Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

John Steinbeck

Χριστοφόρου Ἐλ. Ἀρβανίτη,
εκλ. Επίκουρου Καθηγητή στην ΑΕΑ Κρήτης

«Ἡ θεολογία τοῦ ἀγνωστικιστικοῦ οὐμανισμοῦ στό ἔργο τοῦ John Steinbeck», Ἰανουάριος 2008.

Κατ’ἀρχήν, θά πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ἡ λογοτεχνία, ὡς γενική τροπική προσέγγιση τοῦ γεγονότος, τοῦ ὁποίου τό πραγματικό ἤ τό φανταστικό ἐπιθυμεῖ νά καταγράψει, ἐμπεριέχει ἐν δυνάμει στοιχεῖα, τά ὁποῖα δέν ἀποτελοῦν τό κανόνα τῆς σύλληψής της. Ἐνέχονται ποικιλοτρόπως στά γεγονότα, τά ὁποῖα ὁ συγγραφέας ἐπιθυμεῖ νά ἀναφέρει καί νά οἰκοδομήσει, εἴτε αὐτά εἶναι πραγματικά εἴτε φανταστικά. Μέ αὐτό τό βασικό κανόνα, ὁ Steinbeck ἀναζητεῖ μέσα ἀπό τά ἔργα του νά καταθέσει μιά συγκεκριμένη πρόταση, γιά τό ποιός θά ἔπρεπε νά εἶναι ὁ ρόλος τῆς θρησκείας, στά ἀνθρώπινα κοινωνικά καί πολιτισμικά δρώμενα. Εἶναι σαφές, ὅμως, ὅτι τά ἔργα του δέν διακρίνονται γιά τήν θεολογική τους σαφήνεια καί ἀκρίβεια. Ἔτσι, ὡς ἕνας συγγραφέας-διανοούμενος, πρωτίστως, «περιγράφει» τό θρησκευτικό γεγονός, μέσα στήν ὅλη πλοκή τοῦ διηγήματος καί δευτερευόντως, μεταφέρει τίς δικές του ἀντιλήψεις στά λόγια καί στά ἔργα τῶν ἡρώων του.
John Steinbeck μέ τά ἔργα του Σ’ἕναν ἄγνωστο Θεό (1935), Τορτίλια Φλάτ (1935), Ἄνθρωποι καί ποντίκια (1937), Τά  σταφύλια τῆς ὀργῆς (1939), Ὁ δρόμος μέ τίς φάμπρικες (1945) καί Ἀνατολικά τῆς Ἑδέμ (1952), καθιερώνεται καί θεωρεῖται, ὡς ὁ μεγάλος ἐκπρόσωπος τοῦ νατουραλισμοῦ στίς ΗΠΑ. Αὐτή ἡ συνεχής παρουσία τοῦ ἀποφέρει τό 1962 τό Βραβεῖο Νόμπελ.
Ἡ προσέγγιση τοῦ ἔργου του σέ αὐτό τό ἄρθρο κινεῖται πάνω σέ δύο βασικούς ἄξονες:
1. Στήν ἀναζήτηση τοῦ θρησκευτικοῦ στοιχείου στά ἔργα του, πρίν τό δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Σ’ἕναν ἄγνωστο Θεό καί Τά Σταφύλια τῆς Ὀργῆς  καί
2. Στήν ἀναζήτηση τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς θρησκείας καί τῶν φυσικῶν καί κοινωνικῶν προβολῶν πού ὁ ἴδιος θά ἤθελε ἤ θά ἐπιθυμοῦσε νά ἔχει ἡ θρησκεία στήν ἀνθρώπινη κοινωνική δράση.

1. Κοινωνικό, θεολογικό ἤ ἀνθρωπολογικό;
Οἱ ἥρωες τοῦ Steinbeck δέν εῖναι οἱ κάτοικοι τῶν ἀστικῶν περιοχῶν, ἀλλά οἱ ἀπόκληροι, οἱ μετανάστες, οἱ φτωχοί ἀγρότες καί ὅλοι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται τό πρῶτο μισό τοῦ 20ου αἰώνα νά πετύχουν μιά καλλίτερη ζωή, μέσα σέ μιά πιό δίκαιη κοινωνία, παρ’ὅτι ὁ ἴδιος, τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ὑπῆρξε ἔνθερμος ὑποστηρικτής τοῦ πολέμου στό Βιετνάμ.
Στό Τά Σταφύλια τῆς Ὀργῆς[1]  Steinbeck ἀφηγεῖται τήν ἱστορία μιᾶς οἰκογένειας φτωχῶν ἀγροτῶν, τῶν Τζόουντ ἀπό τήν Ὀκλαχόμα, οἱ ὁποῖοι μετά τό οἰκονομικό κράχ τοῦ 29 καί τήν περίοδο τῆς μεγάλης οἰκονομικῆς ὕφεσης πού ἀκολούθησε, χάνουν τή φάρμα τους, ἀναγκάζονται νά φορτώσουν τά ὑπάρχοντά τους σέ ἕνα φορτηγό καί νά πᾶνε στήν Καλιφόρνια γιά νά δουλέψουν, ὡς ἐργάτες πλέον, στά χωράφια-τσιφλίκια τῶν πλούσιων γαιοκτημόνων τῆς περιοχῆς. Φθάνοντας ἐκεῖ, συναντοῦν πλήθη καί ἄλλων ἀπελπισμένων ἀγροτῶν πού ἔχουν κάνει τό ἴδιο ταξείδι μέ τήν ἐλπίδα νά ξαναφτιάξουν τή ζωή τους, νά δημιουργήσουν οἰκογένεια, νά βροῦν μιά σταθερή δουλειά, νά μήν χάσουν τήν ἀξιοπρέπειά τους. Ζοῦν σέ καταυλισμό, ὅπου τά ἀφεντικά τούς ἐκμεταλλεύονται καί γι’αὐτό ὀργανώνονται σέ συνδικάτο καί συγκρούονται μέ τήν ἰδιοκτησία. Ἡ σύγκρουση εἶναι ἐξαιρετικά βίαιη καί ὁ Τόμ Τζόυντ (ὁ μεγαλύτερος γιός τῆς οἰκογένειας) ξανασκοτώνει καί ἀναγκάζεται νά ζήσει πλέον ὡς φυγάς. Φεύγει, λέγοντας στούς γονεῖς του ὅτι, ἀπό δῶ καί στό ἑξῆς, θά ἀφιερώσει τή ζωή του στόν ἀγώνα ὑπέρ τῶν φτωχῶν.
Ἡ συγκλονιστική σκηνή, κατά τήν ὁποία, ἡ Ρόουζ, κόρη τοῦ Τζόουντ, θηλάζει ἕνα πεινασμένο ἄνδρα, συνοψίζει συμβολικά τό μήνυμα τοῦ Steinbeck: ὅσο ὑπάρχει ἀνθρωπιά, ὑπάρχει ἀκόμη ἐλπίδα:
«Ἡ Ρόζα -τό Ρόδον τῆς Σαρών- ἀπόμεινε ἀκίνητη γιά μιά στιγμή μέσα στήν ψιθυριστική σιγαλιά τοῦ ἀχερώνα. Ἔπειτα ἀνασήκωσε τό κουρασμένο κορμί της καί τυλίχθηκε στό πάπλωμα. Προχώρησε ἀργά πρός τή γωνιά καί στάθηκε, κοιτάζοντας τό λιωμένο πρόσωπο, τά ὀρθάνοικτα τρομαγμένα μάτια. Ξάπλωσε ἥσυχα στό πλάϊ του. Ἐκεῖνος κούνησε σιγανά τό κεφάλι του δεξιά ζερβά. Ἡ Ρόζα χαλάρωσε ἀπό μιά μεριά τό πάπλωμα καί γύμνωσε τό στῆθος της. «Πρέπει» τοῦ λέει.
Σύρθηκε πιό κοντά, τοῦ ἔπιασε τό κεφάλι του καί τό’φερε πάνω της. «Νά» τοῦ λέει. «Ἕλα». Πέρασε τό χέρι της κάτω ἀπ’τό κεφάλι του γιά νά τόν στηρίζει. Τά δάκτυλά της τοῦ χάϊδευαν τά μαλλιά. Σήκωσε τά μάτια της καί κοίταζε μπροστά της τόν ἀχερώνα, κι ἕνα αἰνιγματικό χαμόγελο χάραξε τά κλεισμένα χείλια της».[2]
Στό Σ’ἕναν ἄγνωστο Θεό[3]Steinbeck ἀρχίζει, παραθέτοντας ἕνα κείμενο ἀπό τή Βέδα, τά πρώϊμα ἱερά κείμενα τοῦ Ἰνδουϊσμοῦ, ὅπου στόν  τελευταῖο στίχο τῆς κάθε στροφῆς ἐπαναλαμβάνεται ἡ φράση:
«Ποιός εἶναι Αὐτός πού τή θυσία μας θά Τοῦ προσφέρουμε;».
 Ἡ ἐπιλογή τοῦ κειμένου ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν, ἐν συνεχεία, ἀνάπτυξη πού κάνει στό διήγημα του, καθώς, αὐτός ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται ὡς «ἄγνωστος», εἶναι αὐτός πού ἔχει ἄμεση σχέση μέ ὅτι δήποτε ὑπάρχει στόν κόσμο: δημιουργός τῶν πάντων, τῶν θεῶν, τῆς ζωῆς, τοῦ θανάτου, τοῦ ἀνθρώπου, τῶν ζώων, τῶν βουνῶν, τῆς θάλασσας, τῶν ποταμῶν, τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς, τοῦ ἥλιου. Ἕνας Θεός, ὅμως, ὁ ὁποῖος ζητᾶ θυσία,[4] γιά νά δώσει ζωή σέ ὅλα αὐτά, πού αὐτός ὁ ἴδιος ἔχει δημιουργήσει καί πού παρ’ὅλα αὐτά παραμένει ἀνεξερεύνητος καί ἄγνωστος γιά τούς ἀνθρώπους. [5]
Steinbeck ἀντιπαραθέτει αὐτόν τόν Θεό μέ τόν Θεό τῶν χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος βρίσκεται κρεμασμένος πάνω στό σταυρό, νεκρός καί ματωμένος, ἀπογοητευμένος, ἀπορημένος καί κουρασμένος. Γι’αὐτόν, ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν εἶναι νεκρός καί ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἡ ζωή ἔχει τελειώσει,[6] ἐνῶ, ἀντιθέτως, ὁ Θεός τῆς Βέδας παραμένει ζωηφόρος, ζητώντας, ὅμως, τή θυσία τῶν ἀνθρώπων.[7] Στό τέλος τοῦ διηγήματος, ἡ «θεϊκή» τρέλλα τοῦ Τζόζεφ μετατρέπεται σέ θυσία-αὐτοκτονία τοῦ ἴδιου πρός αὐτόν τόν ἄγνωστο Θεό καί αὐτός ὁ Θεός ἀποδεχόμενος τῆς θυσία τοῦ «ἱερέα» του, ἐπιτρέπει καί πάλι τή δημιουργία τῆς ζωῆς.[8] Ἀντιθέτως, ὁ ρωμαιοκαθολικός πατήρ Ἄντζελο, θεωρεῖ ὅτι ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ μέ τούς ἀνθρώπους μέσω εἰδικῶν τελετῶν, ὅπως ἡ προσευχή λιτανείας γιά βροχή καί στέλνει ὡς θεῖο δῶρο τό νερό στούς ἀνθρώπους, χωρίς νά ἀπαιτεῖ κάποια θυσία ἤ προσφορά.[9] Οἱ ἄνθρωποι, πού βιώνουν τή στέρηση καί τήν ἀγωνία τῆς ἐλπίδας, γιά ζωή, ἐνεργοῦν συνθετικά καί ταυτόχρονα ἀντιφατικά, τελώντας παλαιά εἰδωλολατρικά ἔθιμα μέ ἐλεύθερες σεξουαλικές πράξεις, ἀποδεχόμενοι, ὅμως στή συνέχεια τιμωρίες ἐξιλασμοῦ ἀπό τόν ἱερέα. [10]
Στό Σ’ἕναν ἄγνωστο Θεό,Steinbeck κινεῖται στόν παραδοσιακό ἀμερικανικό προτεσταντικό χῶρο μέ ἔντονα τά βιβλικά χαρακτηριστικά, ὅπως αὐτό φαίνεται στήν περίπτωση τῆς εὐλογίας ἀπό τόν πατέρα στόν πρωτότοκο γιό:
«Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐλογία μου νά μείνει πάνω σέ τοῦτο τό παιδί. Νά ζήσει μέσα στό φῶς τοῦ Προσώπου τοῦ Θεοῦ. Ν’ἀγαπᾶ τή ζωή του». [11]
Ἡ σκηνή θυμίζει τήν παράδοση τῆς εὐλογίας τῶν «πρωτοτοκίων» ἀπό τόν Ἰσαάκ στόν Ἰακώβ:
«Ὁ Θεός νά σοῦ δώσει ἀπ’τή δροσιά τοῦ οὐρανοῦ
κι ἀπό τήν ἐφορία τῆς γῆς, ἄφθονο στάρι καί κρασί.
Λαοί ἄς δουλεύουνε γιά σένα κι ἔθνη μπροστά σου ἄς προσκυνοῦν΄
τῶν ἀδελφῶν σου νά γίνεις κύριος καί τῆς μητέρας σου οἱ γιοί νά σέ
προσκυνοῦν».[12]
καί ἡ ὁποία, ὅμως, ἀντιδιαστάλλεται, μέσα ἀπό τό πρόσωπο τοῦ κεντρικοῦ ἥρωα, τοῦ Τζόζεφ, ὁ ὁποῖος ἐκθέτωντας καί ὑποστηρίζοντας ἀντιλήψεις μετεμψύχωσης, ἀντιλαμβάνεται τόν πατέρα του, ὡς ὀντότητα μετά τόν θάνατό του νά βρίσκεται ψυχικά  μέσα σ’ἕνα συγκεκριμένο δένδρο, τό ὁποῖο, γι’αὐτόν, ἀποτελεῖ στήριγμα καί πηγή ζωῆς.[13] Τό δένδρο εἶναι στοιχεῖο ζωντανό, τό ὁποῖο ἑνώνει τό φυσικό κόσμο μέ τό μεταφυσικό σέ μιά ἑνότητα, ἡ ὁποία ἄν διαρραγεῖ τότε ὁδηγεῖ στήν καταστροφή. Αὐτό συνέβει ὅταν ὁ Μπῶρτον κόβει, κρυφά, βαθειά τίς ρίζες τοῦ δένδρου, πιστεύοντας ὅτι ἔτσι θά κόψει τό σύνδεσμο τοῦ ἀδελφοῦ του μέ τήν εἰδωλολατρεία,[14] ἐνῶ παράλληλα ἐκθέτονται καί οἱ ἀπόψεις τῶν γηγενῶν ἰνδιάνων γιά τούς νεκρούς, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν, πώς οἱ νεκροί δέν φεύγουν καί εἶναι πάντα ἐδῶ, ἀνάμεσα στούς ζωντανούς.[15]
           Ἡ φύση, στό ἔργο αὐτό τοῦ Steinbeck, δένεται μέ τό πεπρωμένο τῶν ἡρώων καί τήν ἐξέλιξη τῆς πλοκῆς τοῦ διηγήματος. Θά πρέπει νά ἀναφερθεῖ ἐδῶ ὅτι αὐτό τό ρεῦμα στήν πεζογραφία, τό ὁποῖο ἐνσωματώνει τή φύση στό χῶρο καί τό χρόνο τῆς πλοκῆς τοῦ μυθιστορήματος, ἐκφράζεται περίπου τήν ἴδια ἐποχή καί στήν Ἑλλάδα μέ ἐκπροσώπους τούς πεζογράφους: Κοσμά Πολίτη, Γιῶργο Θεοτοκά, Ἠλία Βενέζη, Στρατή Μυριβήλη, Ἄγγελο Τερζάκη, Νίκο Καζαντζάκη, Παντελή Πρεβελάκη καί ἐκφράζει συμβολικά τήν αὐτογνωσία μέσα ἀπό τήν ἀλληλεπίδραση φύσης-ἀνθρώπου καί κοινωνίας.
          Στό Σ’ἕναν ἄγνωστο Θεό,  ἡ φύση παρουσιάζεται, ὡς ἕνα γεγονός σημαντικό στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου μέ μεταφυσικές ἰδιότητες καί δυνάμεις, πού συνδέονται μέ τή θρησκευτική προϊστορία τῆς περιοχῆς. Ἡ διαδικασία τῆς κάθαρσης, πού ἐπιλέγει ὁ Steinbeck, γιά τόν κεντρικό του ἥρωα, ἀποδέχεται τήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ τῆς ἀνταπόδοσης καί γι’αὐτό ἡ στιγμή τῆς κορύφωσης ὁλοκληρώνεται μέ τή θυσία του πρός αὐτόν τόν Θεό. Ὁ ἴδιος ἀποτελεῖ τό σημεῖο συνοχῆς φυσικοῦ καί μεταφυσικοῦ καί ἐπιδιώκει τήν ἁρμονία στίς σχέσεις του μέ τή φύση. Θρησκεία, φύση, ἄνθρωπος ἐκφράζονται συνθετικά, ἀλλά καί συγκρουσιακά, καθώς ἡ λειτουργία τῆς φύσης, μέσα ἀπό τό φαινόμενο τῆς ξηρασίας, ἀποτελεῖ γιά τόν ἄνθρωπο τήν ἀπόλυτη καταστροφή. Ἡ φύση ἀνατρέφει τόν ἄνθρωπο, ἐπηρεάζει τήν ψυχοσύνθεσή του, δημιουργεῖ ἡρεμία καί ἐμπιστοσύνη, ἀλλά κατά τρόπο μεταφυσικό ἀνατρέπει καί καταστρέφει τή λογική τῆς ἀνθρώπινης ἰσορροπίας. Ὁ ἥρωας ἐλπίζει πώς θά ξεφύγει. Στοιχεῖα προφητείας καί προσευχῆς δημιουργοῦν ἕνα ἐσωτερικό παράλογο μέ ἀνάμεικτα συναισθήματα φόβου, ἀμφιβολίας καί ὑποταγῆς σέ μιά ἐσωτερική ἐντολή πού δίνει νόημα εὐθύνης ἔναντι τῆς φύσης καί τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ «θεολογία» τοῦ Steinbeck, στό Τά Σταφύλια τῆς Ὀργῆς, ὑπερβαίνει τή σύγκρουση πανθεϊσμοῦ καί μονοθεϊσμοῦ καί ἀναζητεῖ ἀπαντήσεις στό ἐρώτημα περί ὑπάρξεως ἤ μή ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ, μέ ἀναφορές σέ ἕναν  ὁλοκάθαρο ἀγνωστικισμό, μέ ἀντιλήψεις περί ἁμαρτίας, μέ περιγραφές συγκρούσεων ἀνάμεσα σέ πουριτανούς καί κοινωνιστές ἤ καταστάσεις συνειδησιακῆς ἁμαρτωλότητας καί ἐνοχῆς γιά γεγονότα, τά ὁποῖα οἱ ἥρωες προσπαθοῦν νά ἑρμηνεύσουν μέ ἀναφορές καί ἀναγωγές στό μεταφυσικό. Καταλυτική γιά τήν κατανόηση τῆς «θεολογικῆς»  ἀντίληψης τοῦ Steinbeck εἶναι ἡ παρουσία τοῦ πρώην πάστορα, τοῦ Κέϊσι[16], ὁ ὁποῖος συνοδοιπορεῖ μέ τήν οἰκογένεια τῶν Τζόουντ πρός τή «γῆ τῆς ἐπαγγελίας», στό μεγαλύτερο μέρος τοῦ διηγήματος, γιά νά καταλήξει, στό τέλος, δολοφονημένος ἀπό τούς μπράβους τῶν ἀφεντικῶν, ὡς ὁ θεωρούμενος ἡγέτης τῶν συνδικαλιζόμενων ἐργατῶν γῆς.
Στό διήγημα ὑπάρχουν ἀναφορές σέ θρησκευτικά τραγούδια τῆς ἐποχῆς τοῦ μεσοπολέμου, τά ὁποῖα θυμίζουν ἔντονα, παράλληλα τραγούδια τῶν θρησκευτικῶν ὀργανώσεων στήν Ἑλλάδα, στήν μετά τόν 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ἐποχή. Στίς πρῶτες κιόλας σελίδες ὁ πρώην πάστορας βρίσκεται καθισμένος νά τραγουδᾶ τό «Ναί, αὐτό εἶναι τό μωρό μου»:
            «Ναί, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός μου,
            ὁ Σωτήρας μου Χριστός μου,
ὁ Σωτήρας μου ὁ Χριστός.
Ὅπως κι ἄν τά πάρεις ὅλα,
διάβολος δέν εἶναι κιόλα
εἶναι ὁ Σωτήρας μου ὁ Χριστός»,[17]
καί ἀμέσως μετά νά ἐξηγεῖ στόν Τόμ Τζόουντ ὅτι δέν εἶναι πλέον πάστορας, ὁ πάστορας, ὁ ὁποῖος τόν εἶχε βαπτίσει. Θεωρητικά, ἀπό τή στιγμή πού ἔπαψε νά εἶναι πάστορας, ἔπαψε νά εἶναι καί ὁ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ. Κατά περίεργο τρόπο, ὅμως, ἐνῶ ἔχασε τήν πίστη του καί ἔχει μέσα στό κεφάλι του ἕνα σωρό ἁμαρτωλές ἰδέες, ἐν τοῦτοις, τοῦ φαίνεται ὅτι αὐτές εἶναι ἀρκετά λογικές. Τό τί ἐννοεῖ, μιλώντας μέ αὐτό τόν τρόπο, ἀποκαλύπτεται στίς τελευταῖες ἀφηγήσεις τοῦ διηγήματος, ὅταν πλέον ἡγεῖται τῶν φτωχῶν καί τῶν ἀπόκληρων, θεωρώντας πλέον χρέος του νά εἶναι στό πλευρό τῶν κυνηγημένων καί τῶν καταφρονημένων αὐτοῦ τοῦ κόσμου.[18]
  Οἱ ἐπιδράσεις ἀπό τά κείμενα τῶν παραβολῶν καί κυρίως αὐτό τῆς Τελικῆς Κρίσης, ἀλλά καί ἀπό τά κοινωνικά ἐπαναστατικά κινήματα τῆς ἐποχῆς εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό ἐμφανεῖς. Ὁ κοινωνικοποιημένος πάστορας βρίσκει στό τέλος τῆς ζωῆς του τήν ἀπάντηση σ’αὐτό πού ἔθεσε, ὡς ἀπορία, στήν ἀρχή τῆς διήγησης:
«Δέν τό ἄφηνα ἥσυχο τό Εὐαγγέλιο στή γωνιά πού βρισκόταν. Τό ξεφύλλιζα ἀπό δῶ, τό φυλλομετροῦσα ἀπό κεῖ, ὥσπου τό κουρέλιασα. Μοῦ ξανάρχεται καμιά φορά ὁ ζῆλος καί δέν ἔχω τί νά κηρύξω. Εἶμαι καμωμένος γιά νά ὁδηγῶ τούς ἀνθρώπους, καί δέν ἔχω ποῦ νά τούς ὁδηγήσω».[19]
Ἡ ἐσωτερική σύγκρουση ἀνάμεσα σέ ἕνα στρατευμένο θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά ἱερέα ἀπό τή μιά καί ἡ ἀναζήτηση τῆς στράτευσης γιά μιά πιό δίκαιη κοινωνία ἀπό τήν ἄλλη, ὁδηγεῖ τόν πάστορα στήν ἐπιλογή τοῦ κοινωνικοῦ ἀνθρωπισμοῦ:
«Ἔχω χρέος νά πάω νά ἀνταμώσω τόν κοσμάκη πού ξεχύθηκε στίς δημοσιές. Νιώθω πώς ἔχω χρέος νά πάω νά τούς ἀνταμώσω. Ἔχουν ἀνάγκη ἀπό μιά βοήθεια πού κανένα θρησκευτικό κήρυγμα δέν μπορεῖ νά τούς δώσει. Τί νά ἐλπίσουν στήν ἄλλη ζωή, ὅταν τούτη ἐδῶ κατάντησε ἀβάσταχτη; Τί νά τό κάνουν τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν τό δικό τους βρίσκεται σέ ἀπελπισία καί θλίψη; Θά’χουν ἀνάγκη ἀπό βοήθεια. Ἔχουν ἀνάγκη νά ζήσουν, ὥσπου νά’ρθει ἡ στιγμή ν’ἀντιμετωπίσουν τό θάνατο».[20]
Κατ’αὐτόν τόν τρόπο, ἀπορρίπτονται, γιά μιά ἀκόμη φορά, οἱ θεσμικές ἐκπροσωπήσεις τῶν θρησκειῶν καί τή θέση τους παίρνουν ἐκφράσεις καί σύμβολα πού ἔχουν ἀναφορά τόν ἄνθρωπο, ἔτσι, ὅπως τόν ἀντιλαμβάνεται ὁ Steinbeck. Ἡ ἀπόλυτη ἀποστροφή, ὑπάρχει στή διήγηση τοῦ περιστατικοῦ, κατά τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, ὅπου ὁ πάστορας ἀρνεῖται νά τόν ἀποκαλοῦν πλέον «παπά» καί σιωπᾶ ἀποδεχόμενος τήν ὀνομασία «ἄνθρωπος», χωρίς νά ξεχνᾶ πώς εἶναι στρατευμένος σέ μιά συγκεκριμένη ἀποστολή:
«...ἴσως κάπου νά ὑπάρχει δουλειά γιά ἕναν πάστορα. Ἴσως νά μπορέσω πάλι νά κηρύξω. Ἄνθρωποι ἔρημοι πάνω στίς δημοσιές, ἄνθρωποι δίχως ἕνα δικό τους στέκι γιά ν’ἀκουμπήσουν. Πρέπει ν’ἀποκτήσουν κάποιο στέκι. Ἴσως...».[21]
Αὐτό, τό ὁποῖο πρέπει νά ἰσχύει ἔτσι ὥστε ἡ Θεία Χάρις καί ὁ ζῆλος τῆς πίστης πρός τόν Θεό νά ἔχουν ἀνθρωποκοινωνικές προβολές εἶναι ἡ ἀγάπη:
«Τόσο πολύ ἀγαπῶ τούς ἀνθρώπους, πού δέν μπορῶ νά κρατηθῶ κάποιες φορές»
Μιά ἀγάπη, ἡ ὁποία κατά τόν Steinbeck ἀποτελεῖ ἠθικό χρέος πρός ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, ἀκόμη καί ὅταν αὐτή ἡ ἴδια γίνεται αἰτία ἄρνησης τοῦ ἴδιου τοῦ Ἰησοῦ:
«Δέν ἀγαπᾶς τόν Ἰησοῦ; Ὄχι, δέν γνωρίζω κανέναν πού νά τόν λένε Ἰησοῦ. Ἔχω ἀκούσει ἕνα σωρό ἱστορίες γιά δαῦτον, μά ἐγώ ἀγαπῶ μονάχα τούς ἀνθρώπους. Εἶναι σαφές πώς τούς ἀγαπῶ τόσο πολύ, πού δέν κρατιέμαι καί θέλω νά τούς κάνω εὐτυχισμένους, καί γιά τοῦτο τούς κατηχῶ σέ πράγματα, πού, κατά τήν ἰδέα μου, θά τούς κάνουν εὐτυχισμένους».[22]
γιά νά κάνει ἕνα βῆμα ἀκόμη παραπέρα λέγοντας:
«Σκέφτηκα πάνω στό Ἅγιο Πνεῦμα καί στήν ὁδό τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἴσως, αὐτό πού ἀγαποῦμε νά’ναι οἱ ἄνθρωποι΄ ἴσως, αὐτό νά’ναι τό Ἅγιο Πνεῦμα -τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου- τό πνεῦμα ὁλάκερης τῆς ἀνθρωπότητας. Ἴσως ἡ ἀνθρωπότητα νά’χει μιά συνολική ψυχή καί ὁ κάθε ἄνθρωπος νά’ναι ἕνα κομμάτι ἀπό τήν ψυχή αὐτή».[23]
Εἶναι ἐμφανές ὅτι ἐδῶ γίνεται προσπάθεια ἑνοποίησης θεολογίας καί ἀνθρωπολογίας μέσα ἀπό συμβολισμούς, οἱ ὁποῖοι ἐξυπηρετοῦν  τίς εὐαισθησίες καί τίς ἀνησυχίες τοῦ συγγραφέα, καθώς ὁ ἴδιος ὁ συγγραφέας, σέ ἄλλα σημεῖα, δέν φαίνεται νά συμφωνεῖ μέ τίς κυρίαρχες θεσμικές ἐκφράσεις καί παρουσίες τῶν θρησκειῶν:
«Τά πιό πολλά κηρύγματα τῆς θρησκείας ἔχουν σχέση μέ τούς φτωχούς πού ὑπάρχουν στόν κόσμο, καί ἄν εἶσαι ἀδέκαρος, ἔ, κάτσε καί περίμενε νά πεθάνεις γιά νά φᾶς στόν ἄλλο κόσμο παγωτό μέσα σέ μαλαματένια πιάτα».[24] 
Ἀντιλήψεις περί θρησκείας, ἀπό τίς ὁποῖες εἶχαν ἐπηρεαστεῖ οἱ περισσότεροι τῶν διανοουμένων ἐκείνη τήν ἐποχή.
          Ἡ προσευχή τοῦ πάστορα, πρίν τό φαγητό, θυμίζει ἔντονα, στήν εἰσαγωγή της, τό μεγάλο Ἱεροεξεταστή τοῦ Ντοστογιέφσκυ στούς Ἀδελφούς Καραμαζώφ. Καί στίς δύο περιπτώσεις ὑπάρχουν ἀναφορές στίς προσπάθειες μίμησης τοῦ Ἰησοῦ μέ τίς φράσεις:
«κι ἐγώ κουράστηκα ὅπως Ἐκεῖνος, κι ἐγώ τά μπέρδεψα ὅπως Ἐκεῖνος, κι ἐγώ πῆγα στήν ἔρημο ὅπως Ἐκεῖνος».[25]
Ἡ συνέχεια, ὅμως, εἶναι ριζικά διαφορετική, καθώς στήν περίπτωση τοῦ πάστορα οἱ στοχασμοί, γιά τό ἠθικό καί κοινωνικό χρέος τῆς δίκαιης κοινωνίας καί τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας συγχέονται μέ τήν προσευχή. Ἑνότητα καί ἱερότητα τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, τῆς φύσης, ἀναλογικά ὅμοια περίπτωση μέ αὐτή τοῦ ἁγίου Φραγκίσκου τῆς Ἀσσίζης:
«Κάποτε κιόλα προσευχόμουν, ὅπως τό συνήθιζα πάντα. Μόνο πού δέν μποροῦσα νά βρῶ γιά ποιόν ἤ γιατί προσευχόμουν. Τά βουνά τριγύρω, ἐγώ μές στά βουνά, καί δέν ἤμασταν πιά χωρισμένοι ὅπως πρωτύτερα. Ἤμασταν ἕνα. Καί στοχαζόμουν πόσο ἱεροί ἤμασταν ἔτσι, πού εἴχαμε γίνει ἕνα, καί πώς ἡ ἀνθρωπότητα ἦταν ἱερή, σάν ἦταν καί αὐτή ἕνα.[26] Καί πώς γίνεται ἀνίερη μονάχα ὅταν κάποιος παλιανθρωπάκος πού τόν τσιμπᾶ ἡ μύγα βαλθεῖ νά κάνει τά δικά του, κλοτσώντας καί τσινίζοντας΄ καί ἀναστατώνοντας τόν κόσμο. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος χαλνᾶ τήν ἱερότητα. Ὅμως, ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐργάζονται μαζί, ὄχι ὁ ἕνας νά δουλεύει γιά τόν ἄλλο, μά ὅταν ὁ καθένας νιώθει τόν ἑαυτό του ζεμένο στήν ὀμαδική προσπάθεια – τότε αὐτό εἶναι καλό, εἶναι ἱερό. Καί τότε συλλογίστηκα πώς δέν ξέρω κἄν μέ ποιό νόημα λέω τή λέξη «ἱερός»... Δέν μπορῶ πιά νά προσευχηθῶ, ὅπως προσευχόμουν νωρίτερα. Χαίρομαι τήν ἱερότητα τοῦ κολατσιοῦ. Χαίρομαι τήν ἀγάπη πού βλέπω ἐδῶ μέσα. Τίποτ’ἄλλο».[27]
          Αὐτή ἡ προσευχή-στοχασμός δημιουργεῖ περίεργα αἰσθήματα στούς συγκεντρωμένους, οἱ ὁποῖοι διακρίνουν ὅτι μιά τέτοια ἀναφορά δέν ἀποτελεῖ προσευχή, ὅπως οἱ προσευχές, πού γνωρίζουν καί πού ἔχουν ἀκούσει μέχρι τότε. Ἡ σκέψη τους εὔκολα ὁδηγεῖται καί λόγο τῆς καλῆς γνώσης τῆς Βίβλου πού ἔχουν μέσα ἀπό τή συνεχή μελέτη,[28] στόν χαρακτηρισμό τοῦ πάστορα ὡς προφήτη:
«Λές καί εἶναι σάν προφήτης. Ἔχει ἐκείνη τή ματιά πού λένε πώς διαβάζει μέσα σου. Σίγουρα εἶναι σάν προφήτης. Καί περπατάει μέ τό κεφάλι του σκυφτό, δίχως νά τηράει τή γῆς. Εἶναι προφήτης».[29]
Ὁ ἴδιος ξεκαθαρίζει γιά τό ποιά θά εἶναι ἡ πορεία του ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς, καθώς δέν δέχεται πλέον οὔτε νά λειτουργεῖ οὔτε νά βαπτίζει:
«Δέν θά βαπτίζω. Θά δουλέψω στά χωράφια, στά πράσινα χωράφια καί θά βρίσκομαι κοντά σούς ἀνθρώπους. Δέν θά πασχίσω νά τούς κάνω διδαχή. Θά πασχίσω νά διδαχθῶ ἐγώ. Θά διδαχθῶ γιά ποιό λόγο πῆραν τῶν ὀματιῶν τους τόσοι ἄνθρωποι, θά τούς ἀκούσω νά κουβεντιάζουν, θά τούς ἀκούσω νά τραγουδοῦν. Θά ἀφουγκραστῶ τά ἀντρόγυνα τή νύκτα σάν θά ντουκουντίζουν πάνω στό στρῶμα. Θά τρώγω μαζί τους καί θά διδαχθῶ. Θά ξαπλώσω πάνω στό γρασίδι, μέ τήν καρδιά στό χέρι καί μέ εἰλικρίνεια γιά ὅποιον μέ καταδέχεται. Θά βλαστημάω κι ἐγώ, καί θ’ἀκούω τήν ποίηση πού ἔχουν οἱ κουβέντες τῶν ἀνθρώπων. Αὐτά ὅλα εἶναι πράγματα καλά... Κήρυγμα εἶναι νά λές στόν κόσμο φουσκωμένα λόγια... Κήρυγμα εἶναι νά ζαλίζεις τούς ἀνθρώπους... νά ζαλίζεις ἕναν ἄνθρωπο πού τόν ἔχεις ἀπό κάτω σου καί δέν μπορεῖ νά σέ βαρέσει στό σταυρό».[30]
Σιγά-σιγά, ὁ λόγος τοῦ πάστορα γίνεται πιό κοινωνικός καί πιό ριζοσπαστικός, καθώς χάνονται, μέσα στίς κοινωνιολογικές καί ἰδεολογικές του προσεγγίσεις, ἀναφορές σχετικές μέ τόν Θεό:
«Ἔχω γυρίσει τόν τόπο. Ὅλοι ρωτοῦν τό ἴδιο. Ποῦ θά φτάσουμε; Κατά τή γνώμη μου, δέ θά φτάσουμε ποτέ μας πουθενά. Πάντα σέ πορεία. Θά βρισκόμαστε ἀκατάπαυστα σέ πορεία. Γιατί δέν κάθονται νά τά σκεφθοῦν οἱ ἄνθρωποι; Τώρα ἔχουμε ξεσήκωμα. Οἱ ἄνθρωποι ξεσηκώθηκαν. Ξέρουμε τό πῶς καί τό γιατί. Ξεσηκώθηκαν, γιατί βρέθηκαν στήν ἀνάγκη. Πάντα γιά τήν ἴδια αἰτία ξεσηκώνονται οἱ ἄνθρωποι. Ξεσηκώνονται γιατί θέλουν κάτι καλλίτερο ἀπ’ὅ,τι ἔχουν. Καί μόνο μέ αὐτόν τόν τρόπο μποροῦν νά τό ἀποκτήσουν. Ἀπ’τόν κατατρεγμό ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι σέ ἀπελπισία καί ἐπαναστατοῦν».[31]
Στή συνέχεια ὁ λόγος του γίνεται ὅλο καί πιό ρεαλιστικός καί ὀρθολογικός:
«Ἐμένα πού μέ βλέπεις, εἶχα βαλθεῖ μέ ὅλα μου τά δυνατά νά πολεμήσω τόν διάβολο, γιατί φανταζόμουν πώς ὁ διάβολος ἦταν ὁ ἐχθρός»,[32]
ἀλλά ὅλο καί περισσότερο ἀγνωστικιστικός:
          «Δέν ξέρω τί νά παρακαλέσω οὔτε ποιόν νά παρακαλέσω».[33]
ὅλο καί περισσότερο κοινωνικός:
«-Ἕναν καιρό, καί ἐγώ ὅ ἴδιος φανταζόμουν πώς οἱ προσευχές κόβουν τήν πείνα. Ξετύλιγα μιά προσευχή σέ ὅλο της τό μάκρος, καί ὅλες οἱ στεναχώριες κολλοῦσαν πάνω της, ὅπως κολλᾶν οἱ μῦγες πάνω στό μυγόχαρτο καί ἡ προσευχή ἁρμένιζε, παίρνοντας, μαζί της ὅλες τίς στεναχώριες. Μά δέ φελᾶνε πιά οἱ προσευχές.
-Οἱ προσευχές δέν προμηθέψανε ποτέ κρέας καί λαρδί. Γιά τό κρέας καί γιά τό λαρδί χρειάζονται γουρούνια.
-Ναί. Καί ὁ Μεγαλοδύναμος δέν καλλιτέρεψε ποτέ του τά μεροκάματα. Οἱ ἄνθρωποι μᾶς ζητᾶνε νά ζήσουν μιά ζωή πρεπούμενη καί νά ἀναθρέψουν τά παιδιά τους. Καί σάν γεράσουν πιά, νά κάθονται στήν πόρτα τους καί νά ἀγναντεύουν τό ἡλιοβασίλεμα. Κι ὅσο εἶναι νέοι, νά χορεύουν, νά τραγουδοῦν καί νά πλαγιάζουν μαζί. Θέλουν νά τρῶνε, νά μεθοῦν καί νά δουλεύουν. Αὐτό εἶναι: Νά δουλεύουν μέ τά χέρια τους καί νά κουράζονται ἀπ’τή δουλειά. Χριστέ μου! Τί κάθομαι καί λέω;».[34]
Στό κεφάλαιο 14 τοῦ 1ου τόμου, ὁ Steinbeck καταθέτει τό ἰδεολογικό καί ἀνθρωπολογικό του μανιφέστο. Ὁ ἄνθρωπος περιγράφεται ὡς νοῦς πού λαχταρᾶ νά δημιουργήσει, ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή πού δημιουργεῖ ξεπερνᾶ αὐτό τό ὁποῖο δημιούργησε εἴτε τεχνικό εἴτε ἐθνικό εἴτε θρησκευτικό εἴτε οἰκολογικό. Ὁ Συνειδητός ἄνθρωπος, εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού ἀγωνίζεται καί πεθαίνει γιά μιά ἰδέα, γιατί αὐτή καί μόνο ἡ ἰδιότητα, εἶναι τό θεμέλιο τοῦ Ἀνθρωπίνου Συνειδητοῦ, καί αὐτή καί μόνο ἡ ἰδιότητα κάνει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἕνα ὄν ξεχωριστό μέσα στό σῦμπαν. Οἱ ἀπόψεις του, περί ἰδιοκτησίας, βρίσκονται στίς παρυφές τῆς μαρξιστικῆς οὐτοπίας, καθώς ἡ γῆ καί τά μέσα παραγωγῆς θά πρέπει νά ἀνήκουν σέ ὅλους, ἡ γῆ νά εἶναι δική μας καί τό τραπέζι νά εἶναι δικό μας καί ὄχι δική μου καί δικό μου. Ἡ ἐκβιομηχάνιση τῆς γεωργίας πού ἀκολούθησε τό κράχ τοῦ 29 ὁδήγησε σέ ἀπόγνωση τούς μικροκαλλιεργητές γεωργούς, οἱ ὁποῖοι, ἀδυνατώντας νά ἐξοφλήσουν τήν Κτηματική Τράπεζα, ἔχασαν τίς περιουσίες τους καί ὁδηγήθηκαν σέ ἐσωτερική μετανάστευση πρός τήν Καλιφόρνια, ὑποκύπτοντας σέ πρακτικές ἐκμετάλλευσης καί ἐξαθλίωσης. Αὐτή ἡ κατάσταση, κατά τόν Steinbeck, ἔχει μία καί μόνη διέξοδο. Τό πέρασμα τοῦ ἐξαθλιωμένου καί πεινασμένου ἀπό τό «ἐγώ» στό «ἐμεῖς». Στήν κατανόηση τῆς αἰτίας καί τοῦ ἀποτελέσματος. Ἡ αἰτία εἶναι ἡ κατοχή τῶν ἀγαθῶν καί ἡ πλεονεξία τῶν ἰδιοκτητῶν καί τῶν πλουσίων. Τό ἀποτέλεσμα, ὁ Πέϊν, ὁ Μάρξ, ὁ Τζέφερσον, ὁ Λένιν, ἡ δράση.[35]
Στό κεφάλαιο 20, ἡ δράση παίρνει περιεχόμενο συγκεκριμένο καί ταυτίζεται μέ τήν ἔννοια τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς διατήρησης τῆς ἀνθρωπιᾶς. Αὐτή ἡ ἀνθρωπιά σημαίνει ἀντίσταση σέ ὁποιονδήποτε ἐπιβουλεύεται τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια, ἀκόμη καί ἄν αὐτός εἶναι ἀστυνομικός.[36] Ἡ ἐλπίδα γιά μιά ἀνθρώπινη κοινωνία, ὅπου οἱ ἄνθρωποι θά ζοῦν μέ δικαιοσύνη καί ἀξιοπρέπεια, θά κατατεθεῖ, ὡς σύστημα κοινωνικῆς ὀργάνωσης στά ἑπόμενα κεφάλαια, μέσα ἀπό τήν λειτουργία ἑνός συνοικισμοῦ μεταναστῶν καί καταφρονημένων ἐργατῶν, ὅπου τά πάντα λειτουργοῦν μέ ἔννοιες αὐτοδιαχείρησης καί αὐτοοργάνωσης.[37] Ἡ κοινωνική οὐτοπία εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό ἐμφανής καί στηρίζεται, ὅπως, ἄλλωστε, στούς περισσότερους κοινωνικούς διανοητές στή λαϊκή δράση καί τή μαζική συμμετοχή. Ἡ ἀντίσταση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι σέ πρακτικές πού καταπατοῦν τήν ἀξιοπρέπειά του εἶναι αὐτή πού «θεριεύει» τόν ἀγώνα κατά τῶν πλουσίων μεγαλοϊδιοκτητῶν καί τσιφλικάδων. Ἡ ἀπόπειρα μίμησης τῶν Thomas More καί Karl Marx στηρίζεται στήν ἐλπίδα πώς:
«οἱ πλούσιοι ἔρχονται μιά στόν κόσμο καί πεθαίνουν καί τά παιδιά τους δέν ἀξίζουν τίποτα, καί πεθαίνουν καί αὐτά. Μά ἐμεῖς δέν θά στερέψουμε ποτέ... Ἔρχονται ἄλλοι καιροί, τά πράγματα θ’ἀλλάξουν... Τραβᾶμε πάντα ἐκεῖ πού θέλουμε, ἀκόμη κι ἄν χρειάζεται νά συρθοῦμε χάμω γιά νά βροῦμε τό δίκιο μας».[38]
          Ἔτσι, ὁ φτωχός ἀρχίζει νά περιπλανιέται καί στήν περιπλάνησή του, στήν πορεία του πρός τήν ἀναζήτηση τοῦ ἄρτου τοῦ ἐπιούσιου. Στήν ἔξοδό του ἀπό τή μιζέρια, δημιουργεῖται ἕνας λαός νομαδικός πού τριγυρίζει, ψάχνοντας γιά δουλειά, διατηρώντας ἕνα ὀξύ αἰσθητήριο: πόσο γελοία εἶναι ἡ βιομηχανοποίηση τῆς ζωῆς.[39] Μετανάστες στόν ἴδιο τόν τόπο τους, πεινασμένοι καί ἐξαθλιωμένοι, ἀντιμέτωποι μέ τό ἴδιο τους τό ἔθνος, τούς ἴδιους τούς συμπατριῶτες τους, τούς μεγαλοϊδιοκτῆτες συμπατριῶτες τους. Χαρακτηρισμένοι ὡς Ὄκιοι, θεωρούμενοι ὡς ἀμόρφωτοι, ἔκφυλοι, κολασμένοι, κλέφτες, μολυσμένοι, ἀπέναντι σέ ὀργανωμένους σέ οὐλαμούς μέ ὅπλα καί κονταρόξυλα ντόπιους συμπατριῶτες τους, θυμίζουν τήν μεταγενέστερη καζαντζάκεια διηγηματογραφία τῶν προσφύγων πού ζητοῦν ἕνα κομμάτι ψωμί ἀπό τούς ὁμόθρησκους καί ὁμοεθνεῖς κατοίκους τῆς Λυκόβρυσης καί ἀντ’αὐτοῦ εἰσπράτουν τήν ὀργανωμένη ἐπίθεσή τους. Ὅμως, ἡ πείνα γεννᾶ θυμό. Θυμό γιά τόν ἀποθηκευμένο πλοῦτο στά χωράφια καί στίς σιταποθῆκες ἀπό τή μιά καί στά ραχιτικά παιδιά τῆς φτωχολογιᾶς μέ τίς φουσκάλες τῆς πελάγρας ἀπό τήν ἄλλη.
Steinbeck βάζει τά ἑξῆς λόγια στό στόμα τοῦ πάστορα καί τά ὁποῖα θυμίζουν κατά πολύ τίς ἀπόψεις τῶν Πατέρων γιά τούς πλουσίους:
«Ἄν ἔχει ἀνάγκη ἕνα ἑκατομμύριο στρέμματα γιά νά νιώσει πλούσιο τόν ἑαυτό του, φαντάζομαι πώς τό ἔχει ἀνάγκη, γιατί νιώθει μέσα του τρομερά φτωχός, κι ἄν εἶναι μέσα του φτωχός, ὅσα ἑκατομμύρια στρέμματα καί ἄν ἔχει, δέ θά τόν κάνουν νά νιώσει πλούσιος, πλούσιος, ὅπως, ἡ κυρία Γουίλσον, τότε πού ἔδωσε τό τσαντίρι της σάν πέθανε ὁ παππούς. Δέν πασχίζω νά κάνω κηρύγματα τούτη τή στιγμή, μά δέν εἶδα ποτέ μου ἄνθρωπο πού νά καταγίνεται νά μαζώνει πλούτη καί νά μήν εἶναι ἀπογοητευμένος»[40]
καί σέ ἄλλο σημεῖο:
«Παρακαλέστε τόν Θεό νά’ρθει μιά μέρα πού οἱ καλοί ἄνθρωποι νά μήν εἶναι ὅλοι τους φτωχοί. Παρακαλέστε τόν Θεό νά’ρθει μιά μέρα πού ἕνα παιδάκι θά μπορεῖ νά τρώει».[41]
         
1.1. Κοινότητα αὐτοδιαχείρισης.
Steinbeck, προτείνει, ὡς κοινωνικό μοντέλο ἀντιμετώπισης τῆς φτώχειας, τήν αὐτοδιαχείριση ἀπό τούς φτωχούς κοινοτήτων, οἱ ὁποῖες, ὑπό τήν κρατική ἐπίβλεψη καί ἐπιστασία καί τήν μερική χρηματοδότηση, θά φροντίζουν γιά τή θεραπεία καί τήν ἀνακούφιση τῶν ἀνθρώπων ἀπό φαινόμενα κοινωνικῆς ἀδικίας. Ἡ δομή καί ἡ ὀργάνωση θυμίζει ἄλλες οὐτοπικές ἀνθρώπινες προτάσεις γιά κοινωνική ὀργάνωση μέ βάση τήν ἰσότητα καί τήν ἰσοτιμία τῶν ἀνθρώπων, ὅπως αὐτές τοῦ Δημοκρίτου, τῆς Πολιτείας τοῦ Πλάτωνα, τῶν Στωϊκῶν, τῆς Οὐτοπίας τοῦ Thomas More, τοῦ Saint-Simon.
Στήν αὐτοδιαχειριζόμενη κοινότητα ὑπάρχει Κεντρική Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἐκλέγεται ἀπό τούς ἴδιους καί εἶναι ὑπεύθυνη γιά τήν τάξη καί τήν ὀργάνωσή της. Ὑπάρχει, ἐπίσης, ἐπιτροπή γυναικῶν ἡ ὁποία φροντίζει γιά τά θέματα τῶν γυναικῶν καί τῶν παιδιῶν. Κυρίως, ὅμως, δέν ὑπάρχει ἀστυνομία καί κανένας ἀστυνομικός δέν ἔχει τό δικαίωμα νά εἰσέλθει στήν κοινότητα χωρίς ἔνταλμα. Στούς παραβάτες γίνονται συστάσεις καί ἄν δέν ὑπάρξει συμμόρφωση τότε ἀποβάλλονται τῆς κοινότητας.
          Οἰκονομικά, ὁ καθένας φροντίζει γιά τόν ἑαυτό του καί δέν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς κοινοκτημοσύνης ἤ μιᾶς κομμουνιστικῶς ὀργανωμένης κοινωνίας. Γι’αὐτούς πού δέν ἔχουν χρήμματα καί πεινᾶνε ὑπάρχει πίστωση πέντε δολλαρίων γιά τρόφιμα μέ ἐγγυητή τήν κοινότητα.[42] Ὅποιος δέν μπορεῖ νά πληρώσει τό ἐνοίκιο προσφέρει  προσωπική ἐργασία σέ ἔργα κοινῆς ὠφελείας μέσα στήν κοινότητα. Τό ὅλο ἐγχείρημα φαίνεται νά εἶναι ὑπό κρατική μέριμνα καί ἐπίβλεψη. Ὑπάρχουν χῶροι ὑγειινῆς γιά ἄνδρες καί γυναῖκες μέ τρεχούμενο ζεστό νερό. Νοσοκόμοι ἐπισκέπτονται τακτικά τήν κοινότητα γιά συμβουλές. Χῶρος γιά τή θρησκεία καί παρουσία θρησκευτικῶν παραγόντων ὑπάρχει μόνο καί ἐφ’ὅσον οἱ πάστορες πού ἔρχονται νά κηρύξουν δέν ζητοῦν χρήμματα γιά τίς ἱεραποστολές.[43]

          2. Λατρεία, σύμβολα, θάνατος.
        Steinbeck μέ πολύ χαρακτηριστικό τρόπο στέκεται, ἐπίσης, ἐπικριτικά σέ ὅτι ἔχει σχέση μέ τίς τελετουργίες καί τή λατρεία. Περιγράφει μέ προσωπική ἀπέχθεια τό τελετουργικό τοῦ γάμου στήν Ἐκκλησία τῶν Διαμαρτυρομένων, κατανοεῖ τό γεγονός ὅτι ὁ φόβος ὁδηγεῖ πολλές φορές  τούς ἀνθρώπους στήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ γιά συμπαράσταση καί παρηγοριά καί εἰρωνεύεται (παρ’ὅτι ὁ ἴδιος Προτεστάντης) τήν ἀπουσία θρησκευτικῶν συμβόλων καί εἰκόνων στούς Προτεστάντες.[44] Αὐτή ἡ ἀπουσία ἀπογοητεύει τό θρησκευόμενο ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ σέ ἐκτροπή ἀπό τό θρησκευτικό γεγονός:
«Κάτι δέν πάει καλά ἐδῶ» σκέφτηκε. «Γιατί νά ὑποστοῦμε ὅλα αὐτά γιά νά βροῦμε τό γάμο μας; Ἐδῶ στήν ἐκκλησία σκέφτηκα πώς ὑπάρχει μιά ὀμορφιά πού μπορεῖ νά τή βρεῖς, ἀλλά ἦταν μόνο μιά σατανική λατρεία».[45]
Ἡ ἀναζήτηση τοῦ συμβόλου, τοῦ θρησκευτικοῦ συμβόλου, ἐμφανίζεται καί ἱκανοποιεῖται τελικά μέσα ἀπό τό ἄκουσμα τῆς καμπάνας. Ὁ Τζόζεφ νιώθει ἐξιλεωμένος ἀπό τή θανατική καί πνικτική ἀτμόσφαιρα τοῦ γάμου, αἰσθανόμενος τήν παρουσία τῆς φύσης μέσα ἀπό τό σιδερένιο ἦχο τῆς καμπάνας:
«Αὐτό εἶναι κάτι δικό μου καί τό καταλαβαίνω. Ἀγαπημένες καμπάνες πού βροντοκτυπᾶτε τό κορμί σας μέ τή ξετρελαμένη καρδιά σας! Εἶναι οἱ μπαγκέτες τοῦ ἥλιου, πού κτυποῦν τήν καμπάνα τοῦ οὐρανοῦ μές στό πρωϊνό΄ εἶναι καί ὁ μουντός κτῦπος τῆς βροχῆς πάνω στή φουσκωμένη κοιλιά τῆς γῆς-φυσικά, τό ξέρω-αὐτό πού μαστιγώνει τόν παιδεμένο ἀέρα ἀστραπές... Οἱ καμπάνες εἶναι καλές... Οἱ καμπάνες εἶναι οἱ ἱερές».[46]
Ἡ ἀναζήτηση τοῦ συμβόλου ἀπό τόν ἄνθρωπο γίνεται, κατά τόν Steinbeck, ἐπιτακτική ἀνάγκη γιά τόν ἄνθρωπο πού ἀναζητᾶ τούς λόγους τῆς ὕπαρξής του, ἤ ἀναζητᾶ νά δώσει σημασία καί ἔννοια στίς ὑπαρξιακές του ἀναζητήσεις:
«Ὁ Χριστός πού σταυρώθηκε, ἴσως, νά εἶναι περισσότερο ἀπό ἕνα σύμβολο τοῦ κάθε πόνου. Μπορεῖ νά περιέχει στ’ἀλήθεια ὅλο τόν πόνο. Κι ἕνας ἄνθρωπος πού στέκεται στήν κορφή ἑνός λόφου μέ τά μπράτσα του ὀρθάνοικτα, ἕνα σύμβολο τοῦ συμβόλου, κι αὐτός μπορεῖ νά εἶναι μιά δεξαμενή ὅλου τοῦ πόνου πού ἔχει ποτέ ὑπάρξει... Ὁ Χριστός στό λίγο διάστημα πού ἔμεινε καρφωμένος, εἶχε μέσα στό σῶμα Του ὅλο τόν πόνο πού εἶχε ποτέ ὑπάρξει, καί μέσα Του ἦταν ἀτάραχος».[47]
Δέν κάνει πάντως τό ἴδιο, ὅταν πρόκειται γιά τό γεγονός τοῦ θανάτου, τό ὁποῖο συνδέει ἀπόλυτα μέ τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Steinbeck συνδυάζει τήν τραγικότητα τοῦ γεγονόνος μέ τήν ἀναγκαιότητα, πού αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος, αὐτή τή στιγμή, νά ἀπευθυνθεῖ στόν Θεό, νά νιώσει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἐπίμονος ἀγνωστικισμός τοῦ πάστορα,[48] ὑποχωρεῖ μπροστά στήν πεισματική καί ἀπαιτητική συμπεριφορά τῆς γιαγιᾶς γιά προσφυγή στήν προσευχή, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν ὕστερη πλέον ἐλπίδα ζωῆς. Ἡ ὑστερική συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου, πού βλέπει ὅτι τό ἀγαπημένο του πρόσωπο, ὁ σύντροφος τῆς ζωῆς του χάνεται, ὁ πανικός, ὁ ὁποῖος ἐκδηλώνεται λόγο τῆς ἀπόλυτης ἀδυναμίας τοῦ ἀνθρώπου νά ἀντισταθεῖ στό δεδομένου τοῦ θανάτου ἀναγκάζει τόν πάστορα νά ὑποχωρήσει καί νά ἀρχίσει νά ἀπαγγέλει τό «Πάτερ ἡμῶν» μέσα ἀπό διακοπές, οἱ ὁποῖες ὀφείλονταν εἴτε στόν ἐπιθανάτιο ρόγχο τοῦ ἐτοιμοθάνατου εἴτε στήν ἐκστατική προσευχιτική συμμετοχή τῆς γιαγιᾶς στήν ἀπαγγελία:
«Μιά προσευχή. Ἐσένα μιλῶ-μιά προσευχή. Μιά προσευχή, σοῦ λέω». Ἡ Σέρι προσπαθοῦσε νά τήν κρατάει σέ ἀπόσταση. «Πές μιά προσευχή, καταραμένε!» φώναξε ἡ γιαγιά.
Ὁ Κέϊσι (πάστορας) τήν κοίταξε γιά μιά στιγμή. Ἡ στριγκιά ἀνάσα ἔβγαινε πιό ἠχερή καί ἀκανόνιστη. «Πάτερ ἡμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τό ὄνομά σου...».
«Δόξα ἐν ὑψίστοις!» φώναξε ἡ γιαγιά.
«Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου, γεννηθήτω τό θέλημά σου... ὡς ἐν οὐρανῷ... καί ἐπί τῆς γῆς...».
......................................
«Ἀλληλούια!» εἶπε ἡ γιαγιά. «Λέγε παρακάτω».
«Ἀμήν» εἶπε ὁ Κέισι.[49]
Πρός τό τέλος τοῦ διηγήματος, Σ’ἕναν ἄγνωστο Θεό, ὁ Τζόζεφ παρ’ὅτι ἀρνεῖται τήν ὑπάρξη λατρείας καί τελετουργικῶν πράξεων, ἐπισκέπτεται τόν ρωμαιοκαθολικό ἱερέα τῆς περιοχῆς, γιά νά τόν πείσει νά κάνει προσευχή λιτανείας. Ὁ ἱερέας θεωρεῖ ὅτι ὁ Τζόζεφ μετανόησε γιά τήν ἐκτροπή του πρός τήν εἰδωλολατρεία, ὅμως, ἡ ἐμμονή τοῦ δευτέρου, γιά προσευχή μέ σκοπό τή σωτηρία τῆς γῆς, ὁδηγεῖ τελικά σέ σύγκρουση καί ὁ Τζόζεφ ἐπιστρέφει στόν τόπο τῆς ξηρασίας.[50]Steinbeck ἐδῶ δίνει προτεραιότητα στήν φύση καί ὄχι στήν ψυχή, ἐνῶ τόν ἴδιο δρόμο φαίνεται ὅτι ἀκολουθεῖ καί στό Σταφύλια τῆς Ὀργῆς. Ἐκεῖ, ὅμως, ὁ ἱερέας μετατρέπεται σέ ἕνα ριζοσπάστη κοινωνιστή καί ἀνθρωπιστή, ὁ ὁποῖος ἐνδιαφέρεται ἀποκλειστικά γιά κοινωνική δικαιοσύνη, ἐνῶ ἐδῶ ὁ ἥρωας μετατρέπεται σέ «ἱερέα» τῆς φύσης γιά τή σωτηρία της. Οἱ Ἰνδιάνοι, πού διαισθάνονται τό νέο του ρόλο, τόν καλοῦν στό σπίτι τους καί παρ’ὅτι ἐκχριστιανισμένοι τοῦ ζητοῦν νά εὐλογήσει τό μωρό τους, δίνοντάς σέ αὐτό τό ὄνομά του.[51] Ὁ ἴδιος ἀντιλαμβάνεται καί ἀποδέχεται  τό νέο του ρόλο, αὐτοῦ τοῦ «ἱερέα» τῆς φύσης καί θυσιάζει ἕνα μοσχάρι γιά τή σωτηρία της.. Ὅταν, ὅμως, συνειδητοποιεῖ ὅτι κάτι τέτοιο δέν ἀρκεῖ, τότε ἐπιστρέφει στό βράχο-βωμό καί θυσιάζει τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Ὁ Steinbeck δέ διευκρινίζει ἄν μιά τέτοια πράξη ἦταν ἀποτέλεσμα συνειδητῆς ἐπιλογῆς ἤ  ἀποτέλεσμα ψυχικῆς διαταραχῆς τοῦ ἥρωα ὑπό τήν πίεση τῆς ἀνάγκης γιά σωτηρία τῆς φύσης. Στό τέλος ὁ ἥρωας ταυτοποιεῖται μέ τή φύση καί τά φυσικά φαινόμενα, μέ τή βροχή, τῆ γῆ, τό χορτάρι. Ἡ βροχή ἔρχεται καί οἱ ἄνθρωποι εὐτυχισμένοι ἐπιδίδονται σέ παλαιά παγανιστικά καί εἰδωλολατρικά ἔθιμα βάζοντας κατά μέρος τή χριστιανική πίστη καί ἠθική. Ὁ ρωμαιοκαθολικός ἱερέας αἰσθάνεται τελείως ἀνήμπορος νά παρέμβει καί σέ μιά ἀποστροφή τοῦ μυαλοῦ του γιά τόν Τζόζεφ Γουέην σκέφτεται ὡς ἑξῆς:
«Αὐτός ὁ ἄνθρωπος θά’ναι τώρα πολύ εὐτυχισμένος».[52]

3. Πουριτανική ἠθική καί ἁμαρτία.
          Steinbeck, περιγράφει μέ χαρακτηριστικό τρόπο τίς πουριτανικές θέσεις, γιά τίς σχέσεις περί ἠθικῆς, σεξουαλικότητας καί ἁμαρτίας, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες, γιά παράδειγμα, δέν ἐπιτρέπονται ἀγκαλιαστοί χοροί, καθώς τέτοιους χορούς δέν τούς ἀγαπᾶ ὁ Θεός.[53] Ὁ Θεός θέλει μόνο ψαλμούς καί ὕμνους καί τό θέατρο, ἐπίσης, ἀπαγορεύεται, καθώς οἱ ἠθοποιοί παρουσιάζονται διαφορετικοί ἀπ’ὅτι τούς ἔπλασε ὁ Θεός.[54] Ὁ ὁποιοσδήποτε παραβαίνει τούς νόμους τοῦ Θεοῦ, τιμωρεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό μέ θάνατο. Κυρίαρχη, ἐπίσης, ἡ πουριτανική ἀντίληψη ὅτι οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ βοηθοῦν τό Χριστό νά βλέπει, ὅ,τι γίνεται μέσα στήν κοινωνία. Ὁποιαδήποτε προσέγγιση τῆς ἁμαρτίας μέ κοινωνικό περιεχόμενο, ὅπως ἁμαρτία εἶναι νά πεινᾶς ἤ ἁμαρτία εἶναι νά παγώνεις ἀπ’τό κρῦο, θεωρεῖται ἔργο τοῦ σατανᾶ καί αὐτοί πού ὑποστηρίζουν τέτοιες ἀπόψεις εἶναι ἐκπρόσωποι τοῦ διαβόλου.[55] Ὅποιος δέ, δέν ἐκκλησιάζεται εἶναι ἁμαρτωλός[56] καί θά καεῖ στήν κόλαση.[57] Τυχαῖα περιστατικά πού ὁδηγοῦν σέ θάνατο ὅπως μιά ξαφνική ἀσθένεια ἐκλαμβάνονται ὡς ἁμαρτία καί δημιουργοῦν αἰσθήματα ἐνοχῆς καί κοινωνικῆς ἀποξένωσης ἤ ὑπερπροστασίας ὡς ἀντίδοτο στό λάθος πού προηγήθηκε.[58]
          Steinbeck διαπραγματεύεται, ἐπίσης, ἕνα ἀπό τά πιό «καυτά» θέματα σχέσεων ἀνθρώπου καί θρησκείας, αὐτό τῆς σεξουαλικότητας. Ὁ ἄγαμος πάστορας ὑποστηρίζει ὅτι ἄν καί ἡ ἀνθρώπινη σεξουαλικό-τητα καί ἡ ἐρωτική σχέση ἐκτός γάμου εἶναι ἁμαρτία καί ἔργο τοῦ διαβόλου, ἐν τοῦτοις, ὁ ἴδιος κάθε φορά πού τοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία παραβίαζε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἐνοχική παραβατικότητα, τοῦ δημιουργοῦσε τύψεις συνείδησης καί ἀπετέλεσε, τελικά, τόν κύριο λόγο, γιά τόν ὁποῖο ἐγκαταλείπει τήν ποιμαντική καί ἱεραποστολική του δραστηριότητα, καθώς ἐπί πλέον πιστεύει ὅτι οἱ λατρευτικές συνάξεις ἐξάπτουν τόν ἐρωτικό πόθο σέ αὐτόν καί στίς γυναῖκες. Τό ἐρώτημα γιά τό ἄν ἡ ἀνθρώπινη σεξουαλικότητα ἀποτελεῖ ἁμαρτία τίθεται ὡς ἑξῆς:
«Πῶς γίνεται, τότε ἴσια-ἴσια πού πρέπει ἕνας ἄνθρωπος νά εἶναι σάν τό μουλάρι ἀνεπηρέαστος ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ ψυχή του νά πλημμυρίζει ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό, πῶς γίνεται ἴσια-ἴσια, νά ψαχουλεύει τά κουμπιά τοῦ παντελονιοῦ του;»[59]
Ἡ ἀπάντηση, πού δίνει ὁ ἴδιος ὁ πάστορας στό ἐρώτημα, ἐμπεριέχει τήν ὅλη νατουραλιστική ἀνθρωπολογία τοῦ Steinbeck:
«Στό διάβολο ὅλα τοῦτα! Οὔτε ἁμαρτία ὑπάρχει οὔτε ἀρετή. Πράγμα πού εἶναι στό φυσικό τοῦ ἀνθρώπου, νά τό κάνει. Κι ἀπ’ὅσα κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἄλλα εἶναι καλά καί ἄλλα δέν εἶναι καλά-πέρα ἀπό τοῦτο, κανένας δέν ἔχει τό δικαίωμα νά πεῖ ἄλλο λόγο».[60]
Στό Σ’ἕνα ἄγνωστο Θεό, ὁ ἀδελφός τοῦ Τζόζεφ, ὁ Μπῶρτον, εἶναι αὐτός πού ἐκφράζει τή θρησκευτική, χριστιανική, πουριτανική ἠθική τῆς Ἀμερικῆς. Σκληρή εἶναι, ἐπίσης, ἡ στάση του ἔναντι τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀρνεῖται ὁποιαδήποτε συναναστροφή μέ πιστούς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, θεωρεῖ προσβολή ὁποιαδήποτε ἐπαφή μέ αὐτούς, τήν λατρεία τους καί τίς ἱερές τους ἀκολουθίες. Τίς χαρακτηρίζει, ὡς τελετές τοῦ διαβόλου, τίς δέ εἰκόνες καί τόν ξύλινο Ἐσταυρωμένο, ὡς προσκύνηση τῶν εἰδώλων.[61]  Εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀποφεύγει τό  πονηρό καί αὐτός, ὁ ὁποῖος συνδυάζει τό πονηρό ἤ τό ταυτίζει μέ ὅλες σχεδόν τίς στενές ἀνθρώπινες ἐπαφές, θεωρώντας ὅτι καί στό πλαίσιο ἀκόμη τοῦ γάμου καί τῆς συζυγίας, ἡ ἀγαμία εἶναι μιά φυσική κατάσταση καί ἡ ἀνθρώπινη σεξουαλικότητα ἔχει ὡς μοναδικό σκοπό τήν ἀναπαραγωγή τοῦ ἀνθρώπου. Ἀσθενικός χαρακτήρας, θεωρεῖ ὅτι ἡ κακή κατάσταση τῆς ὑγείας του ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Θεός τόν σκέφτεται ἀρκετά καί γι’αὐτό τόν θέτει σέ δοκιμασίες (ὅπως τόν Ἰώβ στήν Π.Δ). Λειτουργεῖ κατευναστικά ἔναντι τῶν σεξουαλικῶν ἐπιθυμιῶν τῆς γυναίκας του καί προσεύχεται, ὅταν αὐτή παραληρεῖ ὑπό τήν πίεση τῶν ὁρμῶν καί τῶν ἐπιθυμιῶν.[62] Ἡ ἀπέχθεια του γιά ὅτι δήποτε ἔχει νά κάνει μέ τή σεξουαλικότητα εἶναι τόσο ἀκραία πουριτανική, πού ἀπορρίπτει ἀκόμη καί τήν παρουσία τοῦ ἀνθρώπου κατά τό ζευγάρωμα τῶν ζώων. Ὁποιοσδήποτε λογισμός γιά σεξουαλική ἀναπαραγωγική πράξη, (δέν γίνεται κανένας λόγος οὔτε γιά ἐρωτική οὔτε γιά ἀγαπητική σχέση), θά πρέπει νά ἀντιμετωπίζεται μέ τήν προσευχή.[63]
Στήν περίπτωση, ὅμως, τῆς ἐρωτικῆς σχέσης τοῦ Τζόζεφ καί τῆς Ράμα (νύφη τοῦ Τζόζεφ, γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του, τοῦ Τόμας) ἡ ἀνθρώπινη σεξουλικότητα παίρνει, κατά τόν Steinbeck, διαστάσεις λύτρωσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν πόνο καί τή λύπη τοῦ θανάτου. Ἡ ἐρωτική συνέρευση τοῦ Τζόζεφ καί τῆς Ράμα, μετά τό θάνατο καί ἀμέσως μετά τή κηδεία τῆς γυναίκας τοῦ πρώτου, παρουσιάζεται ὡς λύτρωση καί ὡς ἀνάγκη ἐκτόνωσης γιά τόν ἄνδρα καί ὡς λύση γιά τήν προϋπάρχουσα ἐρωτική ἐπιθυμία τῆς γυναίκας γιά τόν κουνιάδο της. Ὁ Steinbeck, ἀπό τόν ἐρχομό ἤδη τῆς γυναίκας τοῦ Τζόζεφ, τῆς Ἐλίζαμπεθ, ἀφήνει νά διαφανεῖ αὐτή ἡ ἀνεκπλήρωτη ἐρωτική ἐπιθυμία τῆς νύφης γιά τόν κουνιάδο της, στό διάλογο ἀνάμεσα στίς δύο γυναῖκες. Ὁ ἀπέραντος ἐκφραστικότατος θαυμασμός τῆς Ράμα γιά τόν Τζόζεφ, ἀλλά παράλληλα καί ἡ ἔντονη παρουσία τοῦ φόβου, ὡς συναίσθημα πού ἐμποδίζει τή κατανόηση τοῦ ἄλλου, ὁδηγεῖ τήν γυναίκα τοῦ Τζόζεφ νά πεῖ πρός τή Ράμα:
«Ἀγαπᾶς τόν ἄντρα μου, τόν ἀγαπᾶς καί τό φοβᾶσαι».[64]
Ὁ θάνατος τῆς Ἐλίζαμπεθ ἀπελευθερώνει τήν ἀγάπη τῆς Ράμα γιά τόν Τζόζεφ, τόν ἐρωτικό πόθο γι’αὐτόν καί ἀπελευθρώνει τήν ἴδια ἀπό τό φόβο τῆς γνώσης τοῦ πραγματικοῦ Τζόζεφ. Λέει ἡ Ράμα:
«Γιά μένα ἦταν μιά πείνα, ἀλλά γιά σένα μιά ἀνάγκη. Τό μακρύ βαθύ ποτάμι τῆς λύπης ἄλλαξε κοίτη καί ρουφήχτηκε μέσα μου, καί ἡ λύπη, πού δέν εἶναι παρά μιά θερμή ὠχρή εὐχαρίστηση, ἀποσπάσθηκε μέσα μου σέ μιά στιγμή... Θά μείνει τώρα στή θύμησή μου. Μιά φορά ἡ ζωή μου τό λαχταροῦσε, κι ὕστερα, ὁλόκληρη ἡ ζωή μου ἀποτραβιέται πεινασμένη. Δέν εἶναι γιά σένα. Τώρα φαίνεται ἀρκετό, ἴσως καί νά’ναι, ἀλλά φοβᾶμαι πώς θά γεννοβολήσει ἐπιθυμίες, κι ἡ κάθε μιά θά’ναι μεγαλύτερη ἀπό τή μάνα της».
«Δέν θέλω τίποτα πιά. Ξαναβρῆκες τόν ἑαυτό σου. Ἤθελα νά’μαι ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ σου, κι ἴσως νά’μαι. Ὡστόσο δέν τό νομίζω».[65]
Τό ἐρωτικό στοιχεῖο, ἀνάμεσα στόν Τζόζεφ καί τή Ράμα, ἐμφανίζεται καί πάλι τήν ἡμέρα τῆς φυγῆς ἀπό τόν τόπο τῆς ξηρασίας τοῦ Τόμας καί τῆς Ράμα. Ὁ λογισμός τῆς γυναίκας ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει τήν ἐμμονή τοῦ Τζόζεφ νά παραμείνει σ’ἕνα τόπο ὅπου δέν ὑπάρχει πλέον τίποτα. Ἀποχαιρετιστήριο δῶρο τοῦ Τζόζεφ, γιά τή Ράμα, εἶναι τό μωρό, πού ἀπέκτησε μέ τήν Ἐλίζαμπεθ. Ἡ Ράμα τό δέχεται, γιατί εἶναι κάτι δικό του καί τό θέλει γιά ἐκείνη τήν ἴδια. Ὅταν, ὅμως, ὁ Τζόζεφ τή ρωτᾶ ἄν τόν ἀγαπᾶ καί γι’αὐτό θέλει τό παιδί, ἐκείνη ξεσπᾶ μέ ὀργή, κατανοώντας πώς ποτέ πιά δέν θά γίνει δικός της, ἔχοντας χάσει κάθε ἐλπίδα νά τόν ἔχει μαζί της, λέγοντάς του:
«Ὄχι, λίγο ἀκόμη θέλω γιά νά σέ μισήσω».[66]
Στό Μπῶρτον φαίνεται, ἐπίσης, κυρίαρχη ἡ βιβλική παλαιοδιαθηκική ἄποψη ὅτι ἡ ἁμαρτία τοῦ ἑνός, τοῦ ἡγέτη, τοῦ ἀρχηγοῦ δέν ἀγγίζει μόνο τόν ἴδιο, ἀλλά μεταφέρεται στή συνέχεια καί στούς ὑπολοίπους, ὡς κοινωνικό κακό:
«Ἐπειδή ἀνοίγεις τήν πόρτα στό πονηρό. Ἕνα τέτοιο κάμωμα δέ θά μείνει ἀτιμώρητο». Ὁ Τζόζεφ γέλασε. «Τότε» εἶπε «ἄς τιμωρηθῶ». «Μά δέν καταλαβαίνεις Τζόζεφ πώς δέν πρόκειται μονάχα γιά σένα! Ὅλοι μας θά καταστραφοῦμε». «Ὥστε προστατεύεις τόν ἑαυτό σου, Μπῶρτον;». «Ὄχι. Προσπαθῶ νά προστατέψω ὅλους μας...».[67]
Ἡ θέση τοῦ Steinbeck γιά τήν ἁμαρτία ὁλοκληρώνεται στό τέλος τοῦ συμβάντος τῆς σύγκρουσης ἀνάμεσα στά δύο ἀδέλφια. Ἡ γυναίκα του, ἡ Ἐλίζαμπεθ, τόν ρωτᾶ ἐάν κάνει ἁμαρτωλά πράγματα καί ἐκεῖνος μετά ἀπό μιά στιγμιαία συλλογή ἀπαντᾶ:
«Ὄχι. Δέν εἶναι ἁμαρτωλά. Ἄν ἔκανε ὁ Μπῶρτον αὐτό πού κάνω, θά’ταν ἁμαρτία...».[68]
Steinbeck ἀφήνει γιά πρώτη φορά νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἀσπάζεται τήν ἄποψη ὅτι μιά πράξη εἶναι ἁμαρτία ὅταν ἐσύ ὁ ἴδιος πιστεύεις ὅτι αὐτό πού κάνεις εἶναι ἁμαρτία. Ἀντίληψη, ἡ ὁποία ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς στό Στά σταφύλια τῆς ὀργῆς μέ φράσεις ὅπως:
          «ὁ ἄνθρωπος φτιάχνει μοναχός του τίς ἁμαρτίες του»[69] καί
          «ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει ὅποτε θαρρεῖ ὁ ἴδιος πώς ἁμαρτάνει»[70]
Ἡ ἄποψη τοῦ Steinbeck στό Τά Σταφύλια τῆς ὀργῆς γιά τήν ἁμαρτία εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό ξεκάθαρη. Δέν ὑπάρχει ἁμαρτία χωρίς προϋποθέσεις. Μιά, ὁποιαδήποτε πράξη καθορίζεται ἤ δέν καθορίζεται ὡς ἁμαρτία, μόνο κάτω ἀπό τή γνώση τῶν συνθηκῶν καί τῶν προϋποθέσεων. Ἡ ἐκβιομηχάνιση τῆς γεωργίας, μέ στόχο τό ὅλο καί περισσότερο κέρδος, θεωρεῖται ὡς «ἁμαρτία», καθώς ὁδηγεῖ στήν πείνα χιλιάδες ἀνθρώπους. Ἡ πείνα δέν προέρχεται ἀπό τή μείωση τῶν ἀναγκῶν γιά ἐργατικά χέρια, ἀλλά, κυρίως, μέσα ἀπό τήν κοινωνική ἀποσύνθεση πού συντελεῖται μέ τήν καταστροφή χιλιάδων τόνων γεωργικῶν προϊόντων σέ χωματερές καί σκουπιδότοπους. Ἕνα ἑκατομμύριο πεινασμένοι ἔχουν ἀνάγκη φαγητοῦ, τό ὁποῖο πετιέται ἤ ραντίζεται μέ πετρέλαιο γιά νά μήν τρώγεται. Ὅμως, ὁ λαός βλέπει αὐτή τήν κοινωνική καί ἠθική χρεοκοπία καί μέσα στήν ψυχή του
«μεστώνουν καί βαραίνουν τά σταφύλια τῆς ὀργῆς, βαραίνουν γιά τόν τρύγο».[71]
Steinbeck «καθ’ὁδηγεῖ» τόν πάστορα στό πέρασμά του ἀπό τήν ἀτομική ἠθική καί ἐνοχική ἔννοια τῆς πουριτανικῆς ἁμαρτίας, στήν ἀναζήτηση τῆς ἁμαρτίας, ὡς κοινωνικῆς προέκτασης τῆς ἀνθρώπινης πράξης. Ἀνάλογα μέ τό πῶς καί ὑπό ποιές συνθῆκες συντελεῖται ἡ ἀνθρώπινη πράξη, ἀνάλογα τήν ἀνάγκη ἤ τίς ἀνάγκες πού ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία, χαρακτηρίζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς καλός ἤ κακός. Ἡ πράξη, αὐτή καθ’ἑαυτή, δέν ἀπομονώνεται ἀπό τό περιβάλλον ἤ τό χῶρο μέσα στόν ὁποῖο συντελεῖται γιά νά χαρακτηρισθεῖ, ἀλλά ἐντάσσεται μέσα στό κοινωνικό πλαίσιο πού δραστηριοποιεῖται καί ἔτσι, ἐνῶ, ἡ σημασία κατ’οὐσίαν, εἶναι σχεδόν ἀδιάφορη, παραμένει σημαντική, κατ’ἐνέργειαν, γιατί καθορίζει τήν ἠθική ποιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πάστορας μετά τήν πράξη ἀλτρουϊσμοῦ καί ἀλληλεγγύης πρός τόν Τόμ, ὁδηγεῖται στή φυλακή καί ἐκεῖ ἀρχίζει νά κατανοεῖ τίς κοινωνικές διαστάσεις πού ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στό κακό καί στήν ἁμαρτία. Θεωρεῖ ὅτι αἰτία τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ ἀνάγκη, ἡ κοινωνική ἀνάγκη. Ἔτσι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι βρίσκονται στή φυλακή ἐπειδή δέν εἶχαν ψωμί νά φᾶνε αὐτοί καί τά παιδιά τους, δέν εἶναι οὔτε κακοί οὔτε ἁμαρτωλοί, καθώς αὐτό τό ὁποῖο ἔκαναν τό ἔκαναν ὑπό συνθῆκες ἀνάγκης.[72] Μετά τή δολοφονία του, οἱ ἀπόψεις του ἀρχίζουν νά διαδίδονται ἀνάμεσα στούς ἐργάτες, ὡς κηρύγματα ἀλληλεγγύης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων:
«Εἶναι καλλίτερα δυό μαζί παρά ἕνας μονάχος, γιατί οἱ δύο ἔχουν πιό πλούσιες ἀπολαβές ἀπ’τή δουλειά τους. Γιατί ἄν πέσουν, ὁ ἕνας θά βοηθήσει τόν ἄλλο νά σηκωθεῖ, ὅμως, ἀλλίμονο σ’ἐκεῖνον πού θά βρεθεῖ μονάχος του σάν πέσει, γιατί δέ θά’χει κανέναν νά τόν βοηθήσει νά σηκωθεῖ... Καί πάλι, ἄν δυό πλαγιάζουν μαζί, ἔχουν ζεστασιά – μά πῶς νά ζεσταθεῖ κανένας ὁλομόναχος; Καί ἄν ἕνας ἄλλος θελήσει νά τόν καβαλήσει, οἱ δύο ἀντέχουν καλλίτερα, κι ἕνα τρίδιπλο σκοινί δέ σπάζει εὔκολα».[73]
«Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά μήν ἔχει μιά δική του ψυχή, μά μόνο ἕνα κομματάκι ἀπό μιά μεγάλη ψυχή... καί ἔτσι τότε... θά βρίσκεται ἀόρατος παντοῦ, θά βρίσκομαι ἀόρατος παντοῦ, θά βρίσκομαι παντοῦ... ὅπου κι ἄν γυρίσεις νά κοιτάξεις. Ὅπου ἀγωνίζονται οἱ πεινασμένοι γιά νά βροῦν νά φᾶνε, θά’μαι καί ἐγώ ἐκεῖ. Ἄν εἶναι, ὅπως, τά ἔλεγε ὁ Κέϊσι, ἔ, θά’μαι κι ἐγώ μές στή φωνή τῶν ὀργισμένων ἀνθρώπων, καί... θά’μαι καί μές στό γέλιο τῶν παιδιῶν, σάν εἶναι πεινασμένοι καί ξέρουν πώς τό φαγητό εἶναι ἔτοιμο. Καί ὅταν πιά οἱ δικοί μας θά τρῶνε ἀπ’ὅσα οἱ ἴδιοι ἀνάστησαν, καί ὅταν πιά θά ζοῦν μές στά σπίτια πού ἔχτισαν οἱ ἴδιοι -ἔ, θά βρίσκομαι κι ἐγώ ἐκεῖ».[74]

Steinbeck, ἀντιλαμβάνεται τή θρησκεία ὡς ἀξία, ἡ ὁποία μπορεῖ νά κατέχει σημαντική θέση στίς ἀνθρώπινες δομές, ἐάν καί ἐφ’ὅσον, ὡς χρηστικό ἐργαλεῖο ὁδηγεῖ σέ ἀνατροπή τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας καί ὑπηρετεῖ τόν ἄνθρωπο καί τίς κοινωνικές σκοπιμότητες πού αὐτός θέτει. Ἄν δέν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε θεσμικά καί ὑπαρξιακά αὐτή καί ὁ Θεός, πού ἐπαγγέλονται οἱ ἐκπρόσωποί της, δέν ἔχει καμία θέση στίς κοινωνικές ἀνθρώπινες νόρμες. Τό «θρησκευτικό» ὁδοιπορικό τοῦ Steinberg περνᾶ ἀπό τόν ἀγνωστικιστικό πανθεϊσμό στόν ἀθεϊστικό κοινωνισμό τῆς ἐποχῆς τοῦ μεσοπολέμου. Τό παραμυθητικό θρησκευτικό στοιχεῖο γίνεται ἀποδεκτό μόνο σ’ἕνα μέγεθος, τό ὁποῖο ἔχει μεταφυσική διάσταση, αὐτό τοῦ θανάτου, ὡς παρηγορία στή φυσική, βιολογική καί πνευματική ἀνικανότητα τοῦ ἀνθρώπου νά τό  ἀντιμετωπίσει.
Ὁ ἐλεγκτικός ἠθικός μηχανισμός τοῦ πουριτανικοῦ προτεσταντισμοῦ ὁδηγεῖ τόν πάστορα σέ ἄρνηση τῆς πίστης του σέ ἕνα δεδομένο Θεό μέ ἠθικές σεξουαλικές ἀναστολές καί ἀπαγορεύσεις. Ἡ κοινωνική ἀδικία, ὡς ὑπαρκτή πραγματικότητα ἑνός κόσμου, πού προχωρεῖ στήν ἐκβιομηχάνιση τῆς γεωργίας, χωρίς τίς ἔννοιες τῆς ἀγάπης καί τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἐγκαταλείποντας κάθε ἀντίληψη ἀνθρωπισμοῦ, τόν ὁδηγεῖ οὐσιαστικά στόν ἀλτρουϊσμό, στήν αὐτοπροσφρά καί στήν αὐτοθυσία. Ὁ Steinbeck, ἔστω καί ἔμμεσα, ἐπαναφέρει τό θέμα τῆς  παρουσίας τῆς θρησκείας στά ἀνθρώπινα κοινωνικά καί πολιτισμικά δρώμενα, ὁρίζοντας μέ τρόπο καταλυτικό τήν ἀρχή ὅτι, ἀπό τή στιγμή πού ἡ θρησκεία μέ τούς ἐκπροσώπους της καί ὁ Θεός πού αὐτοί ἐκπροσωποῦν ἀρνοῦνται τήν παρουσία τους στό πλευρό τῶν ἀπανταχοῦ καταπιεζομένων, τότε ἡ παρουσία της καί ἡ παρουσία τους καθίσταται ἄσκοπη, καθώς δέν ἐξυπηρετεῖ κανένα πρακτικό, κοινωνικό καί πολιτισμικό σκοπό.
Ἡ «θεολογία» τοῦ Steinbeck  ἀποτελεῖ προϊόν ἀντίδρασης στό πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στό ὁποῖο ζεῖ καί κινεῖται ὁ ἀμερικανικός προτεσταντικός φονταμενταλιστικός εὐσεβισμός. Ἡ ὁποιαδήποτε κριτική θά πρέπει νά περιορισθεῖ στήν κατανόηση τοῦ κινδύνου μιᾶς μετάβασης ἀπό τόν ἠθικισμό στόν κοινωνισμό, ὅπως θά ἐπισήμανε καί ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Νίκος Ματσούκας.[75] Θά πρέπει, ὅμως, ἐπίσης νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ἡ θεώρηση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Steinbeck βρίσκεται ἐπίσης δομημένη στήν ἀνθρώπινη θρησκευτικότητα, ἀνάγοντας τό ζήτημα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στά ἀνθρώπινα δρώμενα, ὡς μιά ἀλλοτριωμένη παρουσία καί ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν Θεό.
Ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν Steinbeck συνδέεται ἄμεσα μέ τήν στρεβλή κατανόηση καί ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἐδῶ βρίσκεται τό θετικό στοιχεῖο τῆς προσέγγισής του, χωρίς, ὅμως, αὐτό νά σημαίνει ὅτι στή συνέχεια ἀντιμετωπίζει, ὀρθῶς θεολογικά, τό θέμα τῶν κοινωνικῶν δομῶν, τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας καί τῆς καταπίεσης τῶν φτωχῶν. Οἱ ὁμοιότητες, πού ἐμφανῶς ὑπάρχουν στά δύο αὐτά ἔργα του μέ τήν θεολογική σκέψη τῶν Barth (ὑποκειμενικότητα τῆς πίστης), Moltmann (θεολογία τῆς ἐπλίδας), Bonhoffer (ὁ Θεός πού πάσχει μαζί μέ τόν κόσμο), καί Metz (πολιτική θεολογία: πολιτική καί Εὐαγγέλιο), θά μποροῦσαν νά τόν κατατάξουν προδρομικά στό ρεῦμα τῆς πολιτικῆς θεολογίας ὡς θεολογία τῆς ἐπανάστασης, παρ’ὅτι, ὅπως ἤδη εἰπώθηκε, ὁ ἀγνωστικισμός του εἶναι διάχυτος. Δέν ξέρω ἄν αὐτό μπορεῖ νά τόν κατατάξει στό ρεῦμα τῆς θεολογίας «τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ»[76], γιατί ἔστω καί ἔτσι, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι γι αὐτόν ἀποδεκτή, ὅταν συνδέεται μέ τόν θάνατο καί ὡς ἀντίδραση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἀδυναμία του νά τόν κατανοήσει.
Ἡ θέση τοῦ Steinbeck γιά τή θρησκεία εἶναι ἀπολύτως σαφής. Ἤ ἡ θρησκεία θά διαφοροποιήσει τή μέχρι τώρα θεσμική της παρουσία σέ μιά κατεύθυνση κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης καί κοινωνικῆς δικαιοσύνης στό πλευρό τῶν φτωχῶν καί τῶν ἀδυνάτων ἤ δέν ὑπάρχει πλέον θέση γι’αὐτήν στίς δομές, κυρίως τίς θεσμικές καί πολιτισμικές, τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας. 
















 



[1] μτφρ. Κοσμᾶς Πολίτης, Ἐλευθεροτυπία, Ἀθήνα, 2006, 1 καί 2 τόμος. Βραβεῖο Πούλιτζερ.
[2] τ.2, p.286.
[3] Γράμματα, Ἀθήνα, μτφρ. Κοσμᾶς Πολίτης, 1986.
[4] Θεός τῆς ἀνταπόδοσης
[5] ibid., p.7
[6] ibid., p.220.
[7] ibid., p.232
[8] ibid., p.233.
[9] ibidem
[10] ibid., pp.234-235
[11] ibid., pp.234-235
[12] Γεν.27,28-29.
[13] Σ’ἕναν ἄγνωστο Θεό, ibid., «Ὁ πατέρας μου βρίσκεται μέσα σέ τοῦτο τό δένδρο. Ὁ πατέρας μου εἶναι τοῦτο τό δένδρο! Εἶναι ἀνόητο μά θέλω νά τό πιστέψω», ibid., p.30
[14] Κάτι ἀνάλογο βρίσκουμε νά ὑποστηρίζει καί ἡ Κα Κλαίρη Μιτσοτάκη ὅταν ἀναφέρεται στή θέση πού κατέχουν τά δένδρα στά διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη. Παραθέτει ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό Ὑπό τήν βασιλικήν δρῦν :
«Ὅταν τήν ἠρώτησα τί εἶχε γίνει τό «Μεγάλο Δέντρο», τό ὁποῖον ἦτον ἕνα καιρόν ἐκεῖ, μοί ἀπήντησεν: «-Ὁ σχωρεμένος ὁ Βαργένης τό ἔκοψε... μά κι ἐκεῖνος δέν ἔχει κάμει νισάφι μέ τό τσεκούρι του΄ ὅλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράγματα... Σάν τό’κοψε κι ὕστερα, δέν εἶδε χαΐρι καί προκοπή. Ἀρρώστησε, καί σέ λίγες μέρες πέθανε... Τό Μεγάλο Δέντρο ἦταν στοιχειωμένο», (Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Ἅπαντα, τομ.1-5, Δόμος, Ἀθήνα, 1981-1988, p.331),
καί σημειώνει ὅτι:
«τά δένδρα εἶναι, ἴσως, τά μόνα πλάσματα στήν παπαδιαμάντικη διηγηματογραφία πού ἔχουν σῶμα. Εἶναι τό σύμβολο τοῦ συνδέσμου μεταξύ φυσικοῦ καί ὑπερφυσικοῦ κόσμου, μιά παρουσία πού πάλλει μέσα στό παπαδιαμαντικό σύμπαν. Παλμός μιᾶς δύναμης ἐσωτερικῆς καί ἐπίφοβης, ὁρμητικῆς καί ἐπισφαλοῦς ταυτόχρονα», Κλαίρη Μιτσοτάκη, «Θύελλα καί Ἀμαδρυάδα», στό περ. Νέα  Ἑστία, τ.1776, Μάρτιος 2005, p.365.
[15] ibid., p.31
[16] πάστορας, ζηλωτής τῆς κοινότητας τῆς Καιομένης Βάτου, μιᾶς κοινότητας, στίς τόσες γιά τήν ἐποχή ἐκείνη στίς ΗΠΑ, μέ κύριο χαρακτηριστικό τήν πρακτική καί τήν ἐμπειρία τῆς θρησκευτικῆς ἔκστασης. Παρόμοιες τέτοιες κοινότητες βρίσκονται στίς ΗΠΑ μέ ὀνομασίες ὅπως: Ἱερή Διακονία, Γιαχωβίτες, Ἀναβαπτιστές, Ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ.
Steinbeck περιγράφει μέ χαρακτηριστικό τρόπο ἐκδηλώσεις πίστης πρός τόν Θεό μέσα ἀπό ἱεροτελεστίες ἐκστατικῆς προσευχῆς, οἱ ὁποῖες κατά τίς ἀπόψεις αὐτῶν πού συμμετεῖχαν ἐνδυνάμωναν τήν πίστη στόν Ἰησοῦ,(τ.1, p.62), ἐνῶ λίγο παρακάτω σέ ἄλλο σημεῖο ἡ πίστη ἐκδηλώνεται καί προβάλλεται ὡς ἰδεολογία:
«Ἅμα συνηθίσει κανένας σέ μιά ἰδέα, δύσκολο νά τήν παρατήσει. Ἐγώ δέν εἶμαι πιά ἱερωμένος, μά ὡστόσο, κάθε ὥρα καί στιγμή πιάνω τόν ἑαυτό μου νά προσεύχεται, χωρίς κἄν νά σκέφτομαι τί κάνω ἤ τό κάνω ὡς μιά ἁπλή πράξη συνήθειας» (τ.1, p.73).
[17] τ.1, p.32.
[18] τ.2, pp.195-201.
[19] τ.1, p.35
[20] τ.1, p.75.
[21] τ.1, p.80
[22] τ.1, p.39.
[23] τ.1, p.39
[24] τ.1, p.39.
[25] τ.1, p.112.
[26] Οἱ ἴδιες ἀντιλήψεις περί ἑνότητας ἀνθρώπου καί φύσης ἔχουν προηγηθεῖ καί στό Σ’ἕναν ἄγνωστο Θεό.
[27] τ.1, p.112
[28] χαρακτηριστικό ἄλλωστε ὅλων τῶν προτεσταντικῶν κοινοτήτων
[29] τ.1, p.127. Προφητικό κήρυγμα καί κοινωνική δικαιοσύνη.
[30] τ.1, pp.128-129.
[31] τ.1, p.170
[32] τ.1, p.171
[33] τ.1, p.182
[34] ibidem.
[35] τ.1, pp.199-202.
[36] Οἱ εἰκόνες καταπάτησης τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τῶν μεταναστατῶν ἀπό ἀστυνομικό στή χώρα μας, ὅπως αὐτές προβλήθηκαν ἀπό τά μέσα μαζικῆς ἐπικοινωνίας πρίν ἀπό λίγο καιρό, μετατρέπει τό διήγημα τοῦ Steinbeck σέ ζωντανή πραγματικότητα παρ’ὅτι οἱ διηγήσεις γράφονται 70 χρόνια περίπου πρίν καί ὑποδηλώνουν ὅτι ὁ ἀγώνας γιά ἀξιοπρέπεια καί ἐλευθερία εἶναι διαρκής καί συνεχής.
[37] τ.1, κεφάλαια 22 καί 24.
[38] τ.2, pp.67-70.
[39] τ.2, p.71.
[40] τ.1, p.272
[41] τ.2, p.17
[42] Τό ὅλο μοντέλο, ἀρκετά βεβαίως ἁπλουστευμένο, προσομοιάζει σήμερα μέ τήν πρόταση καί τήν πρακτική ἐφαρμογή τῆς ἀποκαλούμενης Τράπεζας τῶν Πτωχῶν ἀπό τό νομπελίστα οἰκονομολόγο Ἀμάρτια Σέν.
[43] τ.2, pp.74-123
[44] Σ’ἕναν ἄγνωστο Θεό, p.68.
[45] ibid., p.69
[46] ibidem
[47] ibid., pp.74-75
[48] Τά Σταφύλια τῆς Ὀργῆς, ibid., p. 278:
 «Θά ἤθελα νά πεῖς μιά προσευχή γιά μένα»
«Δέν ξέρω τί λόγια νά πῶ»
Ἔκλεισε τά μάτια της γιά μιά στιγμή, καί ἔπειτα πάλι τά ἄνοιξε.
«Τότε πές την ἀπό μέσα σου. Δίχως νά μεταχειριστεῖς λόγια. Μοῦ φτάνει ἔτσι»
«Δέν ἔχω κανένα Θεό» εἶπε ὁ πάστορας
«Ἔχεις Θεό. Δέ σημαίνει ἄν δέν ξέρεις τί εἶδος εἶναι ὁ Θεός σου».
[49] ibid., p.185
[50]  Σ’ἕναν ἄγνωστο Θεό, ibid., pp.224-225
[51] ibid., pp.227-228
 [52] ibid., p.235
[53] τ.2, p.103
[54] τ.2, pp. 104, 137.
[55] τ.2, p.105.
[56] τ.2, p.118
[57] τ.2, p.119.
[58] τ.1, p.95: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἁμαρτίες. Μιά ἁμαρτία εἶναι κάτι πού τό κάνεις δίχως νά εἶσαι σίγουρος ἄν εἶναι σωστό ἤ δέν εἶναι. Αὐτοί πού εἶναι σίγουροι πώς ὅλα ὅσα κάνουν εἶναι σωστά καί δέν ἔχουν καμιά ἁμαρτία –ε, κάτι τέτοιους μπάσταρδους, ἄν ἤμουν Θεός, θά τούς κάθιζα μιά κλωτσιά στόν πισινό καί θά τούς ἔδιωχνα ἀπό τόν παράδεισο! Δέν τούς χωνεύω κάτι τέτοιους!...».
p.294: «Ὁ ἄνθρωπος φτιάχνει μονάχος του τίς ἁμαρτίες του».
βλ.ἐπίσης, τ.2, p.53:
«-Πές τα στόν Θεό. Μήν στεναχωρᾶς τόν ἄλλο κόσμο μέ τίς ἁμαρτίες σου. Δέν εἶναι πρεπούμενο.
-Μοῦ τρῶνε τά συκώτια.
-Μήν πιάσεις νά τά λές. Ἄμε κάτω στό ποτάμι, χῶσε τό κεφάλι σου μέσα στό νερό καί πές τα νά τά πάρει τό ρέμα.
- Ἔχει δίκιο. Ξαλαφρώνει ὁ ἅνθρωπος ἅμα ξομολογηθεῖ, ὅμως ἡ ἁμαρτία του ἁπλώνεται μέσα στόν κόσμο».
[59] τ.1, p.38
[60] ibidem
[61] pp.114,120
[62] ibid.,  p.34.
[63] ibid., p.38
[64] ibid., pp.87-93
[65] ibid., pp.178-179
[66] ibid., p.201
[67] ibid., p.149
[68] ibid., p. 151
[69] τ.1, p.295
[70] τ.2, p.53
[71] τ.2, p.155.
[72] τ.2, p.195.
[73] τ.2, p.241.
[74] τ.2, p.243.
[75] Νικολάου Ματσούκα, Οἰκουμενική κίνηση, Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 2007, p.198
[76] Βασικοί ἐκπρόσωποι εἶναι οἱ: T. Altizer, G. Vahamian καί ὁ P. Van Buren.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου