς τρόπους ζωῆς (συχνά ἀπόλυτους καί ἀπολυταρχικούς), ἀλλά δέν δημιουργεῖ νέες ἠθικές ἀξίες ἤ δέν μορφοποιεῖ τίς προϋπάρχουσες ἀξίες μέ βάση τά σύγχρονα δεδομένα. Κυρίαρχη ἀξία θεωρεῖται ἡ κυριαρχία πού ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπό τή δομική φύση τῆς ἐξουσίας στηριζόμενη στή τεχνολογία καί τήν ἐπιστήμη, [41] παύοντας ὅμως νά διακρίνει τό καλό ἀπό τό κακό.[42]
Τό γεγονός αὐτό ὁδήγησε ἕνα μέρος τῆς νεωτερικῆς διαδικασίας στά τερατουργήματα τοῦ ναζισμοῦ, τοῦ φασισμοῦ, τοῦ σταλινισμοῦ καί τοῦ φυλετισμοῦ. Ἡ προσπάθεια ταύτισης τοῦ λογικοῦ μέ ἠθικές, πολιτιστικές καί πολιτισμικές ἀξίες ὁδήγησε σέ περιθωριοποίηση καί οὐδετεροποίηση τή σκέψη τοῦ ἀνθρώπου ὅσον ἀφορᾶ στίς προαναφερόμενες ἀξίες καί σέ ἕνα ἠθικό κενό τό ὁποῖο προσπάθησαν νά καλύψουν τά διάφορα παράλογα προαναφερόμενα κινήματα. Κύριο ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν ἀκροτήτων ἦταν ἡ ἀπαξίωση τῆς ἠθικῆς τῆς ἐλευθερίας, παρ’ὅτι διακηρυκτικά ἡ ἐλευθερία ὡς ἀξιακή ἀρχή τοῦ μοντέρνου ἀνθρώπου εἶναι παντοῦ παροῦσα.
Ὁ ὀρθός λόγος, στήν παράχρησή του, ἀπαξίωσε σέ μεγάλο βαθμό μιά ἀπό τίς βασικές ἀνθρώπινες ἀξίες, τήν ἐλευθερία, ἐνῶ θά ἔπρεπε νά τήν συμπεριλάβει στό ἀξιακό του πλαίσιο. Μέ αὐτό τόν τρόπο μπορεῖ νά γίνει κατανοητή καί ἡ ἀντίληψη περί οὐδετερότητας τῆς ἐπιστήμης σέ θεωρητικό ἐπίπεδο παρ’ ὅτι ἀποδείχθηκε ὅτι στήν ἐμπειρική της ἐφαρμογή τό οἰκοδόμημά της ἦταν κατά τό πλεῖστον ἐλεγχόμενο καί κατευθυνόμενο.[43] Ὁ Max Weber θά περιγράψει ὡς ἐξῆς τήν προϋπάρχουσα κατάσταση γιά τόν ἄνθρωπο τοῦ μονοδιάστατου ὀρθολογισμοῦ: «Εἰδικοί χωρίς πνεῦμα, αἰσθησιαρχικοί χωρίς καρδιά΄ αὐτή ἡ ἀκυρότητα φαντασιώνεται ὅτι ἔχει πραγματώσει ἕνα ἐπίπεδο πολιτισμοῦ πού δέν εἶχε ποτέ ἐπιτευχθεῖ»,[44] γιά νά τόν συμπληρώσει λίγο ἀργότερα ὁ Freud λέγοντας: «ἡ ἐξουσία πάνω στή φύση δέν εἶναι ἡ μοναδική προϋπόθεση τῆς ἀνθρώπινης εὐτυχίας, ἀκριβῶς ὅπως δέν εἶναι ὁ μοναδικός στόχος τῆς ἐπίμονης πολιτιστικῆς προσπάθειας΄...».[45]
Βασικό στοιχεῖο, πάντως, κατά τή νεωτερικότητα, γι’αὐτή τήν προβληματική συμπεριφορά ἔναντι τῆς ἐλευθερίας ἀποτελεῖ ἡ προσπάθεια ἁπλοποίησης ἡθῶν καί ἐθίμων μέ ἄμεσο ἀποτέλεσμα τή δημιουργία στερεοτύπων γιά πολιτισμούς καί πρακτικές πού δέν συμφωνοῦσαν μέ τόν ἐξευρωπαϊσμένο «ὀρθό λόγο». Κριτήρια στερεοτυ-ποποίησης ἀπετέλεσαν ἡ ἄρνηση ἀναγνώρισης στόν ἄλλον ἤ στό ἄλλο τῆς διαφορετικότητας καί ἡ ἐπιβολή τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτιστικοῦ μοντέλου ὡς τεκμηρίου καί ὁρίου μεταξύ ἀποδεκτοῦ ἤ ἀπορριπτέου τρόπου συμπεριφορᾶς.[46]
Αὐτή ἡ ἀντίληψη εἰσήγαγε ἕναν ὑπεραπλουστευμένο πολιτιστικό δυϊσμό μέ ἔντονες ἠθικές ἀποκλίσεις μεταξύ «καλοῦ» καί «κακοῦ».[47] Ἀπάντηση προσπάθησαν νά δώσουν ὁ Rousseau[48] καί ὁ Didero, ὁ ὁποῖος προέβλεψε ὅτι «μιά μέρα αὐτοί (οἱ Εὐρωπαῖοι) θά ἔρθουν μέ τόν Σταυρό στό ἕνα χέρι καί μέ τό μαχαίρι στό ἄλλο γιά νά σᾶς κόψουν τό λαιμό ἤ νά σᾶς ἐξαναγκάσουν νά ἀποδεχθεῖτε τά ἔθιμά τους καί τίς ἀντιλήψεις τους».[49] Aὐτός ὁ στερεοτυπικός ὅσο καί ἠθικός δυϊσμός λειτουργεῖ λοιπόν ὡς «ἐφόδιο» (στήν ἀπαρχή τῆς νεωτερικότητας) αὐτοπροσδιορισμοῦ μέσα ἀπό τήν ἀπόρριψη τοῦ Ἄλλου. Φυσικό ἐπακόλουθο μιᾶ τέτοιας ἀπόρριψης τοῦ Ἄλλου – καθώς ὁ ἴδιος δέν ἔχει τή δυνατότητα νά αὐτοπροσδιορίζεται παρά μόνο μέσα ἀπό προσδιορισμούς πού τοῦ δίνει ἡ «ὀρθολογικότητα» τῆ νεωτερικῆς σκέψης– εἶναι ὅτι στό χῶρο τῶν ἀξιῶν καί τῆς ἐλευθερίας νά ὑπάρχουν ἀντιλήψεις οἱ ὁποῖες ναί μέν ἀπέδιδαν ἠθικές ἀξίες στόν ἄνθρωπο γενικά ὄχι ὅμως δέ καί τμηματικά. Ἐλευθερία π.χ γιά τούς «πολιτισμένους δυτικούς ἀνθρώπους» ὄχι ὅμως καί γιά τούς «βάρβαρους» ἰνδιάνους ἤ Ἀφρικανούς γιά τούς ὁποίους ὁ δυτικός πολιτσμός τούς παραχώρησε τήν σκοτεινή πλευρά, τήν ἀντίστροφη εἰκόνα τῆς νεωτερικότητας.
Βέβαια στή πορεία ἀποδείχθηκε πόσο καταστροφική ἦταν αὐτή ἡ ἀντίληψη τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ γιά τήν πολιτιστική ζωή τοῦ ἄλλου. Σήμερα εὐτυχῶς αὐτή ἡ πορεία ἔπαψε νά θεωρεῖται εὐλογία καί νά γίνεται ἀντιληπτό ὅτι ἡ νεωτερικότητα δέν εἶναι ὁ μονόδρομος τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Ὑπάρχουν πλέον φωνές ἀνθρώπινης ἀλληλεγγύης, οἰκολογικῆς καί περιβαλλοντικῆς εὐαισθησίας, ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων πού βασικό τους στοιχεῖο ἀνάλυσης ἔχουν νά ἐνσωματώσουν στή σκέψη τους τήν ἀξία τῆς ἐλευθερίας.
Πάντως καί σ’αὐτό πιστεύω ὅτι θά συμφωνήσουν ὅλοι, ἡ νεωτερικότητα ἔδωσε στόν ἄνθρωπο τή δυνατότητα νά διαμορφώσει ἕνα σύγχρονο τρόπο προσέγγισης τοῦ ἰδίου καί τοῦ κοινωνικοῦ του περιβάλλοντος. Ὁ κριτικός ὀρθολογισμός τοῦ Διαφωτισμοῦ ἔδωσε τή δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά σκέφτεται πιό ἐλεύθερα σέ σχέση μέ τίς προκαταλήψεις, τίς δεισιδαιμονίες καί τίς μισαλλοδοξίες πού κυριαρχοῦσαν μέχρι τότε ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἄγνοιας. Τό ἄτομο θεωρήθηκε πηγή γνώσης καί δράσης ἑνός συνόλου ἰδεῶν, συνεπειῶν καί ἀποτελεσμάτων, ἐνάντια σέ κατεστημένες ἀντιλήψεις καί παραδοσιακές κοσμοθεωρίες. Ἰδέες, συνέπειες καί ἀποτελέσματα πού βρῆκαν ἐφαρμογές στό πολιτισμό, στήν τεχνολογία, στήν ἐπιστήμη –κυρίως σ’αὐτήν– μέσα ἀπό τή διαδικασία ἐξειδικευμένων κλάδων[50] καί ἐκφράστηκαν ἔντονα στό κοινωνικό ἐπίπεδο μέσα ἀπό τό σφοδρό ἀντιεκκλησιαστικό ριζοσπαστισμό, καθώς ἡ θεσμική δομή τῆς Ρωμαιολαθολικῆς Ἐκκλησίας θεωρήθηκε καί ἦταν ἔντονα ἀπολυταρχική, αὐταρχική καί ὑπαίτια τοῦ ἀνορθολογισμοῦ καί τῆς αἰσχρότητας, χωρίς ὅμως νά ἀπρρίπτουν τή λογική πιθανότητα ὕπαρξης ἑνός Θεοῦ, ὄχι ὅμως ἐξ ἀποκαλύψεως.
Οἱ ἀρχές καί οἱ ἔννοιες τῆς ἰσότητας, τῆς δημιουργίας καί τῆς χειραφέτησης εἶχαν ὁπωσδήποτε νά κάνουν μέ τήν ἀξιακή ἠθική διάσταση τῆς ἐλευθερίας καί ὁδήγησαν κατά τόν Hume στή δημιουργία μιᾶς ὁμάδας ἠθικῶν ἐπιστημῶν πού εἶχαν ὡς στόχο τή βαθύτερη κατανόηση τῆς ἀνθρώπινης κατάστασης καί τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί ὡς σκοπό τή δημιουργία τῆς «ἐπιστήμης τοῦ ἀνθρώπου».[51] Βασικό της στοιχεῖο ἦταν ἡ ἀποδεδειγμένη ἀπόρριψη τῆς χριστιανικῆς ἄποψης γιά τή φύση τοῦ ἀνθρώπου μέσα κυρίως ἀπό τόν ἐμπειρισμό τοῦ Λόκ καί τό tabula rasa καθώς μιά τέτοια ἀντίληψη ἀποδέχεται τό γεγονός ὅτι ἡ ὅλη γνώση ἑνός ἀνθρώπου δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι ἀποτέλεσμα ἐμπειρίας. Ἡ προσπάθεια εἶχε ὡς στόχο κατά πρῶτον τήν ἀπαλλαγή τῆς ἠθικῆς καί τῶν ἀξιῶν της ἀπό τήν θεολογική-ἐκκλησιαστική ἐξάρτηση καί κατά δεύτερον τήν ἐπίλυση τῶν ἠθικῶν ζητημάτων μέσα ἀπό τήν πνευματική ἀναζήτηση καί ὄχι ἀπό τήν ἐπιβολή μιᾶς ἐξωτερικῆς ἐξουσίας.
Ἡ ἐλευθερία ὡς ἠθική ἀξία θεωρήθηκε ὅτι εἶναι ἀντικείμενο τῆς πνευματικῆς ἀναζήτησης τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ἀποκλειστικότητα τῆς θρησκείας καθώς ἡ ἐξουσιατική δομή τῆς θεσμικῆς Ἐκκλησίας τήν εἶχε κάνει ἐργαλιακό ὑποχείριο τῆς ἑκάστοτε ἐξουσίας της. Αὐτή ἡ διαφορετική-συγκρουσιακή ἀντίληψη γιά τήν ἐλευθερία πηγάζει κυρίως ἀπό τήν ἀντίθεση τῆς νεωτερικῆς σκέψης στήν ὑποδούλωση τῶν λαῶν, τῆς ἀποικιοκρατίας καί τοῦ βίαιου ἐκχριστιανισμοῦ. Τό καντιανό sapere aude (τόλμησε τή γνώση) ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τήν κατεστημένη θρησκευτική ἰδεολογία καί προϋποθέτει τήν ἀξιακή σημαντική τῆς ἐλευθερίας γιά νά κατορθώσει τήν πραγματοποίησή του, παρ’ὅτι στή συνέχεια κατά τόν Comte ὁ ἀνθρωπος ὑποτάσσεται στή κοινωνία μέσα ἀπό ἕνα πλήρως κανονικοποιημένο καί νομιμοποιημένο σύστημα,[52] ὅπου ὁ ρόλος τῆς θρησκείας εἶναι νά συγκρατεῖ τίς ἀντιθέσεις σάν ἕνα εἶδος κοινωνικοῦ δεσμοῦ.
Ἀντιθετικά λειτουργεῖ ἡ ἀσκητική σκέψη τοῦ Blaise Pascal. Ἡ ἐλευθερία ὑποστηρίζει εἶναι ἡ ἀρετή πού μπορεῖ νά βγάλει τήν ψυχή (νά τήν ἀπελευθερώσει) ἀπό τήν ἀνάγκη γιά τόν κόσμο, νά τήν τραβήξει μακριά ἀπ’ ὅ,τι ἔχει πιό ἀγαπητό, la faire mourir en soi-même, νά τή φέρει καί νά τήν προσκολλήσει μόνο καί πάντα στόν Θεό.[53] Δηλ. ἄν ἐπιδιωχθεῖ μιά σύγχρονη μεταφορά, ἀπό τή στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος παύει νά ἐνεργεῖ ὡς μέρος ἑνός κοινωνικοῦ αὐτοματισμοῦ καί ἐπιδιώκει τήν προσωπική του αὐθυπαρξία μέ ἐλευθερία καί ὑπευθυνότητα τότε χαράζει τό δρόμο τῆς ὑπέρβασης τῆς κοινωνικά καθιερωμένης καί κωδικοποιημένης ἠθικῆς, ἁπλώνοντας τό χέρι του στό Θεό. Ὁ Νίκος Καζαντζάκης στά Σόδομα καί Γόμορα γράφει: «Λώτ –Ποῦ νά μέ νιώσεις, γέρο Ἀβραάμ; Εἶσαι ἁγνός, ἐσύ, ὑπάκουος, λές Ναί! καί κολνοῦν τά χείλια σου΄ δέν ἔχεις ἄγρια καρδιά νά παλέβεις μαζί της. Ἡ ψυχή σου κ’ ἡ καρδιά σου δυό μερωμένες καμῆλες, ζεμένες καί σέ πᾶνε ἴσια γραμμή στόν Θεό... Κοιτᾶς τ’ἄστρα καί λές: Τόσα τ’ ἀγγόνια μου καί τά δισέγγονα. Ἐγώ κοιτάζω τ’ἄστρα καί λέω: Τόσα τά κρίματά μου! Ἡ ἀρετή μου δέν εἶναι ἐμένα περιβόλι νά σεργιανίζω τό δειλινό καί νά κουβεντιάζω μέ τόν Θεό΄ εἶναι γκρεμός καί γκρεμίζουμαι. Ὁλημέρα παίζω τήν ψυχή μου καί τήν κερδίζω΄ ὁληνύχτα παίζω τήν ψυχή μου καί τή χάνω...». [54] Ὁ ἀγώνας γιά την ἐλευθερία δέν εἶναι «ἄκοσμος» καθώς δρᾶ καί κινεῖται μέσα στόν κόσμο. Ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά συνομιλεῖ καί νά συμπορεύεται μέ τόν συνάνθρωπό του . Ἐπιτρέπει στόν ἄνθρωπο νά συνομιλεῖ καί νά συμπορεύεται μέ τόν Δημιουργό του. Σ’ αὐτή του τήν ὁδοιπορία πολλές φορές ἀλλοιώνει τό ἀπόλυτο περιεχόμενο τῆς ἐλευθερίας, πολλές φορές τό μεταμορφώνει, πολλές φορές τό κατορθώνει μέχρι ἑνός ὁρισμένου σημείου. Παρ’ ὅλα αὐτά ἀγωνίζεται καί ἐλπίζει καθώς «Ἐάν οὖν ὁ Υἱός ἡμᾶς ἐλευθερώσῃ, ὄντως ἐλεύθεροι ἐσόμεθα».[55]
Του Χριστοφόρου Αρβανίτη,
Δρ. Θεολογίας-Κοινωνιολογίας της Θρησκείας,
Εκλεγμένου Επίκουρου Καθηγητή στην ΑΕΑΗ Κρήτης.
[1] Μέ τό ἐπίθετο «ἠθικός» διαστέλλονται οἱ ἠθικές ἀπό τίς ἀνήθικες πράξεις μέ τήν ἔννοια ἑνός ποιοτικοῦ διαχωρισμοῦ πού χαρακτηρίζει τό ἠθικό ὡς ἀγαθό καί ἐνάρετο καί τό ἀνήθικο ὡς κακό. Βλ, Dictionnaire critique de Théologie, direction Jean-Yves Lacoste, pp. 413-416
[2] Γιά τό τί συμβαίνει στό χῶρο τῶν ἀνθρωπο-κοινωνικῶν ἐπιστημῶν βλέπε Edgar Morin., Kοινωνιολογία., Εἰκοστοῦ Πρώτου, Ἀθήνα. 1998. σ. 70. Bλ. ἐπίσης γιά τή σχέση ἐπιστήμης-θεολογίας Μax Weber., Ἡ ἐπιστήμη ὡς ἐπάγγελμα, Εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Μιχ. Γ. Κυπραῖος, Ἀθήνα, Παπαζήση, σ.125.
[3] Edgar Morin, ibid., p. 35
[4] Στά Εὐρωπαϊκά πανεπιστήμια, ἡ ἠθική, κυρίως στίς σχολές τῆς Κοινωνικῆς Ἀνθρωπολογίας, ἀποτελεῖ μέρος τοῦ κύκλου σπουδῶν μέ ἕνα τελείως ἀνεξάρτητο ἀπό τήν θεολογία περιεχόμενο. Κατά τόν Καθηγητή Κο Γεώργιο Μαντζαρίδη «ὁποιαδήποτε προσπάθεια αὐτονομήσεως τῆς ἠθικῆς ἀπό τή θρησκεία καί τή μεταφυσική ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σέ ἀδιέξοδα ἤ δημιουργεῖ θρησκευτικά ὑποκατάστατα». «Ἡ θρησκεία ἀπωθήθηκε στήν περιοχή τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς, καί ὡς παράγοντας ἑνοποιήσεως τῆς κοινωνίας θεωρήθηκε ἡ ἠθική». Μαντζαρίδη Γ., Χριστιανική Ἠθική. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, σς.9 καί 19. Στή δεύτερη ἀναφορά ὁ ἴδιος παραπέμπει στόν W. Pannenberg, «Antwort an Gerhard Ebeling», in Ethik und Ekklesiologie, Tübingen 1977, pp. 60-61
Βλ,ἐπ. K.J.Scott., “Liberty, Licence and Not Being Free” στό Political Studies, τ.ΙV, 1956, pp. 176-178.
Bλ, ἐπ. Παπανούτσου Π.Ε., Ἠθική, τ.ΙΙ, Δωδώνη, Ἀθήνα, σσ. 337-368.
[5] Οὐσιαστικότατες πρός αὐτή τήν κατεύθυνση ὑπῆρξαν οἱ πανεπιστημιακές μελέτες τοῦ καθηγητοῦ τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς καί τῆς Κοινωνιολογίας τοῦ Χριστιανισμοῦ στό τμ Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ. Κου Γεωργίου Μαντζαρίδη, ὁ ὁποῖος στίς ἐπιτομές τῶν πανεπιστημιακῶν του μελετῶν καταθέτει τήν ἀναγέννηση, ἀπορίπτοντας τόν μέχρι τότε ἠθικισμό, τῆς ἠθικῆς θεολογίας, συνδέοντάς την μέ τήν πατερική παράδση.
[6] Βλ. τή θαυμάσια μελέτη τοῦ Κου Οὐλῆ Δ., Ἔρωτας καί Νεοπλατωνίκη., ....... ......... ....... ...... ............................Ἡ μελέτη αὐτή ἀποκαθιστᾶ σέ βασικές ἀνθρωπολογικές ἔννοιες τό πραγματικό τους ἠθικό καί θεολογικό ἐμπερίστατο καί ἀπαλλάσει τόν ἀναγνώστη ἀπό τήν, μέχρι τώρα, ἠθικιστική πρόσληψή τους.
[9]Βλ., Γέμπτου Α. Πέτρου., Μεθοδολογία τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν, Ἀθήνα, Παπαζήση, 1987, σς. 37-39.
[12] «πολλά τά δεινά κοὐδέν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει».
[13] Τό Ἀπρίλιο τοῦ 2003 τό νεο-σταλινικοῦ τύπου καθεστώς τῆς Κούβας ἐπανέφερε τή θανατική ποινή ὡς ἐργαλεῖο χειραγώγησης καί τρομοκράτησης τῆς ἐλεύθερης σκέψης καί μέ συνοπτικές δίκες τῶν τριῶν ἡμερῶν ἐκτέλεσε 4 ἀντικαθεστωτικούς διανοούμενους καί φυλάκισε ἄλλους 73.
[14] Hobbes T. Leviathan, Penguin, Harmondsworth. 1968. pp. 227-228. Μτφρ. Λεβιάθαν Ι, ΙΙ, Πασχαλίδης Γ, Δημητρακόπουλος Γ, Μεταξόπουλος Αἰμ. Γνώση, Ἀθήνα, 1989. Ὁ Hobbes ὑποστηρίζει ὅσα ὑποστηρίζει βαθύτατα ἐπηρεασμένος ἀπό τήν κοινωνική ἀναταραχή καί τή πολιτική ἀστάθεια πού ἐπικρατοῦσε κατά τήν περίοδο τοῦ ἀγγλικοῦ ἐμφυλίου πολέμου προσπαθώντας νά καταδείξει ὅτι ἡ ὕπαρξη ἑνός πανίσχυρου κράτους ἀποτελεῖ ἀναγκαιότητα γιά μιά εἰρηνική καί ἄνετη ζωή.
[16] Α΄ Κορ. 12,1-3 Βλ, Στογιάννου Β., Ἐλευθερία. Ἡ περί ἐλευθερίας διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου και ταῶν πνευματικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς του., Θες/νίκη, 1970, σ. 211
[22] ibid., 3,11
[27] Γ΄Ἰωαν. 1,11.
[28] Μαντζαρίδη Γ., Κοινωνιολογία τοῦ Χριστιανισμοῦ., Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη, 1985, σσ. 205-206.
[29] Γιούλτση Β., Πνευματικότητα καί κοινωνική ζωή, Πουρναρᾶς, Θες/νίκη, 1999, σ.70-71.
[30] G.W.F Hegel., Vorlesungen über die Philosophie der Geschichte., Ἅπαντα, Suhrkamp, 3, Frankfurt, 1970, pp. 12,32
[32] Γέμπτος Π., Οἱ κοινωνικές ἐπιστῆμες, Τυπωθήτω, Ἀθήνα, 1998, σς. 210-211
[33] Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ Πλάτωνας, ὁ ὁποῖος μεταφέροντας τή θεωρία τῶν τριῶν μερῶν τῆς ψυχῆς στό πολιτειακό του σύστημα παραγνωρίζει οὐσιαστικά τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καθώς τό κυρίαρχο ζητούμενο στήν πολιτική του σκέψη εἶναι ἡ διασφάλιση τῆς σταθερότητας τοῦ κράτους, παρ’ὅτι ὁ ἴδιος στούς Ὃρους, 412d 1 ὁρίζει τήν ἐλευθερία ὡς «ἡγεμονία βίου αὐτοκράτεια ἐν παντί».
[34] Γιούλτση Β., ibid, σ.68. Βλ. Berdiaeff N., Χριστιανισμός καί κοινωνική πραγματικότητα, μτφρ. Γιούλτση Β, Πουρναρᾶς, Θες/νίκη, σς.124-143.
[35] Βλ. Max Weber., Ἡ ἐπιστήμη ὡς ἐπάγγελμα., Εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια Μιχ.Γ. Κυπραῖος, Ἀθήνα, Παπαζήση.
Βλ. Ράμφου Στ. Ὁ καημός τοῦ ἑνός, Ἁρμός, Ἀθήνα, 2000, σς.347-351
[38] Erich Fromm., Πέρα ἀπό τά δεσμά τῆς αὐταπάτης: Ἡ γνωριμία μου μέ τόν Μάρξ και τον Φρόϋντ., μτφρ. Μ. Κορνήλιου, Ἀθήνα, Μπουκουμάνης, 1977, σ.222: «Κανένας Θεός, οὒτε μέ τό θεολογικό οὒτε μέ φιλοσοφικό οὒτε μέ ἱστορικό ἔνδυμα, δέ λυτρώνει οὒτε καταδικάζει τόν ἄνθρωπο. Μόνο ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἱκανός νά βρεῖ ἕνα σκοπό στή ζωή καί τά μέσα γιά τήν πραγματοποίηση αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ».
[39] Γιά τήν ἐλευθερία ὡς τρόπο ὕπαρξης τοῦ προσώπου Βλ, Γιανναρᾶ Χρ. Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, Ἀθήνα , 1970, σ.199. Πάντως τό πρόβλημα δέν εἶναι νέο. Ἡ ἴδια προβληματική ὑπῆρξε ἀνάμεσα στούς Στωϊκούς καί στούς Χριστιανούς κατά τον 2ο αἰ. ὅπου κατά μέν τούς πρώτους ἡ ἐλευθερία ἀποτελεῖ κατάσταση τῆς δύναμης τοῦ λόγου καί τῆς αὐτοδύναμης βούλησης τοῦ ἀνθρώπου κατά δέ τούς δεύτερους δωρεά τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Βλ. Δεληκωνσταντῆ Κ., ibid, σς.54-60.
[40] Marcuse Herbert., Industrialisierung und Kapitalismus im Werk Max Webers στό Kultur und Gesellschaft 2, Suhrkamp, Frankfurt, 1968, p.111
[41] Habermas J., Technik und Wissenschaft als Ideologie στό Ideologie-Wissenschaft-Gesellschaft, Hrsg.v. H-J Lieber, Darmstadt (Wissen.Bushgesel), 1976, p.296.
[42] Lipowetsky G., “L’ empire de l’ éphémère” στό Un objet comme il vous plaira, Gallimard, Paris, 1987, pp.201-217.
[43] Albert Jacquard., Au pèril de la science, μτφρ. Ζαχαριουδάκης Γ., Παγίδες καί ἀπειλές τῆς ἐπιστήμης , Δρομέας, 1999, σς. 13-43.
[44] The Protestant Ethik and the Spirit of Capitalism, London, Unwin University Books, 1971, p. 183.
[45] Civilization and its Discontents., The Hogarth Press, 1963, pp. 24-25
[46] Βλ Γιούλτση.-Στερεότυπα.
Hulme P., Colonial Encounters: Europe and the Native Caribbean, 1492-1797, Methuen, London, pp. 49-50, pp.147-152.
[47] Κάτι ἀνάλογο ἐπιχειρεῖ σήμερα νά καταθέσει ὁ πολιτικός ἐπιστήμονας Samuel Huntington διαχωρίζοντας τούς πολιτισμούς σέ δυτικούς καί μή δυτικούς. Βλ. Samurel Huntington., Ἡ σύγκρουση τῶν πολιτισμῶν καί ὁ ἀνασχηματισμός τῆς παγκόσμιας τάξης., μτφρ. Σήλια Ριζοθανάση, ΤΕRZO BOOKS, Ἀθήνα, 1999. Κριτική στη θεωρία τοῦ Huntington στο Πέτρου Ἰ., Πολυπολιτισμικότητα και θρησκευτική ἐλευθερία, Παρατηρη-τής, Θες/νίκη, 2003, σς.90-105.
[49] Stuart Hall, Bran Gieben., ibid., pp. 452-453
[50] Ἡ διαδικασία τῆς ἐξειδίκευσης πού τόσο ἔντονα συνεχίζει νά λειτουργεῖ μέχρι σήμερα μοιάζει νά φαίνεται κάπως ξένη στήν ὅλη γνωσιολογική καθολικότητα πού εἰσήγαγε ὁ Διαφωτισμός. Ὅσο καί ἄν φαίνεται στόν ἄνθρωπο τῆς σημερινῆς νεωτερικότητας αὐτή ἐσφαλμένη, ἐν τοῦτοις, ἡ ἀξίωση τοῦ Διαφωτισμοῦ προερχόνταν ἀπό τήν ἀντίληψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νά γνωρίζει τά πάντα, καί ὁ ἄνθρωπος πού μποροῦσε νά γνωρίζει τά πάντα ἦταν ὁ οἰκουμενικός ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος πού μποροῦσε «νά ἀνήκει σέ ὅλα τά ἔθνη» κατά τόν Didero.
[51] David Hume., Δοκίμια φιλολογικά, ἠθικά, πολιτικά., Εἰσαγωγή-μτφρ-σχόλια Ε.Π. Παπανούτσου, Ἑστία, Ἀθήνα, α.χ. σς. 23-29.
[52] Auguste Comte., Cours de Philosophie Positive., τομ.ΙΙ, στόν Thompson K., «Auguste Comte : The foundation of Sociology », Nelson, London, 1976.
[54] περ. «Νέα Ἑστία», 15, Ἀπρλ. 1949, σ.495.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου