Του Χριστοφόρου Αρβανίτη,
Δρ. Θεολογίας-Κοινωνιολογίας της Θρησκείας,
Εκλεγμένου Επίκουρου Καθηγητή στην ΑΕΑΗ Κρήτης.
«Ἀπό τήν ὀρθοδοξία τοῦ ἀνθρωποπολιτισμοῦ στήν ὀρθοπραξία τοῦ οἰκοπολιτισμοῦ. Ὁ ρόλος τῆς θρησκείας».
1. Ἀνθρωποπολιτισμός ἤ οἰκοπολιτισμός;
Ἡ ἀναγκαιότητα τῶν οἰκοσυστημάτων γιά τή ζωή καί τή δράση τῶν ἀνθρωπίνων κοινωνιῶν εἶναι ἀπολύτως σαφές ὅτι ἀποτελεῖ γεγονός ἀδιαμφισβήτητο γιά τή συνέχεια καί τή διατήρηση τῶν ἀνθρωπίνων πολιτισμῶν. Ἡ βασική τους διαφορά, σέ σχέση μέ τόν ἀνθρώπινο πολιτισμό, ἔγκειται στό γεγονός ὅτι τά οἰκοσυστήματα ἀντιλαμβάνονται τό γεγονός τῆς συνύπαρξής τους ὡς τήν ἀφετηρία τῆς συνέχειάς τους καί τῆς διατήρησης τῆς παρουσίας τους μέσα σέ μιά ὁλότητα, ἡ ὁποία λειτουργεῖ, κυρίως ἐνστικτωδῶς, χωρίς περιορισμούς καί ἀποκλεισμούς. Ἀντιθέτως, στόν ἀνθρώπινο πολιτισμό οἱ ἐπιμέρους ἰδιαιτερότητες καί ἰδιομορφίες τῶν κατά τόπους πολιτισμῶν, πολλές φορές ἐπιζητοῦν ἐπιλεκτικές συγκρούσεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὡς βασικό στόχο τή κυριαρχία τοῦ ἑνός ἐπί τοῦ ἄλλου. Ἡ ὡραιότητα τῆς οἰκοπολιτισμικῆς συνύπαρξης τῶν οἰκοπεριβαλλοντικῶν πολιτισμικῶν συστημάτων ἀναιρεῖται ἀπό τό ὑποκείμενο τῆς πολιτισμικῆς δράσης, τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος, ὡς homo faber, ἔχοντας τήν τάση νά ἰδεολογικοποιεῖ τίς ὑποσχέσεις του γιά ἕνα καλλίτερο μέλλον(οὐτοπία), ἀφαιρεῖ ἀπό τίς πράξεις του τήν ἔννοια τῆς συνύπαρξης του μέ τή φύση καί τό περιβάλλον.
Ἡ οἰκολογική καί περιβαλλοντική κρίση, ὡς κρίση αὐτή καθ’ἑαυτή μέ παγκόσμια διάσταση, ἀποκαλύπτει κατά πολυδιάστατο τρόπο αὐτή τή σύγκρουση ἀνάμεσα στόν ἀνθρωποπολιτισμό καί τόν οἰκοπολιτισμό[1], ὡς σύγκρουση δύο διαφορετικῶν θεωρήσεων. Ἀπό τή μιά ἡ φυσική ἁρμονία καί ἡρεμία τῆς φύσης πού ἀναγκάζει συγγραφεῖς, ποιητές, ζωγράφους, μουσικούς, ψαλμωδούς νά ὑμνοῦν τό μεγαλεῖο τῆς θείας δημιουργίας καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νά κατακυριεύσει καί νά προσαρμόσει τό κάλλος τῆς θείας πραγματικότητας καί δημιουργίας στίς ἀνθρωποπολιτισμικές του κατανοήσεις, οἱ ὁποῖες κινοῦνται ἔναντι τῆς φύσης μέ διαθέσεις χρησιθηρίας καί ὡφελιμισμοῦ. Σέ αὐτές, εἰδικά τίς τελευταῖες, ὁ χριστιανισμός ὀφείλει νά ἀναγνωρίσει ὅτι κατέχει ἕνα ἀρκετά μεγάλο μερίδιο εὐθύνης, κυρίως γιά ἀντιλήψεις, οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν σέ πρακτικές παράχρησης καί μή ἐναρμόνισης τοῦ ἀνθρωποπολιτισμοῦ μέ τή φύση.
2. Ἡ ἀνθρωποπολιτισμική οἰκολογική ἀναστροφή
Στή σημερινή πραγματικότητα αὐτή ἡ ἀνικανότητα τοῦ ἀνθρώπου γιά συνύπαρξη φύσης καί πολιτισμοῦ διαφαίνεται κυρίως ἀπό τά παρακάτω:
1. Ἡ θεωρητική σύλληψη καί πρακτική ἐφαρμογή τῶν βιοτεχνολογικῶν παρεμβάσεων. Στήν ὅλη παρέμβαση δέν λαμβάνονται ὑπ’ὄψιν βασικά οἰκοπολιτισμικά στοιχεῖα ὅπως:
1.α. Ἡ καλλιέργεια γενετικῶς τροποποιημένων ὀργανισμῶν ἀναιρεῖ κατά ἀπόλυτο τρόπο τήν οἰκοπολιτισμική ἀρχή τῆς βιοποικιλότητας.
1.β. Συνέπεια αὐτῆς τῆς ἀναίρεσης εἶναι ἡ ἐπιβολή τῆς μονοδιάστατης ἀντίληψης τῆς μονοκαλλιέργειας ἑνός προϊόντος, τό ὁποῖο δέν ἀποτελεῖ φυσική ἐξέλιξη, ἀλλά τεχνική ἐργαστηριακή βιοκατασκευή.[2]
1.γ. Ἡ ἀρχή τῆς βιοποικιλότητας στή φύση ὁδηγεῖ κατ’ἀνάγκη στήν ἀντίληψη τῆς συνύπαρξης τῶν πάντων μέσα ἀπό φυσικούς τρόπους ἀναπα-ραγωγῆς (ἀμφιγονική, βλαστική-μονογονική (καταβολάδες), διασταύρωση).
1.δ. Ἡ κατάργηση τῆς βιοποικιλότητας καί ἡ ἐφαρμογή τῆς μονοκαλλιέργειας, ἀποτελεῖ οὐσιαστικά προϊόν μιᾶς συγκεκριμένης τεχνοανθρωποκεντρικῆς σύλληψης τοῦ πολιτισμοῦ, ἡ ὁποία, ἀδυνατώντας νά κατανοήσει τήν πολυπλοκότητα καί τή μεταβλητότητα τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, ἐπιβάλλει ἤ ἐπιθυμεῖ νά ἐπιβάλλει τόν ἄλφα πολιτισμό στόν βήτα,[3] δημιουργώντας ἤ ἐπιθυμώντας νά δημιουργήσει ἕνα μονοδιάστατο πολιτισμικά ἄνθρωπο, ἠθικά καί βιολογικά ἐλεγχόμενο.
1.ε. Στήν πρακτική τῆς βιοποικιλότητας δέν ὑπάρχει ἡ ἀνθρωποκεντρική παράχρηση τῆς ἔννοιας τῆς οἰκονομίας ὡς ἀνθρώπινης πρακτικῆς γιά συνεχή πλουτισμό. Ἀντίθετα στίς τεχνικές τῶν μονοκαλλιεργειῶν ὁ παράγοντας κέρδος ἀποτελεῖ βασικό συστατικό στοιχεῖο τῆς ὅλης δράσης. Δραστηριότητες, ὅπως ἡ ἐργαστηριακή γονιμοποίηση, ἡ διαγένεση, ἡ κυτταρική θεραπεία, ἡ κλωνοποίηση, ἡ τεχνητή σπερματέγχυση, ἀποτελοῦν πρακτικές μέ τεράστιο κόστος καί οἱ ὁποῖες θά πρέπει νά ἀποφέρουν ὅταν τεθοῦν σέ ἐφαρμογή καί τό ἀνάλογο κέρδος. Ἀπό αὐτό τό σημεῖο καί μετά ἀποκαλύπτεται ὅτι, ὅλες οἱ προαναφερόμενες δραστηριότητες, γίνονται ἀντιληπτές ὡς προϊόντα πρός κατανάλωση, τά ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι καλοῦνται νά καταναλώσουν, ὅπως καταναλώνουν ὅτι ἄλλο προϊόν διακινεῖται στό χῶρο τοῦ ἐμπορίου, ἀποφέροντας κέρδος στόν κατακευαστή του, στό μεταπράκτη ἤ στόν μεσάζοντα.
2. Τίς ἔμπρακτες καί φανερές πλέον συνέπειες τῆς βιομηχανικῆς ἀνάπτυξης μέ βάση τίς καύσεις τοῦ ἄνθρακα καί τῶν ὑδρογοναθράκων.
2.α. Πρώτη βασική συνέπεια τό φαινόμενο τοῦ θερμοκηπίου, τό ὁποῖο δημιουργεῖ κλιματολογικές ἀλλαγές μέσω τῆς ἀποκαλούμενης οἰκολογικῆς ἀναστροφῆς.
3. Γεωπολιτικές: πόλεμοι, πείνα, μετανάστευση, πληθυσμιακές, ἐργασιακές καί ἀναδιανομικές ἀλλαγές. Βασικός παράγοντας, χωρίς τόν ὁποῖο δέν εἶναι δυνατή μιά οὐσιαστική ἀνεύρεση λύσης στό οἰκολογικό πρόβλημα, εἶναι ὁ διεθνής καταμερισμός ἐργασίας. Ἡ ἀνασυγκρότηση καί ἡ ἀνακατανομή τοῦ παραγωγικοῦ πλούτου, δημιουργεῖ νέα δεδομένα καί ὁδηγεῖ σέ νέες συμμαχίες σέ ἕνα νέο πλαίσιο τό ὁποῖο ὀνομάζεται γεωοικονομία, μετατρέ-ποντας τό ἕνα καί μοναδικό οἰκονομικό κέντρο σέ πολλαπλό καί περιφεριακό. Αὐτή καί μόνο ἡ κατανόηση τῆς νέας γεωπολιτικῆς ἀνάπτυξης τῶν παραγωγικῶν δυνάμεων ἀνατρέπει τήν ὁποιαδήποτε «εὐφυή» θεωρία περί σύγκρουσης τῶν πολιτισμῶν μέ βάση κυρίως τό θρησκευτικό παράγοντα καί ἀποδεικνύει γιά ἀκόμη μιά φορά ὅτι οἱ θρησκεῖες χρησιμοποιοῦνται ἐργαλειακά γιά νά προσφέρουν τό ἰδεολογικό ἐπιφαινόμενο στίς προ-αποφασισμένες ἀπό τόν κύκλο τῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων συγκρούσεις.
4. Οἰκονομικές ἐπιπτώσεις. Σταθεροποίηση ἤ καί ὕφεση τῆς ἀνάπτυξης στίς δυτικοῦ τύπου πολιτισμικά χῶρες καί αὔξηση τῆς πετρελαιοανάπτυξης στίς χῶρες τοῦ τρίτου κόσμου.[4]
5. Δέν πρέπει νά λησμονεῖται ἤ νά ἀποσιωπεῖται τό γεγονός ὅτι καί ἡ ἐπιστήμη ἀποτελεῖ προϊόν τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ. Ἑπομένως ἡ σχέση ἀνθρωποπολιτισμός-ἐπιστήμη-οἰκοπολιτισμός θά πρέπει νά ἀντιμετωπίζεται μέ ἑνιαῖο τρόπο μέσα ἀπό ἕνα ὁλιστικό μοντέλο συνύπαρξης καί ἀλληλοπεριχώρισης. Ἡ λογική τῆς ψευδοφαινομενικῆς ἀντίληψης περί οὐδετερότητας τῆς ἐπιστήμης θά πρέπει κάπου ἐδῶ νά σταματήσει, ὡς μέγιστο ἠθικό ζήτημα ὑποκρισίας. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ ἐπιστημονική πρόοδος ἐξαρτᾶται σέ μεγάλο βαθμό ἀπό τήν οἰκονομική στήριξη πού τῆς παρέχεται. Ἔτσι, ἡ ὑπέρβαση τῶν συμφερόντων πού αὐτά τά φαινόμενα παράγουν καί ἡ κατασκευή σταθερῶν βάσεων ἐπιστημονικῆς ὑπευθυνότητας προϋποθέτει μιά πιό μεγάλη διαφάνεια στή διαδικασία τῆς ἔρευνας. Ὁ ἐπιστήμονας ὀφείλει νά διασφαλίσει μιά ἐξ ὁλοκλήρου ἀνεξαρτησία γιά τόν ἑαυτό του ἔναντι τῶν πολιτικῶν καί οἰκονομικῶν ἐξουσιῶν, ἀπελευθερωμένος ἀπό σκοπιμότητες, ἀλλά ἐπί πλέον ἔχει τό χρέος νά ἐρευνᾶ γεγονότα πού πιθανόν νά ἐνοχλοῦν.[5]
3. Οἰκοπολιτισμικά προλεγόμενα
Ἡ ἀνθρώπινη παρουσία στό ἀνθρωποπολιτισμικό σύνολο δέ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος διεκδικεῖ ἀποκλειστικά καί μόνο μία θέση στήν πολιτισμική διαδικασία ἤ ὅτι γίνεται μέτοχος τοῦ κέρδους τοῦ πολιτισμικοῦ προϊόντος, ἀλλά ὅτι ἐνεργεῖ μέ τέτοιο τρόπο ὥστε ἡ φύση νά ἀποτελεῖ ἐνεργό στοιχεῖο τῆς πολιτισμικῆς του ταυτότητας. Ἡ στιγμή τῆς σύλληψης ἑνός ἀνθρώπου ἀποτελεῖ στιγμή ταυτόχρονης ἔνταξής του στόν περιβάλλοντα ἀνθρωποπολιτισμό καί οἰκοπολιτισμό. Ἡ συνύπαρξή του μέ τίς ἰδιαίτερες ἐκφάνσεις καί προβολές αὐτῶν τῶν δύο μεγεθῶν μετατρέπει τήν παρουσία του ἀπό μιά βιολογική διαδικασία σέ φορέα ἑνοποίησης τῆς ὅλης δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, σέ μιά πορεία σεβασμοῦ καί κατανόησης τοῦ μερικοῦ μέ τό ὅλο.[6]
3.1. Ζήτημα δημοκρατίας
Οἱ ὑπάρχουσες μορφές ὀργάνωσης τοῦ ἀνθρωπο-πολιτισμοῦ δέν ἀπαντοῦν στό ζήτημα τῆς ἑνοποίησης ἤ τῆς ὁλιστικῆς προσέγγισης τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας. Οἱ ἐνεργούμενες διαδικασίες ἀπό τό ὑποκείμενο τοῦ ἀνθρωποπολιτισμοῦ ὑστεροῦν, κυρίως, καί γι’αὐτό ἀδυνατοῦν νά ἐκφράσουν τόν ἄνθρωπο στό σύνολό του, στό θέμα τῆς δημοκρατίας. Ἡ σημερινή μορφή δημοκρατίας εἶναι κυρίως διεκδικητική τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. Ὁ πολυκομματισμός ἐπιδιώκει μονίμως μιά μορφή συμμετοχῆς στά δημόσια συντελούμενα μέ ἀπόλυτο σκοπό τήν διεκδίκηση συμμετοχῆς στήν ἄσκηση τῆς ὑπάρχουσας ἐξουσίας. Σέ αὐτή τή μορφή ἄσκησης ἐξουσίας ἡ οἰκοπολιτισμική κατεύθυνση καί ποιότητα συμμετοχῆς εἶναι παντελῶς ἀποῦσα, καθώς, γιά νά εἴμαστε καί ρεαλιστές, μιά τέτοια κατεύθυνση καί μιά τέτοια ποιότητα δέν μπορεῖ νά συνυπάρξει μέ διεκδικήσεις συμμετοχῆς στήν ὑπάρχουσα ἐξουσία. Αὐτή ἡ προσέγγιση ἑρμηνεύει καί τό γεγονός τῆς ὕπαρξης ἀρκετῶν ἀκτιβιστικῶν μή κυβερνητικῶν ὀργανώσεων στό χῶρο τῆς οἰκοπολιτισμικῆς παρέμβασης. Γιά νά μήν δημιουργοῦνται, ὅμως, αὐταπάτες τό ὑποκείμενο μιᾶς τέτοιας προσέγγισης εἶναι καί πάλι ὁ ἄνθρωπος. Ἡ προσπάθεια γιά μιά οἰκοπολιτισμική κατεύθυνση τῶν ἀνθρωπίνων δραστηριοτήτων εἶναι αὐτή ἡ ὁποία θά δώσει τή δυνατότητα ὑλοποίησης μιᾶς οἰκοπολιτισμικῆς δημοκρατίας ὅπου ὁ πολίτης ὡς πολιτισμικός ἑταῖρος θά ἔχει τή δυνατότητα παρέμβασης στίς διαδικασίες λήψεις τῶν ἀποφάσεων. Ἡ διαφορά μέ τήν ὑπάρχουσα κατάσταση εἶναι ἀρκετά εὐδιάκριτη καί οὐσιαστική.
Στό μέχρι τώρα ὑπάρχον μοντέλο τοῦ ἀνθρωπο-πολιτισμοῦ, ὁ ρόλος τοῦ πολίτη εἶναι διεκδικητικός ἀπό τή στιγμή πού ἀνακοινωθοῦν οἱ ἀποφάσεις τῆς ὅποιας ἐξουσίας. Στό μοντέλο μιᾶς πιθανῆς οἰκοπολιτισμικῆς συνύπαρξης ἡ φύση ὡς ἑταῖρος αὐτῆς τῆς συνύπαρξης ἔχει χαρακτήρα ὑποκειμένου, τό ὁποῖο παρεμβαίνει καί προτείνει στό κέντρο λήψης τῶν ἀποφάσεων ὡς ἰσότιμος φορέας.[7] Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε οἰκολογική παρέμβαση, στή διαμόρφωσή της, θά πρέπει νά λαμβάνει ὑπ’ὄψιν της τήν ἐνεργό παρουσία τοῦ περιβάλλοντος. Ἔννοιες ὅπως, οἰκονομία, πολιτική, κοινωνία, δημοκρατία θά πρέπει νά ἐρευνῶνται ὑπό τό πρίσμα ὄχι μόνο τοῦ κέρδους, τῆς ἐξουσίας, τοῦ ὠφελιμισμοῦ ἤ τῆς ἁπλῆς ἀντιπροσώπευσης, ἀλλά νά ἐπαναπροσδιορίζονται ὑπό τό πρίσμα τῆς συνύπαρξής τους μέ τό οἰκολογικό ἐμπερίστατο, δημιουργώντας τήν ἀφετηρία ἑνός οἰκοανθρωποπολιτισμοῦ ἱκανοῦ νά διαφυλάξει τήν ποιότητα ζωῆς, τήν εἰρήνη, τή δικαιοσύνη, τήν ἀλληλεγγύη, τήν ἀγάπη, τήν εἰλικρίνεια, τή διατήρηση τῆς δημιουργίας.
3.2. Ἡ συνάντηση μέ τό θρησκευτικό
Σέ αὐτό τό σημεῖο θά πρέπει νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι, πράγματι, ὁ homo faber πέτυχε νά ἀποδείξει τήν ἱστορική ἀναγκαιότητα τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, ἀνακαλώντας, ὅμως, τίς ἰδιότητές του ὡς φυσικό ὄν καί ἀντικαθιστώντας αὐτές τίς ἰδιότητες μέ τήν καρτεσιανή μηχανική. Ἐδῶ ἡ ἀνάλυση θά πρέπει νά εἶναι ὄντως πολύ προσεκτική στό σημεῖο συνάντησή της γενικά μέ τίς θρησκεῖες καί τό χριστιανισμό εἰδικότερα. Εἴτε τό πλαίσιο τοῦ ὑπερτονισμοῦ τῆς χριστολογίας ἀκολουθήσουμε εἴτε τό σχολαστικό δρόμο τῆς μεταφυσικῆς ἐπιλέξουμε ἡ προβληματική εἶναι θεολογικῶς κοινή. Ὁ κόσμος, ἡ φύση, ὁ ἄνθρωπος θεμελιώνονται καί στίς δύο προσεγγίσεις πάνω στήν ἰδέα τῆς ἱστορικῆς καί αἰτιατῆς ἀναγκαιότητας τοῦ Θεοῦ. Ὁ κόσμος, ἡ φύση, ὁ ἄνθρωπος ἀποτελοῦν γεγονότα τῆς ριζικῆς ἰδιαιτερότητας τοῦ Θεοῦ καί ἡ κτίση, ὁ πολιτισμός, ἡ ἱστορία ἀποκτοῦν περιεχόμενο μέσω τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ἡ συνάντηση αὐτῆς τῆς θρησκευτικοχριστιανικῆς κατανόησης τοῦ πολιτισμοῦ ὁλοκληρώνεται ἤ ἔχει τή δυνατότητα νά ὁλοκληρωθεῖ ὅταν ἐπιδιώξει τή συνύπαρξή της μέ ὅλες τίς ἄλλες μορφές πολιτισμικῆς δραστηριότητας τοῦ ἀνθρώπου. Τό τελευταῖο ἀποτελεῖ κοινό βασικό χαρακτηριστικό ὅλων τῶν θρησκειῶν καί ἄρα στό διαθρησκευτικό διάλογο ὀφείλουμε νά ξεκινήσουμε ἀπό αὐτό, προσπερνώντας τίς ὁποιεσδήποτε ἀφετηριακές διαφορές.
Ἄνθρωπος καί φύση κατανοοῦνται ὡς δρώντα στοιχεῖα ἑνός ἐνεργούμενου οἰκοπολιτισμοῦ, ὅπου καταφάσκεται ἡ λογική αὐτοερμηνεία τῆς πίστης στό Θεό-Δημιουργό καί δέν ἀποκλείεται ἡ παρουσία τοῦ πνευματικοῦ, ὡς στοιχείου μή κατανοητοῦ ἀπό τόν ἐπιστημονικό θετικισμό. Αὐτή ἡ λογική αὐτοερμηνεία τῆς πίστης διαλέγεται, παραδόξως, μέ συνομιλητές, οἱ ὁποῖοι δέν ὑπερβαίνουν τά ὅρια τῶν φυσικῶν δυνατοτήτων, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ἔχουν ἀντικειμενοποιήσει ἐπιστημονικά καί τόν ἄνθρωπο καί τή φύση. Ὅμως, τό περιεχόμενο τῆς φύσης καθορίζεται μέσα ἀπό συμπεριφορές καί ἐμπειρίες κατά τίς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος ἔχει τή δυνατότητα νά ἑρμηνεύει ποικιλοτρόπως καί ὄχι φυσικά μόνο αὐστηρά ἐπιστημονικά, τή συνύπαρξή του μέ αὐτήν. Αὐτή ἡ δυνατότητα τῆς ποικιλότροπης κατανόησης τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τή φύση, ἔχει μοναδική ἀξία διότι συνιστᾶ ἕνα γεγονός. Ἐπαναφέρει τό ἐρώτημα τῆς προστασίας καί τῆς συντήρησης τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐρώτημα μιᾶς οἰκοπολιτισμικῆς δημοκρατικῆς δημιουργικότητας.
Μιά τέτοια δημιουργικότητα ἔχει ὡς στόχο νά ἀνακαλύψει καί νά ἀποκαλύψει τίς δομικές ἀντιφάσεις τῶν ἀνθρωπο-κοινωνικῶν δράσεων καί νά καταδείξει τά κριτήρια ἐκεῖνα τά ὁποῖα θά πρέπει νά λάβει ὑπ’ὄψιν της στήν προοπτική τῶν οἰκοπολιτισμικῶν ἀλλαγῶν. Ἡ οἰκονομική ὑδρογονοανθρα-κοβιομηχανική ἀνάπτυξη θά πρέπει νά ἀντικατασταθεῖ μέ μία οἰκοπολιτισμική ἀνάπτυξη, ἡ ὁποία ὡς κύριο στόχο θά θέσει μιά νέα παγκόσμια στρατηγική θεμελιωμένη σέ νέα τεχνολογικά οἰκοπολιτισμικά σχέδια καί σέ ἕνα νέο κοινωνικό οἰκοπολιτισμικό σχεδιασμό. Ἔχοντας, ὡς δεδομένο ὅτι γιά πολλούς ἰσχύει ὅτι «δέ χρειαζόμαστε τή θρησκεία γιά νά ἀσχοληθοῦμε μέ τήν οἰκολογική καταστροφή»[8] θά πρέπει ὁ θρησκευτικός παράγοντας νά προσδιορίσει μέ ρεαλιστικά στοιχεῖα τή σχέση του μέ τήν οἰκολογία καί τόν πολιτισμό. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ διατυπωμένη, ἐδῶ καί σαράντα χρόνια περίπου, θέση τοῦ Lynn White ὅτι:
«ἡ χριστιανική θρησκεία εἶναι ἡ πιό ἀνθρωποκεντρική τοῦ κόσμου... καί ὅτι μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐκμεταλλεύεται τή φύση γιά καθαρό του ὄφελος»[9]
θά πρέπει νά κατανοηθεῖ θετικά καί μέ διάθεση αὐτοκριτῆς. Μιά θετική ἀπάντηση θά πρέπει, ἐπίσης, νά κατανοήσει τό γεγονός τῆς ἱστορικῆς οἰκονομικῆς παγκοσμιοποίησης ὡς δυνατότητα τοῦ ὅλου νά ὑφίσταται καί νά ὑπάρχει ἐν τῷ ὅλῳ, ὡς γεγονός συμπύκνωσης τοῦ ὅλου κόσμου σέ ἕνα καί μόνο χῶρο. Αὐτή ἡ προσέγγιση τῆς παγκοσμιότητας δημιουργεῖ προϋποθέσεις μιᾶς οἰκοπολιτισμικῆς οἰκουμενικῆς ἠθικῆς μέ χαρακτηριστική περίπτωση ἑρμηνείας αὐτοῦ τοῦ φαινομένου τή στάση τῶν νέων ἔναντι τῆς θρησκείας, κυρίως, ὡς μιά θρησκεία τῆς πράξης παρά μιά θρησκεία μέ ἀναφορά στόν Θεό. Οἱ νέοι, παγκοσμίως, ἐνδιαφέρονται γιά τή θρησκεία μόνο ὅταν αὐτή περιπλέκεται μέ ἀναφορές σχετικές μέ τήν ἀδικία, τήν πείνα στόν κόσμο, τήν ἐπιβίωση, τήν οἰκολογία, τόν πόλεμο, τή μετανάστευση, τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, τή μουσική, τίς τέχνες, τήν κουλτούρα καί γενικά τόν πολιτισμό.
Κατ’αὐτόν τόν τρόπο, μπορεῖ κάποιος, ὅπως ὁ Kolakowski νά ὑποστηρίζει ὅτι δέν χρειάζεται κάποιος τή θρησκεία γιά νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν οἰκολογική καταστροφή, θά ἦταν, ὅμως, τελείως παράλογο νά θέσει ἐκτός διαδικασίας κατανόησης τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος ὅλους αὐτούς τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θρησκεύουν εἴτε ἀτομικά εἴτε κοινοτικά εἴτε ἐμπειρικά εἴτε ὑπαρξιακά, γιατί ἁπλούστατα ὁ θρησκευόμενος ἄνθρωπος διακατέχεται καί αὐτός ἀπό κάποιες ἀξίες καί ἔχει ἀναπτύξει συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα τίς δικές του κοσμοπολιτισμικές θεωρίες. Στό δυτικό κόσμο τό θρησκευτικό γεγονός συνδέεται ὅλο καί περισσότερο μέ τήν ἀτομικότητα, κάτι τό ὁποῖο ἐπιτρέπει τήν ἀνάπτυξη οἰκολογικῶν καί πολιτισμικῶν εὐαισθησιῶν, ὄχι ὅμως μέσα ἀπό τίς δομές τῶν παραδοσιακῶν θρησκειῶν. Αὐτό συμβαίνει γιατί ὁ μεταμοντέρνος ἄνθρωπος δίνει προτεραιότητα σέ ἔννοιες καί πρακτικές πού δίνουν προτεραιότητα στή δημοκρατία, στήν ἐλευθερία τῆς ἔκφρασης, στή συμμετοχή, στήν κατάργηση τῶν κοινωνικῶν διακρίσεων, στήν κοινωνική δικαιοσύνη, στήν ἀλληλεγγύη, ἔννοιες καί πρακτικές οἱ ὁποῖες δέν φαίνεται νά ἀπασχολοῦν ἔντονα στήν πράξη τούς πιστούς τῶν παραδοσιακῶν θρησκειῶν. Ἀντίθετα οἱ σημερινοί νέοι ὡς πολίτες τοῦ μεταμοντέρνου κόσμου καταδεικνύουν ὅλο καί περισσότερο ἕνα ὑπέρμετρο σεβασμό ἔναντι τῆς φύσης καί μιά ἰδιαίτερη προσοχή σέ ἐρωτήματα πού ἀφοροῦν στή σημασία καί στόν σκοπό τῆς ζωῆς, ἀλλά στηρίζουν, στήν πλειονότητά τους μέ λιγότερο πάθος, τίς παραδοσιακές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Παρ’ὅλα αὐτά θά πρέπει νά ἀναφερθεῖ ὅτι παρ’ὅτι ζοῦν ἐντός τοῦ δυτικοῦ πολιτισμικοῦ συστήματος παρατηρεῖται μιά καλλίτερη ἀντιμετώπιση τῆς φύσης ἀπό αὐτούς πού μελετοῦν περισσότερο τή Βίβλο καί τά ἱερά κείμενα τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, παρά ἀπό αὐτούς πού ἐμφανίζονται νά ὑποστηρίζουν ἐνθέρμως τήν πίστη τους στόν Θεό.[10]
Ἡ ὅλη αὐτή προσέγγιση ἐπιβεβαιώνεται ἀπό ἕνα πλῆθος ἀπόψεων, οἱ ὁποῖες ταυτίζουν οἰκολογικό καί θρησκευτικό κίνημα,[11] μιλοῦν γιά ἕνα «φυσικό θεϊσμό»,[12] ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ χριστιανική πίστη εἶναι «οὐσιαστικῶς πράσινη»,[13] ἤ ὅτι ὑπάρχει σήμερα ἀναγκαιότητα «γιά μιά θεολογία τῆς Δημιουργίας καί μιά πνευματικότητα πού νά εἶναι εὐαίσθητες στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή φύση».[14] Τό ἀντιφατικό στή συνάντηση αὐτή μεταξύ ἐπιστήμης καί θρησκείας εἶναι ὅτι πολλές φορές οἱ ἴδιοι οἱ ἐπιστήμονες καταφεύγουν στίς θρησκευτικές ἀξίες προκειμένου νά θέσουν σέ κίνηση τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου γιά τή φύση καί τό περιβάλλον. Ἐπειδή, ὅμως, τό οἰκολογικό κίνημα εἶναι σύν τοῖς ἄλλοις καί φορέας μιᾶς δυναμικῆς διαμαρτυρίας ἔναντι τοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ πολιτισμοῦ σέ πολλές περιπτώσεις ἐπιδιώκει νά ὑπερβεῖ τήν ἐπιστημονική αὐστηρότητα τοῦ θετικισμοῦ καί νά συνδέσει τά οἰκολογικά καί περιβαλλοντολογικά προβλήματα μέ προβλήματα εἰρήνης, ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί βιοηθικῆς. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἀποκάλυψη μιᾶς ἄλλης πραγματικότητας, ἡ ὁποία πορεύεται ἐπέκεινα τοῦ καθημερινοῦ, ἀλλά ἔχει τήν ἀφετηρία της στό καθημερινό, μπορεῖ νά ὑπάρξει μόνο μέσα ἀπό τή συνειδητοποίηση τῆς σημασίας τῶν οἰκολογικῶν προβλημάτων. Ἡ ἀπόσταση πού χωρίζει τό καθημερινό σημεῖο ἐκκίνησης ἀπό τήν πιθανή του ἀποκαλυπτική προοπτική δέν εἶναι μεγάλη.
Ἡ προηγούμενη ἀνάλυση ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα ὅτι οἱ ὁποιεσδήποτε προτάσεις εἶναι ὁριακές, καθώς στενεύουν ὅλο καί περισσότερο τά ὅρια ἀντίδρασης στήν κατεστημένη ἀνθρωποπολιτισμική πρακτική. Ἡ ὁλιστική κατανόηση τῶν δεδομένων πού μπορεῖ νά προσφέρει μιά προοπτική οἰκοπολιτισμικῆς ἀκεραιότητας ἐμπεριέχεται στή φράση τοῦ Κάλλιστου Γουέαρ:
Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ φύση ὡς ἐμπερίστατος χῶρος γιά τόν ἄνθρωπο ἐκτός ἀπό τήν ἐπιστημονικότητα ἐμπεριέχει καί τήν ἔννοια τῆς ἱερότητας καί ἑπομένως προκαλεῖ τήν ἀναγκαιότητα σεβασμοῦ, φροντίδας καί προστασίας ἀπό μέρους τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ René Coste ἀναφέρει:
«ὁ ἄνθρωπος, ἔχοντας χάσει ὅλα τά σημεῖα παρουσίας τοῦ ἱεροῦ, ὑφίσταται τό παράλογο τοῦ κόσμου».[16]
Ἡ ἀποδοχή τοῦ στοιχείου τῆς ἱερότητας στή φύση δίνει τή δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά κατανοήσει τήν οἰκουμενικότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί μέσω αὐτῆς τῆς ἀγάπης νά μεταμορφώσει τήν πρακτική του σέ οἰκουμενική ἀγάπη πρός τή φύση.[17]
Ἡ ἀντίληψη ὅτι Θεός καί ἄνθρωπος βρίσκονται ἀπόμακροι μεταξύ τους ἀποτελεῖ πλάνη καί τήν πρώτη αἰτία ἀπανθρωποίησης τοῦ ἀνθρώπου. Ὁδηγεῖ στή σκέψη ὅτι ὁ Θεός εἶναι περιττός καί τή θέση του θά πρέπει νά τή λάβει ὁ ἄνθρωπος.[18] Κατά δέ τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει ὡς κάτοπτρο καί συγκεφαλαίωση τοῦ κόσμου καί ὁ κόσμος ὡς ἀνακεφαλαίωση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου.[19] Ὑπό αὐτή τήν ἔννοια ἡ χρήση τῆς τεχνολογίας ἀπό τήν ἄνθρωπο δέν ἀναφέρεται στή φύση, ἀλλά σχετίζεται μέ τήν ἠθική ἤ ἀκόμη καλλίτερα μέ τήν ὑποταγή τῆς ἠθικῆς στήν ἐπιστημονική καί τεχνολογική ἀποτελεσματικότητα. Αὐτή ἡ ὑποταγή ἀποτελεῖ τή βασική ἀρχή κοινωνικῆς ὀργάνωσης τοῦ σύγχρονου ἀνθρωποπολιτισμοῦ. Ἔτσι κατά πρωθύστερο τρόπο θά μποροῦσε νά ὑποστηριχθεῖ ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά γίνει ἀντιληπτός ἠθικά ὡς κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ-Δημιουργοῦ, καθώς τοῦ λείπουν βασικά στοιχεῖα αὐτῆς τῆς δημιουργίας ὅπως: ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἀγάπη.
Σήμερα ἡ πρόβλεψη τοῦ Weber γιά ἕνα Entzauberung der Welt (ἀπομυστικοποιημένο κόσμο), ὅπου τό ἱερό δέν θά παίζει κανένα κοινωνικό ρόλο,[20] διαψεύδεται, καθώς ἀμφισβητοῦνται πλέον ἔντονα καί ἡ καρτεσιανή λογική καί ὁ αὐστηρός ὀρθολογισμός ὡς ἐργαλεῖα ἐπίλυσης τῶν κοινωνικῶν καί ἠθικῶν προβλημάτων.[21] Ἡ ὕστερη νεωτερική κοινωνία ὄχι μόνο δέν προωθεῖ τήν ἀπομυστικοποίηση, ἀλλά γεννᾶ θρησκευτικές ἀντιδράσεις μέσα στό διαλεκτικό πλαίσιο τοῦ κοινωνικοῦ συστήματος καί τοῦ πολιτισμοῦ,[22] τά ὁποῖα, ὅμως, πολλές φορές διακατέχονται ἀπό μιά ἄρνηση διαλόγου μέ τό διαφορετικό καί χαρακτηρίζονται ἀπό πρακτικές βίας καί φανατισμοῦ.
Πάντως, γιά νά μή δημιουργοῦνται αὐταπάτες, γιά τό κατά πόσο οἱ θρησκεῖες σήμερα δύνανται νά κινητοποιήσουν τούς ἀνθρώπους καί τούς νέους, εἰδικότερα πρός τήν κατεύθυνση τῶν οἰκολογικῶν ἀνησυχιῶν καί δραστηριοτήτων, θά πρέπει μέ εἰλικρίνεια νά εἰπωθεῖ ὅτι κάτι τέτοιο ἔχει ἐλάχιστες ἐλπίδες νά βρεῖ χῶρο ὑλοποίησης. Ὁ βασικός λόγος τῆς ἄρνησης γιά μαζική συμμετοχή τῶν ἀνθρώπων σέ οἰκολογικές δραστηριότητες ὑπό τήν καθοδήγηση θρησκευτικοῦ ὑποκειμένου εἶναι ἡ θεσμική, ὅπως προαναφέρθει, δομή τῶν θρησκειῶν στήν πλειονότητά τους. Τό συστημικό λειτουργικό πλαίσιο τῶν θρησκειῶν ἐνῶ ἀναζητεῖ νέο λόγο καί νέο ρόλο στόν ἀνθρωποπολιτισμό ἐν τοῦτοις παραμένει σταθερά προσηλωμένο σέ μή λειτουργικές γι’αὐτόν πρακτικές μέ ἀποτέλεσμα τό τόσο σημαντικό γιά τό σύγχρονο ἄνθρωπο μήνυμά του νά μήν ἔχει τήν ἀνταπόκριση πού θά ἔπρεπε νά ἔχει.
3.3.Τό παράδειγμα: rock καί οἰκολογία
Οἱ περισσότεροι ἀκτιβιστές οἰκολόγοι λαμβάνουν ὑπ’ὄψιν τους ἐλάχιστα τίς θρησκευτικές πηγές στίς προσκλήσεις τους γιά οἰκολογική δράση, ἐνῶ, γιά παράδειγμα, χρησιμοποιοῦν συχνά τό χῶρο τῆς μουσικῆς. Ὁ ἀκτιβιστής οἰκολόγος καί πρώην ἀντιπρόεδρος τῶν ΗΠΑ, Al Gore, ἀρχίζει τό προσκλητήριό του γιά τό Live Earth[23] μέ στίχους ἀπό τραγούδι τοῦ Bob Dylan:
«Γερουσιαστές καί μέλη τοῦ Κογκρέσου ἀκοῦστε τήν κραυγή
οἱ καιροί ἀλλάζουν»
οἱ δέ μελετητές τῶν ποιημάτων τοῦ Dylan ἐπισημαίνουν ὅτι, ἤδη, ἀπό τό 1964 προειδοποιοῦσε γιά τήν καταστροφή τοῦ πλανήτη μέ τό «A Hard Rain Is a Gonna Fall». Τό τραγούδι αὐτό θεωρεῖται ὡς ἀφετηρία τῆς συνάντησης rock καί οἰκολογίας μέ ἀποκορύφωμα τό κίνημα τῶν χίπις, τήν ἄρνηση τοῦ τεχνολογικοῦ πολιτισμοῦ, τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας καί τά τραγούδια διαμαρτυρίας.
Τή σκυτάλη ἀπό τόν Dylan θά πάρουν οἱ Jeferson Airplane μέ τό «Eskimo Blue Day» καί τούς Stepenwoolf μέ τό «Born to Be Wild». Ὁ Jim Morrison γράφει τό 1971 τό ποίημα μέ τίτλο «Woman In The Window», ὅπου ἕνας ἄγγελος ἔρχεται στή Γῆ μέ σκοπό νά προειδοποιήσει τούς ἀνθρώπους γιά μιά ἐπικείμενη οἰκολογική καταστροφή.[24] Τό 1971, ἐπίσης, ὁ Marvin Gey μέσα ἀπό τό «Mercy Mercy Me (The Ecology)», μιλᾶ γιά ἕναν πλανήτη, ὁ ὁποῖος καταστρέφεται ἀπό τήν ἀπληστία τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Sting ἀπό τό 1989 ἀγωνίζεται γιά τή διάσωση τῶν δασῶν τοῦ Ἀμαζονίου καί μαζί του συμπορεύεται ὁ Elton John καί ἡ Sherry Crow, ὁ δέ Peter Garet τῶν Αὐστραλῶν Middnight Oil θεωρεῖται ἀπό τούς πλέον δραστήριους οἰκολόγους ἀκτιβιστές. Στό πλευρό ὅλων αὐτῶν συντάσσονται πλέον καί διάσημοι ράπερ, ὅπως ὁ ἀμερικανός Tzei Ze, σέ μιά ἐκστρατεία ἐνημέρωσης γιά τό πρόβλημα τῆς ἔλλειψης πόσιμου νεροῦ στήν Ἀφρική.[25]
Τό παράδειγμα τοῦ Live Earth, παρά τίς κριτικές πού δέχεται, ἀποδεικνύει ὅτι ὅταν τά πολιτισμικά ἐργαλεῖα λειτουργοῦν σέ ἕνα παγκόσμιο πλαίσο ἀποδοχῆς ἀπό τίς ἀνθρώπινες κοινωνίες, τότε μποροῦν νά δημιουργήσουν προϋποθέσεις δράσης καί πίεσης γιά τή σωτηρία τοῦ πλανήτη. Θεωρητικά τό πλαίσιο λειτουργίας του μηνύματος θά μποροῦσε νά εἶναι πιό πολιτικό, πρός τή κατεύθυνση τῆς πολιτικῆς βούλησης καί δράσης γιά τήν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων ἤ ἀκόμη καί πιό κριτικό καί πιό ριζοσπαστικό. Τό σίγουρο, πάντως, εἶναι πώς ὑπῆρξε μιά ἀνταπόκριση συμμετοχῆς πού ἄγγιξε τά 2.000.000.000 ἀνθρώπους. Πέτυχε νά παγκοσμιοποιήσει τό πρόβλημα τῆς συμμετοχῆς καί ἔδωσε μηνύματα ἑνότητας τοῦ καθημερινοῦ καί τοῦ παγκόσμιου.
4. Κοινή πορεία καί δράση
Αἰτιατῶς πλέον οἱ θρησκευτικοί ἡγέτες θά πρέπει νά ἀναρωτηθοῦν γιά τούς λόγους τούς ὁποίους τό δικό τους μήνυμα δέν ἔχει τήν ἴδια κινητικότητα παρά τήν σπουδαιότητά του καί τήν ὡριμότητά του. Θά πρέπει ἐπί πλέον νά ἀναζητήσουν τούς λόγους ἐκείνους πού μετατρέπουν τίς θρησκεῖες ἀπό ἐργαλεῖα ἐλευθερίας, ἀγάπης, εἰρήνης καί ἀλληλεγγύης σέ ἐργαλεῖα διαχωρισμοῦ καί διάσπασης τῆς ἑνότητας τῶν ἀνθρώπων καί τῆς συνύπαρξης τῶν πολιτισμῶν.
Ἡ δράση, γιά τήν δημιουργία προϋποθέσεων πολιτικῆς βούλησης γιά τή σωτηρία τοῦ πλανήτη, ἀποτελεῖ ἐπιλογή πού συνυπάρχει μέ τίς θεολογικές ἀφετηρίες τῶν περισσοτέρων μεγάλων θρησκειῶν. Ἡ ὕπαρξη θρησκευτικοῦ ἤ θεολογικοῦ λόγου μέ ἀναφορές στό οἰκολογικό πρόβλημα ἀπό μόνη της, ὅμως, δέν μπορεῖ νά εὐαισθητοποιήσει καί νά κινητοποιήσει τήν παγκόσμια κοινότητα γιατί εἶναι πολυκερματισμένος καί πολυδιασπασμένος. Ἀπό τήν ἄλλη οἱ συζητήσεις καί τά συνέδρια σέ διαομολογιακό καί διαθρησκευτικό ἐπίπεδο ἀντιπαραθέτουν ἕνα πλαίσιο πορισμάτων τό ὁποῖο, παρ’ὅτι δέν ἔχει νά ζηλέψει τίποτα ἀπό ἀνάλογα πολιτικά καί ἐπιστημονικά συνέδρια δέν ἔχει τήν ἴδια ἀπήχηση μέ αὐτά στήν παγκόσμια κοινότητα. Τό ζητούμενο λοιπόν εἶναι ἡ αὐτόνομη πορεία, ἡ ὁποία πολλές φορές ὑφίσταται γιά νά ἱκανοποιεῖ τόν ἀνθρώπινο ἐγωϊσμό τῆς μοναδικῆς ἄποψης, νά μετατραπεῖ σέ κοινή πολιτική, ἠθική παρουσία καί δράση ὅλων ὅσων ἀγωνίζονται γιά τή σωτηρία τοῦ πλανήτη.
Τό οἰκολογικό κίνημα σωστά δέν ἐπεδίωξε ποτέ νά καταστεῖ τό ἱστορικό ὑποκείμενο τῆς πράσινης οὐτοπίας, πιθανόν γιατί κατανόησε ἐξ ἀρχῆς ὅτι ἔτσι θά ὁδηγοῦσε τήν ἀνθρωπότητα σέ ἕνα νέο, οἰκολογικό αὐτή τή φορά, ὁλοκληρωτισμό. Πολιτικά καί ἠθικά, παραμένει, ὅμως, ἐνεργό καί κερδίζει μάχες μέσα στήν κοινωνία, στά κοινοβούλια, στή νομοθεσία, στή καθημερινότητα, στό τοπικό καί στό παγκόσμιο. Τό οἰκολογικό μέλλον τοῦ πλανήτη εἶναι τόσο πλέον ἐνεργούμενο στό παρόν πού οἱ ὁποιεσδήποτε διαφορές σέ θέματα θρησκευτικῆς πίστης, ἄν ὁ ἄνθρωπος συνεχίσει αὐτή τήν πορεία, σέ λίγα χρόνια δέν θά ὑφίστανται λόγο ἀπουσίας τοῦ θρησκευόμενου ὑποκειμένου. Καί οἱ θρησκεῖες καί οἱ θρησκευτικοί ἡγέτες καί οἱ θρησκευόμενοι ἀποτελοῦν ἐνεργά ὑποκείμενα, τά ὁποῖα, πέρα ἀπό τήν ὀρθοδοξία τοῦ ἀνθρωποπολιτισμοῦ τους, θά πρέπει νά ἀναζητήσουν κοινούς τρόπους συνοδοιπορείας μέ ὅλους ὅσους ἀγωνίζονται νά κάνουν πράξη τήν οἰκοπολιτισμική συνύπαρξη τῆς ὅλης δημιουργίας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ συλλειτουργία τῶν θεσμῶν σέ τοπικό καί παγκόσμιο ἐπίπεδο φαντάζει σήμερα τόσο ὡς ἀναγκαιότητα ὅσο καί ὡς ὑποχρέωση. Θέτει, ὅμως, μιά βασική προϋπόθεση, γιά ὅλους ὅσους ἐνδιαφέρονται νά συμμετέχουν στίς διαδικασίες λήψης τῶν ἀποφάσεων, γιά τό μέλλον τοῦ πλανήτη, τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν πολιτισμῶν. Αὐτή, ἡ βασική προϋπόθεση, ἔχει νά κάνει μέ τήν ἐσωτερική δημοκρατική λειτουργία τῶν θεσμῶν πού ἐπιθυμοῦν τή συμμετοχή τους σ’αὐτές τίς διαδικασίες, οἱ ὁποῖες ἐπίσης θά πρέπει νά λειτουργοῦν μέ δημοκρατικό τρόπο. Ὁ κοινός τρόπος καί ἡ κοινή δράση ἀναφέρονται σέ συμπεριφορές θεσμῶν πού ἀποδεδειγμένα λειτουργοῦν δημοκρατικά σεβόμενοι τίς ἰδιαιτερότητες τοῦ ἄλλου καί ἐπιθυμώντας τή συνύπαρξή τους μαζί του. Ὁ θρησκευτικός θεσμός, ἐάν καί ἐφ’ὅσον ἐπιθυμεῖ τήν ἔνταξή του σέ μιά διαδικασία συλλειτουργίας μέ τούς ἄλλους θεσμούς, θά πρέπει, πρωτίστως, ὅσον ἀφορᾶ στήν ἐσωτερική του λειτουργία, νά ἀναλάβει πρωτοβουλίες δομικῆς φύσεως. Κατ’αὐτόν τόν τρόπο θά κατορθώσει ὁ λόγος του νά ἰσχυροποιηθεῖ σέ τοπικό καί παγκόσμιο ἐπίπεδο καί νά ἀποτελέσει μοχλό πίεσης πρός τά κέντρα λήψης τῶν ἀποφάσεων.
Ὁ θρησκευτικός ριζοσπαστικός οἰκολογικός λόγος, γιά παράδειγμα, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινου-πόλεως Βαρθολομαίου τοῦ Α, ὁ ὁποῖος κατ’ ἐπανάληψιν ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς ὁ «Πράσινος Πατριάρχης», ἔχοντας στό ἐνεργητικό του πολλαπλές παρεμβάσεις γιά τό μέλλον καί τή σωτηρία τοῦ πλανήτη, θά ἦταν περισσότερο ἀποτελεσματικός, δυναμικός καί πιεστικός πρός τά κέντρα ἀποφάσεων ἐάν ἡ δομική λειτουργία τοῦ θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὡς θρησκευτικοῦ θεσμοῦ, τοῦ ἐπέτρεπε μιά πιό κριτική παρέμβαση καί δράση σέ ἐπίπεδο συλλειτουργίας τῶν θεσμῶν, καθώς, δέν πρέπει νά λησμονεῖται καθόλου ἡ δεινή θέση τοῦ Πατριαρχείου καί ὁ τουρκικός παράγοντας.
Τελικά ἡ θρησκεία, ὡς κοινωνικό φαινόμενο, τό ὁποῖο καί σήμερα μέ τόν α ἤ β τρόπο, ἐπιμένει νά διαδραματίζει παγκοσμίως σημαντικό πολιτισμικό ρόλο, θά πρέπει νά ἀπεγκλωβισθεῖ ἀπό τίς συστημικές δομικές λειτουργίες τοῦ παρελθόντος καί νά ἀναζητήσει τρόπους λειτουργίας πού νά τῆς ἐπιτρέπουν μιά πιό οὐσιαστική συμμετοχή καί παρέμβαση στά πολιτισμικά δρώμενα. Εἰδικότερα δέ στό θέμα τῆς οἰκολογικῆς κρίσης καί τῶν περιβαλλοντικῶν ἐπιπτώσεών της, ὁ θρησκευτικός λόγος, ὡς λόγος μιᾶς θεολογικῆς κριτικῆς παρέμβασης, θά πρέπει νά δεῖ μέ ποιό τρόπο ἀπό κριτικός θά γίνει πολιτικά καταγγελτικός καί ἀποφασιστικός. Μέ ποιό τρόπο θά ἀσκήσει περισσότερη πίεση πρός ἐκεῖνα τά κέντρα ἐξουσίας πού οἱ ἀποφάσεις τους κρίνουν τό μέλλον τῶν παιδιῶν καί τῶν παιδιῶν τῶν παιδιῶν μας.
Ὅποιος ἔχει ζήσει ἤ ἔχει ἐπισκεφθεῖ τήν περιοχή τῆς Ἑορδαίας καί τῆς Κοζάνης καταλαβαίνει, περισσότερο ἀπό κάποιους ἄλλους, τό τί σημαίνει κριτική καί τή σημαίνει καταγγελία. Δυστυχῶς, ἀπέναντι σέ μιά καθαρά ἀποικιοκρατική ἀντίληψη τῆς ΔΕΗ γιά τήν περιοχή, τό περιβάλλον καί τόν τοπικό πολιτισμό, ὁ τοπικός θρησκευτικός παράγοντας οὐδέποτε ἀναζήτησε κριτικό θεολογικό λόγο καί πράξη οἰκολογικῆς καί περιβαλλοντικῆς παρέμβασης, ἀφήνοντας τό λαό τοῦ Θεοῦ στό ἔλεος τῆς περιβαλλοντικῆς ἀνθρακοκαταστροφῆς, μέ τίς πολιτικές εὐλογίες καί ἀποφάσεις τοῦ κράτους καί τῶν ἑκάστοτε κυβερνήσεων, ἐν ὀνόματι τῆς παραγωγῆς ἠλεκτρικῆς ἐνέργειας.[26]
Γιά νά μήν προλάβουν κάποιοι δῆθεν «πραγματιστές» καί ἀρχίσουν καί λένε, σκοπίμως, γιά τό τί θά κάνουμε χωρίς ἠλεκτρική ἐνέργεια, ὑπογραμμίζεται ἐδῶ ὅτι κανείς, ἐάν θέλει νά εἶναι ρεαλιστής, δέν εἶναι ἐνάντια στήν χρήση τῆς ἠλεκτρικῆς ἐνέργειας. Εἶναι, ὅμως, τελείως διαφορετικό νά λέει κάποιος ὅτι τό ἀπολύτως ζητούμενο εἶναι ἡ παραγωγή ἐνέργειας καί ἄλλο νά λέει καί νά κάνει πράξη ὅτι τό ἀπολύτως ἀναγκαῖο εἶναι μετά τήν παραγωγή νά ἀποκαθιστᾶ τόν χῶρο τόν ὁποῖο κατέστρεψε, ἀλλά καί κατά τήν παραγωγή νά παίρνει ὅλα ἐκεῖνα τά ἀναγκαῖα μέτρα γιά τήν ὅσο γίνεται λιγότερη περιβαλλοντική ἐπιβάρυνση καί καταστροφή.
Ὑπάρχουν εὐθῦνες καί ἐπειδή τό κράτος καί οἱ κυβερνήσεις δέν εἶναι ἀπρόσωπες ἔννοιες, ἀλλά ἐνεργοῦνται ἀπό συγκεκριμένα πρόσωπα, ὑπάρχουν εὐθῦνες στά συγκεκριμένα αὐτά πρόσωπα, τά ὁποῖα ἀσκοῦν καί ἀσκοῦσαν τή διακυβέρνηση τῆς χώρας, ἐπιτρέποντας τή συνεχιζόμενη περιβαλλοντική καταστροφή. Ὀφείλουν νά ἀπαντήσουν γιά ποιούς λόγους ἀσκοῦν μιά τέτοιου εἴδους καταστρεπτική γιά τό περιβάλλον πολιτική, ὅπως ἐπίσης θά πρέπει νά ἀπαντήσουν καί αὐτοί πού ἀσκοῦν νομοθετικό, κοινοβουλευτικό ἔργο καί ἔλεγχο γιά τό ἄν πράγματι ἐλέγχουν καί γιά ποιό λόγο δέν ἀλλάζει ἡ κείμενη νομοθεσία. Αἰσθάνονται ὑπερήφανοι ὅταν ἡ Ἑλλάδα καλεῖται ἀπό τήν Ε.Ε νά πληρώσει πρόστιμα γιά τήν α ἤ β ἀνεπαρκή καί ἀπαράδεκτη διαχείρηση ἀποριμμάτων καί τί κάνουν γιά νά ἀνατραπεῖ μιά τέτοια κατάσταση;
Ἐπειδή, λοιπόν, οἱ καιροί γιά τή γῆ καί τούς κατοίκους της εἶναι χαλεποί, ἀναζητοῦνται τρόποι παρέμβασης καί δράσης. Γιά παράδειγμα, σέ πολιτικό ἐπίπεδο καί γιά νά καταδειχθεῖ ποιός πιστεύει αὐτά πού λέει καί ὑπογράφει καί ποιός ὑποκρίνεται, οἱ κυβερνήσεις τῶν χωρῶν πού ἔχουν ὑπογράψει τή Συνθήκη τοῦ Κυότο, ἄρα καί ἡ Ἑλλάδα, θά πρέπει νά χαρακτηρίσουν τούς κυβερνῆτες τῶν χώρων πού δέν ὑπέγραψαν τή Συνθήκη, δηλ τῶν ΗΠΑ καί τῆς Αὐστραλίας, ὡς persona non grata, πρόσωπα ἀνεπιθύμητα, προστατεύοντας καί τιμώντας μέ αἴσθημα εὐθύνης τήν ὑπογραφή τους καί τήν ἀξιοπρέπειά τους. Τό πρόβλημα εἶναι πρόβλημα ὅλων, θρησκευομένων καί μή. Λύσεις ὑπάρχουν καί μάλιστα καθ’ὅλα τεκμηριωμένες ἐπιστημονικά καί στό ἐπίπεδο τῆς καθημερινότητας καί στό τοπικό καί στό παγκόσμιο. Ἀπαιτεῖται πλέον καί σέ ἀτομικό ἀλλά καί σέ κοινωνικό ἐπίπεδο, πολιτική καί ἠθική ἀπόφαση, γιά κοινή πορεία, παρέμβαση καί δράση.
Του Χριστοφόρου Αρβανίτη,
Δρ. Θεολογίας-Κοινωνιολογίας της Θρησκείας,
Εκλεγμένου Επίκουρου Καθηγητή στην ΑΕΑΗ Κρήτης.
[1] Μέ τόν ὅρο οἰκοπολιτισμός ἐννοεῖται τό σύνολο τῶν δραστηριοτήτων πού πηγάζουν εἴτε ἀπό τόν ἄνθρωπο, εἴτε ἀπό τή φύση καί ἀναζητοῦν τρόπους συνύπαρξης στίς μεταξύ τους δραστηριότητες.
[2] Εἶναι γνωστό ὅτι σέ χῶρες ὅπου ἐπιτρέπεται ἡ καλλιέργεια Γ.Τ.Ο (Γενετικῶς, Τροποποιημένων, Ὀργανισμῶν) οἱ μοναδικές techno-καλλιέργειες καλαμποκιοῦ γιά ποπ-κορν ἤ γιά κονσέρβα, εἶναι αὐτές τοῦ Bt-11 τοῦ ἐλβετικοῦ ὁμίλου Syngenta, πρώην Novartis, καί τοῦ καλαμποκιοῦ ΝΚ 603 τῆς Mosanto, ἑνός καλαμποκιοῦ ἀνθεκτικοῦ στό ζιζανιοκτόνο Roundup, τό ὁποῖο ἐπίσης παράγεται ἀπό τόν ὅμιλο Monsanto. Τά οἰκονομικά κέρδη τῆς Monsanto θά πρέπει νά ὑπολογιστοῦν ἀπό τίς ἀρχές τίς δεκαετίας τοῦ 60 καί μετά, καθώς τά πειράματα εἶχαν ἤδη ἀρχίσει ἀπό τό τέλος τοῦ 2ου Παγκοσμίου πολέμου καί στηρίζονταν κυρίως στήν ὑποχρεωτική ἀπό τήν παραγωγή χρήση τοῦ ζευγαριοῦ ΝΚ603 μέ τό Roundup.
[3] βλέπε χαρακτηριστικά, εὐρωπαϊκός πολιτισμός καί τρίτος κόσμος.
[4] Δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο τό γεγονός ὅτι τή Συμφωνία τοῦ Κυότο γιά τό περιβάλλον δέν τήν ὑπέγραψαν οἱ ΗΠΑ καί ἡ Αὐστραλία. Οἱ πρώτες γιατί ἐξαρτοῦν τήν οἰκονομία τους κυρίως ἀπό τή χρήση τῶν ὑδρογονανθράκων προκαλώντας μόνες τους τό 35% τῆς μόλυνσης τῆς ἀτμόσφαιρας παγκοσμίως καί ἔχοντας τά τελευταῖα 20 χρόνια ἀπό τούς τέσσερους, τρεῖς προέδρους (οἱ δύο ἀπό τήν οἰκογένεια Μπους) πετρελαιικῶν συμφερόντων καί ἡ δεύτερη γιατί ἔτσι... ἀποφάσισαν οἱ πρῶτες!, ἀποδεικνύοντας ἐμπράκτως ὅτι ἀποτελοῦν πλέον ἄκριτο δορυφόρο τῶν συμφερόντων τῶν ΗΠΑ καί τῶν πετρελαίων. Τό τραγικό γιά αὐτή τήν δουλική πολιτική ὑποταγή τῆς αὐστραλιανῆς κυβέρνησης στίς ἀπαιτήσεις τῶν ἀμερικανικῶν συμφερόντων εἶναι ἡ ἀπάντηση καί ἡ ἀντίδραση πού ἦρθε ἀπό τό ἐσωτερικό τῶν ΗΠΑ, ὅπου 40 τουλάχιστον Πολιτεῖες ἀποφάσισαν τήν υἱοθέτηση καί τήν ἐφαρμογή τῶν ὁρίων πού ἔθεσε ἡ Συμφωνία τοῦ Κυότο, ἀγνοώντας ἐντελῶς τόν Πρόεδρο Μπους καί τίς ἀποφάσεις τῆς Κυβέρνησής του.
Βλ. ἐπίσης Ἀρβανίτη Χριστοφόρου, Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς οἰκολογικῆς κρίσης στό ἀνθρώπινο πρόσωπο, Ἀκρίτας, 2000, pp. 15, 97-1001, 147-150,
τοῦ ἰδίου, «Ἐσχατοκεντρική ἐπιστήμη καί οἰκολογικό ἐμπερίστατο» στό Θρησκειολογία τ.4, 2003.
[6] Ὅπου «μερικό», ὁ ἀνθρωποπολιτισμός καί ὅπου «ὅλον», τό ὅλον τῆς δημιουργίας, ὡς φύση καί ἄνθρωπος.
[7] Ἡ φύση ὡς ἠθικό ὑποκείμενο. Βλ. Ἀρβανίτη Χριστοφόρου, Οἱ ἐπιπτώσεις τῆς οἰκολογικῆς κρίσης στό ἀνθρώπινο πρόσωπο, ibid., pp.115-125
[8] Kolakowski L., «Man does not live by reason alone» in New Perspectives Quaterly, 8, no 2, pp.16-23.
[11] Cobb J., «Ecology, Science and Religion: Toward a Post-Modern Worldview» in The Reenchantment of Science. D.R.Griffin. Albany, N.Y. Sunny Press, 1988, pp.99-113.
[15] «Τό μυστήριο τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου» στό Ἄνθρωπος καί Κοινωνία. Δοκίμια γιά τή θέση τοῦ ἀνθρώπου στό σύγχρονο κόσμο. ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ-ΠΑΦΟΣ, 1991, σ.27.
[16] Coste R., Les nouveaux horizons de l’écologie. Colloque organisé par Pax Christi, Centurion, Paris, 1993, pp.82-87.
[17] Στόν Ἅγιο φραγκίσκο τῆς Ἀσσίζης ὑπάρχει ἀκριβῶς αὐτή ἡ ἀποδοχή τῆς ἱερότητας στά ὑλικά πράγματα γι’αὐτό καί τά ποιοτικά τους χαρακτηριστικά δέν προέρχονται ἀπό μιά ἁπλή ἀντικειμενική ἐπιστημονική παρατήρηση. Ἡ φύση καί τά φυσικά στοιχεῖα ἀποκαλοῦνται ἀδέλφια, καθώς ὁ ἴδιος βιώνει μιά προσωπική οἰκουμενική ἀγαπητική σχέση μέ τή φυσική πραγματικότητα καί τόν Θεό. Βλ. περισσότερα στό Ἀρβανίτη Χριστοφόρου, Προλεγόμενα ἠθικῆς οἰκο-θεολογίας στόν Ἅγιο Φραγκίσκο τῆς Ἀσσίζης, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2003.
[18]Κεσελόπουλου Ἀνέστη, Ἡ ἀπανθρωποίηση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἀποφυσικοποίηση τῆς φύσεως, Μνήμη Φιλίππου Σέρραρντ, Παρουσία, 1997, pp.83-100.
[19] «Τόν κόσμον ὅλον τόν ἐξ ὁρατῶν καί ἀοράτων συνιστάμενον, ἄνθρωπον ὑπέβαλλεν εἶναι΄ καί κόσμου αὗθις τόν ἐκ ψυχῆς καί σώματος ἄνθρωπον...», Μυσταγωγία, 7, PG 91,684D-685A.
[21] Bauman Z., “The Fall of the Legislators”, in Doherty T, Postmodernism: A Reader, Wheatsheaf, London, 1993
[22] D. Hervieu-Leger, “La religion des Europèens: modernité, religion, secularisation” in G.Davie and D.Hervieu-Leger, Identités religieuses en Europe, La Decouverte, Paris, 1996.
[23] Συναυλίες σέ ὅλο τόν κόσμο γιά τήν ἐνημέρωση τῶν πολιτῶν σχετικά μέ τό φαινόμενο τοῦ θερμοκηπίου καί τήν αὔξηση τῆς θερμοκρασίας στήν ἐπιφάνεια τοῦ πλανήτη μέ ὀργανωτή καί ἐμπνευστή τούς Al Gore καί Kevin Wall. Συμμετεῖχαν συγκροτήματα καί καλλιτέχνες ὅπως οἱ The Police μέ τό «Message in a Bottle», Genesis, Lenny Kravitz, Joss Stone, Shakira, Rihanna, Roger Waters, Madona, Highlights, Pharel Williams, Kanye West, UB 40, Bon Jovi, Duran-Duran, Red Hot Chili Peppers καί πολλοί ἄλλοι.
[24] Τό ποίημα μελοποιήθηκε πρίν ἀπό λίγους μῆνες ἀπό τόν Πέρι Φάρελ πρώην ἡγέτη τῶν Τζέϊνς Άντικσιον καί τόν Τζον Ντέσμορ τῶν Doors καί ἀποτελεῖ τόν ὕμνο τῆς Global Cool, ἀκτιβιστικῆς περιβαλλοντικῆς ὀργάνωσης.
[25] Ἕνα μεγάλο μέρος ἀκτιβιστῶν οἰκολόγων ἀσκεῖ ἔντονη κριτική, ἔναντι τῶν οἰκολογικῶν ἀνά τήν ὑφήλιο συναυλιῶν καί συνεδρίων, ὑποστηρίζοντας ὅτι πλέον, 40 χρόνια ἀπό τή γέννηση τοῦ οἰκολογικοῦ κινήματος, ἀποτελοῦν, χάσιμο χρόνου γιατί, ὅπως ἀναφέρει ὁ Dartley τῶν Ηοο: «θά πρέπει νά ζεῖς στίς ζοῦγκλες τοῦ Ἀμαζονίου γιά νά μήν ἔχεις ἀκούσει ποτέ γιά τό φαινόμενο τοῦ θερμοκηπίου. Ἡ λύση εἶναι μία: Ἄς καταστρέψουμε ὅλες τίς πετρελαιοπηγές καί ἄς μᾶς ποῦνε μετά οἱ πολιτικοί, πού τόσα ξέρουν, τί νά κάνουμε».
Ὁ ἐπιστήμονας-ἐρευνητής τοῦ Παν/μίου τῆς Ἀνατολικῆς Ἀγγλίας, Δρ. Κέβιν Τοβέϊ, ἀσκώντας κριτική πρός τό Live Earth καί τόν Al Gore ἀναφέρει ὅτι μόνο ἡ συναυλία στό στάδιο Γουέμπλεϊ τοῦ Λονδίνου θά ἀπελευθερώσει στήν ἀτμόσφαιρα 3000 τόνους διοξειδίου τοῦ ἄνθρακα, χωρίς νά ὑπολογιστεῖ ἡ μόλυνση ἀπό τίς μετακινήσεις. Ἀντ’αὐτοῦ προτείνει τή χρηματοδότηση τῶν ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν ὅσον ἀφορᾶ στίς πηγές ἐναλλακτικῆς ἐνέργειας. Βλ. Ἀναστασοπούλου Δημήτρη, «Οἱ οἰκολόγοι τοῦ ρόκ» στό Ἡ τέχνη τῆς ζωῆς, Νο 293, Κυριακάτικη Ἐλευθεροτυπία, 1/7/2007, pp.4-5.
[26] Ἄς μήν ἀνοίξουμε ἐδῶ τό κεφάλαιο γιά «ἐναλλακτικές, ἤπιες καί φιλικές πρός τό περιβάλλον μορφές ἐνέργειας» γιατί τότε θά χαθοῦμε σέ ὠκεανούς πολιτικῆς ἐφαρμοσμένης ἀνικανότητας κατανόησης τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος. Ἤ μήπως δέν πρόκειται γιά ἀνικανότητα; Μήπως πρόκειται γιά συνειδητές ἐπιλογές στήριξης συμφερόντων σέ τοπικό καί παγκόσμιο ἐπίπεδο, ὁπότε πλέον ἡ ὑποτιθέμενη πολιτική ἀνικανότητα μετατρέπεται σέ ἔγκλημα κατ’ ἐξακολούθησιν εἰς βάρος τῆς γῆς, τῶν ἀνθρώπων, τῶν ζώων, τῆς φύσης; Ἡ Ἑλλάδα, γιά παράδειγμα, ἀποτελεῖ ἴσως τή μοναδική χώρα στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ὅπου οἱ κατ’οἶκον ἐναλλακτικές, ἤπιες καί φιλικές πηγές ἐνέργειας δέν ἐπιδοτοῦνται καί δέν φοροαπαλλάσονται. Γιατί ἄραγε; Ἀνοησία; Ἀνικανότητα; Ἤ ἐξυπηρέτηση συμφερόντων; Ποιῶν συμφερόντων; Γιά ποιούς; Καί μέ τί ἀνταλλάγματα; Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἐπίσης ἡ μόνη χώρα πού κρατεῖ ὑψηλά τούς δασμούς καί τούς φόρους στά μεταχειρισμένα αὐτοκίνητα, ἀκόμα καί σέ αὐτά τελευταίας τεχνολογίας μέ χαμηλούς ρύπους πού πλησιάζουν τά ὅρια τῆς Συνθήκης τοῦ Κυότο, ἐπιλέγοντας ἐδῶ καί 10 χρόνια τήν ἐπιβάρυνση τῆς ἀτμόσφαιρας μέ ὑψηλότερους ρύπους, τήν καταβολή ὑψηλῶν προστίμων πρός τό ταμεῖο Συνοχῆς τῆς Ε.Ε, ἀρνούμενη νά ἀλλάξει τήν κείμενη νομοθεσία. Τά ἐρωτήματα εἶναι πολλαπλά. Γιά ποιό σπουδαιότερο λόγο ἀπό τήν προστασία τοῦ περιβάλλοντος ἐπιλέγεται ἡ αὐξανόμενη μόλυνση παρά ἡ ἀλλαγή τῆς νομοθεσίας; Μέ ποιό δικαίωμα τά χρήμματα τῶν Ἑλλήνων φορολογούμενων διατίθενται γιά πληρωμές προστίμων ἀντί νά διατίθενται γιά ἔργα προστασίας τοῦ περιβάλλοντος, γιά τήν ὑγεία, τήν παιδεία κ.ἄ; Ἀνοησία, ἀνικανότητα ἤ ἐξυπηρέτηση συμφερόντων;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου