Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Για μια νεωτερική «παρεμβατική» θεολογική σκέψη.

Χριστοφόρου Ελ. Αρβανίτη: «Κοινωνική δικαιοσύνη: από την πατερική ποιμαντική στη νεωτερική «παρεμβατική» θεολογική σκέψη. Το ουσιώδες της μεθοδολογίας».[1]
         
Εισαγωγικά.
Θεωρώ ότι μια προσεκτική και αντικειμενική προσέγγιση του θέματος οφείλει να συνδέσει μεθοδολογικά τη θεολογική σκέψη με τις σύγχρονες αναλύσεις για τον εμπερίστατο άνθρωπο. Απαραίτητη προϋπόθεση για μια τέτοια προσέγγιση είναι 1ον η κατανόηση αυτών που έχουν προηγηθεί εντός του δεδομένου πολιτισμικού τους περιεχομένου και 2ον η επεξεργασία των σύγχρονων δεδομένων εντός του πλαισίου που ορίζει η πολυπολιτισμικότητα ως συνύπαρξη ανθρώπων με διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές. Αν κατά την ανάλυση δεν δοθεί ιδιαίτερη μεθοδολογική έμφαση σε αυτά τα δύο, αλλά σε ότι δήποτε άλλο, τότε οδηγούμαστε σε μια εκ νέου απολυτοποίηση και ιδεολογικοποίηση της θεολογικής σκέψης. Οφείλουμε λοιπόν, πρωτίστως να έχουμε γνώση της μεθοδολογικής προσέγγισης και αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων την εποχή που αυτά υφίστανται, εντάσσοντας αυτήν την προσέγγιση στο γενικό πολιτισμικό περιβάλλον της κάθε εποχής.
1.  Η πατερική σκέψη
Η πατερική σκέψη ξεκινούσε έχοντας ως θεμέλιο μια βασική χριστιανική χριστοκεντρική αλήθεια. Ότι ο Θεός ως η σταυρωμένη αγάπη απελευθερώνει τον όλον άνθρωπο, καλώντας τον σε ορθή χρήση του αυτεξουσίου και της ελευθερίας του. Μια τέτοια αλήθεια όπως αυτή της αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο κορυφώνεται εμπράκτως στη σταυρική θυσία του Χριστού. Αυτή η  θυσία που οδηγεί τελικά και τον άνθρωπο στο μυστήριο της εν Χριστώ σταυροαναστάσιμης  αληθινής ζωής, δεν καταργεί, αλλά αντιθέτως θεμελιώνει και υποστηρίζει την ελευθερία της πρόσληψής της από αυτόν.
Εντός αυτής της ελευθερίας και σε πρακτικό επίπεδο, η πατερική προσέγγιση, υλοποιούσε σε γενικές γραμμές, το γεγονός ότι ο Θεός αποκαλύπτεται παντού. Στα μικρά ασήμαντα πράγματα, στους ανθρώπους που μας προσπερνούν, στους ανθρώπους που αγαπούν, στους ανθρώπους που ερωτεύονται, στο σπόρο που βλαστάνει, αντιπαραβάλοντας αυτή την παρουσία με την απελπισία της φτώχειας, της ορφάνιας, της ερήμωσης.
Η πατερική σκέψη μιλούσε για το «αμόρφωτο» των ανθρώπων εκείνων, που νομίζουν οτι είναι δικαιότατοι κριτές ανίκανοι να κατανοήσουν το ανθρώπινο λάθος ως πράξη ελευθερίας. Μιλούσε για τις ελπίδες και τα όνειρα του κόσμου. Για τον Καινούργιο Κόσμο του Θεού που θα αγκάλιαζε όλους, κι αυτούς που θα θέλαμε, αλλά  και αυτούς που θα αποφεύγαμε ακόμη και καλημέρα να τους πούμε. Για το σταυρό και τη θυσία αυτού που αγωνίζεται από έρωτα, γιατι διαφορετικά δεν θα μπορούσε να ζήσει. Για τις ελπίδες που δε χάθηκαν κι ούτε ποτέ θα χαθούν όσο οι άνθρωποι παλεύουν, αγωνίζονται, ερωτεύονται, αγαπούν.
Η πατερική σκέψη απευθυνόνταν σε ανθρώπους με κριτική σκέψη, με ευρύτητα γνώσεων και με γενικότερο προβληματισμό. Επέμενε να αναζητά ανθρώπους μέσα στην κοινωνία και τη ζωή, ανθρώπους μετόχους των κοινωνικών ανησυχιών και ρευμάτων. Αντιδρούσε σε μια επιφανειακή πνευματικότητα, σε ένα ακίνδυνο χριστιανισμό, σε μια πίστη που τυφλώνει και σε μια εκκλησία που δεν είναι οδός ελευθερίας και αγάπης, αλλά εργαλείο στα χέρια των ισχυρών για τη χειραγώγηση και εκμετάλλευση ανθρώπων και λαών.
Η πατερική σκέψη κατεδίκαζε απερίφραστα την αδικία, αλλά και του πλούσιους που χαρίζαν τα περισσεύματά τους για να κατασκευάζουν άλλοθι  στη συνείδησή τους. «Ξέρω πολλούς», έλεγε ο Χρυσόστομος, «που νηστεύουν και προσεύχονται και στενάζουν, επιδεικνύοντας κάθε λογής αδάπανη ευλάβεια. Ενώ ούτε ένα οβολό δε δίνουν στους εμπερίστατους. Τι κέρδος έχουν από την υπόλοιπη αρετή τους; Γι’ αυτούς η βασιλεία των ουρανών είναι κλειστή». Για να συμπληρώσει ο Γρηγόριος : «Μη τεντώνεις τα χέρια σου στον ουρανό αλλά στα χέρια των φτωχών. Αν εκτείνεις τα χέρια σου στα χέρια των φτωχών έπιασες την κορυφή του ουρανού».[2] «Ποιό το όφελος αν δημιουργείς πολλούς φτωχούς με την εκμετάλλευση και ανακουφίζεις έναν με την ελεημοσύνη. Αν δεν υπήρχε το πλήθος των εκμεταλλευτών, δεν θα υπήρχε ούτε το πλήθος των εξαθλιωμένων».
Η πατερική σκέψη το πρόβλημα της ανισοκατανομής των αγαθών δεν το απέδιδε στο θέλημα του Θεού, ούτε σε φυσικές αιτίες και τυχαία γεγονότα, αλλά σε συγκεκριμένες ενέργειες αυτών που κατέχουν την εξουσία και τον πλούτο. Οι κοινωνικές αντιλήψεις των πατέρων ήταν τόσο ριζοσπαστικές που θα νομίζε κανείς πως έχουν γραφεί μόλις τον τελευταίο αιώνα και μάλιστα κατά τα διαστήματα των μεγάλων κοινωνικών επαναστάσεων και συγκρούσεων.
 «Οι κοινωνικές ανισότητες δεν είναι θέλημα Θεού» έλεγε ο άγιος Γρηγόριος. «Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ελεύθερο… Με την πτώση θρυμματίστηκε η αρχική ενότητα και ισοτιμία μεταξύ των ανθρώπων, οι θρασύτεροι με τη βοήθεια του πολιτικού νόμου, τον οποίο κατέστησαν όργανο καταδυναστεύσεως, επιβλήθηκαν στους ασθενέστερους και έτσι οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε πλούσιους και φτωχούς, ελεύθερους και δούλους και σε πολλές άλλες κατηγορίες. Εμείς όμως, σαν χριστιανοί οφείλουμε να αποβλέπουμε και να τείνουμε στην αρχική ενότητα και όχι στην κατοπινή διαίρεση, στο νόμο του Θεού και όχι στο νόμο του ισχυρού». Είναι πασιφανές ότι ο νόμος του Θεού, δηλαδή ο νόμος της αγάπης, της ισότητας, της ελευθερίας της ειρήνης, δεν έχει τίποτα κοινό με το νόμο των ισχυρών κάθε εποχής.
Ο Μέγας Βασίλειος γινόνταν πολύ παραστατικός όταν ήθελε να αναφερθεί στην αδικία και την αρπαγή του πλούτου από τους κοινωνικά δυνατούς, ανατρέποντας μάλιστα με τα λεγόμενά του τις κοινωνικά αποδεκτές αντιλήψεις περί κλοπής: «συνήθως» έλεγε «χαρακτηρίζονται κλέφτες αυτοί που κλέβουν πορτοφόλια από τα λουτρά. Δεν είναι όμως αυτοί οι πραγματικοί κλέφτες… αλλά κάποιοι…που αποτελούν τις πολιτικές αρχές πόλεων και εθνών, άλλα αφαιρούν κρυφά, άλλα παίρνουν φανερά με τη βία… Κοινωνοί της κλοπής όμως γίνονται κι αυτοί που θεωρούνται άρχοντες της Εκκλησίας, όταν παίρνουν απ’ αυτούς χρήματα…», για οποιονδήποτε λόγο. «Αντί να τους ελέγχουν και να τους νουθετούν…εύκολα τους απλώνουν το χέρι και τους μακαρίζουν…και τους αδύνατους τους μισούν για τις πράξεις αυτές ενώ τους άλλους που είναι μεγάλοι κλέφτες τους θαυμάζουν».
H πατερική σκέψη θεωρούσε για εκείνη την εποχή ότι  η λύση του κοινωνικού προβλήματος θα μπορούσε να είναι η κοινοκτημοσύνη και γιαυτό πρότειναν την πρωτοχριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων όπου όλα ήταν κοινά, ως εναλλακτικό πρότυπο για μια δίκαιη κοινωνική οργάνωση των χριστιανικών κοινωνιών.[3] Όποιος κάνει διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων «αφύσικα βλέπει» φώναζε ο Μέγας Βασίλειος. Είναι «άθεοι» ή «παράλογοι» και οπωσδήποτε «λωποδύτες» αυτοί που θησαυρίζουν σε βάρος των άλλων και κρατούν τα πλούτη τους για αποκλειστική τους χρήση».
Στη σύγχρονη εποχή κλασσική περίπτωση μεταφοράς του λόγου, της σκέψης και της πράξης των πατέρων υπήρξε ο δρόμος του Abbé Pierre που καταγγέλει τους ισχυρούς που τολμούν να απευθύνονται στον Θεό και να τον δοξολογούν και να τον ευχαριστούν για τα παιδιά τους και την οικογένειά τους ενώ την ίδια στιγμή έχουν τα χέρια τους βουτηγμένα στο αίμα της αδικίας και της εκμετάλλευσης.

2.  Η ποιμαντική της πατερικής σκέψης.

Παρ’όλα αυτά μέσα στην πατερική σκέψη δεν μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι υπάρχει πρόταση για ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα με ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες. Η πατερική σκέψη δεν επεδίωξε να αλλάξει τον κόσμο μέσα από ουτοπικές μονοδιάστατες ανθρωπολογικές επιλογές. Αντιλαμβανόνταν την πολυπλοκότητα των κοινωνικών ζητημάτων, αλλά ατένιζε μέσα από την Θεία Λειτουργία την εσχατολογική διάσταση της βασιλείας του Θεού κατά το πρότυπο των Παραβολών και των Μακαρισμών[4]. Σε γενικές γραμμές οι απόψεις τους έχουν κυρίως ποιμαντικό χαρακτήρα και αναζητούν λύσεις οι οποίες αποβλέπουν σε μορφές ποιμαντικής διακονίας με εκκλησιολογικές και όχι κοινωνιολογικές διαστάσεις.
Βασική ανθρωπολογική χριστιανική θέση στη σκέψη των πατέρων αποτελούσε το γεγονός ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό κατ΄εικόνα και καθ΄ομοίωσιν Του. Το κατ΄εικόνα θεωρείται ως το στατικό και δεδομένο, αυτό το οποίο ενυπάρχει σε κάθε άνθρωπο. Σε αυτό εμπεριέχονται η αγάπη, η ελευθερία, η δημιουργία,η γνώση, (και κατ’ επέκταση οποιαδήποτε προσπάθεια επέκτασης της) και οι πολιτισμικές εκφάνσεις όλων αυτών ως πηγαίες δράσεις του ανθρώπου ως πρόσωπο και ως υποκείμενο ενεργό και ενεργούμενο. Στο καθ’ ομοίωσιν αναζητείται η δυναμική και ενεργητική πορεία των δράσεων του ανθρώπου προς τη θέωση μέσα από το πρόσωπο, της ιστορικής άρα και της πολιτισμικής παρουσίας και δράσης, του Ιησού Χριστού. Επομένως οι ανθρώπινες πράξεις και οι κοινωνικοπολιτισμικές δράσεις εντάσσονταν σε αυτό το δυναμικό, ενεργό πλαίσιο που προκρίνει η κατανόηση που κόσμου μέσα από την διάσταση της χριστοκεντρικής αναφοράς. Αυτή η εν Χριστώ κατανόηση εκφράζεται από τη διττή διάσταση του σταυρικού συμβόλου. Η κάθετη διάσταση φανερώνει τη σχέση Θεού και ανθρώπου, καθώς μεταβιβάζεται στον άνθρωπο από τον Θεό το κατ’ εικόνα και ο άνθρωπος προσλαμβάνει εν θεία χάριτι την όλη αγάπη του Θεού προς αυτόν. Ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία, από κάτω προς τα πάνω, κατά το  λειτουργικό «Άνω σχώμεν τας καρδίας» και ο άνθρωπος αναζητά αγαπητικά την ολοκλήρωση της σχέσης του με τον Θεό στοχοποιώντας την τελείωση του στο καθ’ομοίωσιν, στην κατά χάριν θέωσή του.
Η οριζόντια διάσταση φανερώνει την κοινωνική πεμπτουσία του Χριστιανισμού, καθώς υποχρεώνει τον πιστό να αναζητεί συνεχώς τρόπους εφαρμογής της κάθετης διάστασης στα ανθρώπινα, εντός του κόσμου, δρώμενα. Επομένως θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει με συνέπεια και όχι θεωρητικά ότι η έννοια της κενωτικής αγάπης και της ενεργούς αλληλεγγύης είναι βασικές υποχρεώσεις για κάποιον που πιστεύει ότι ο Θεός αγάπη εστί. Αυτή η αγάπη δεν γίνεται κατανοητή ούτε ως ακινάτεια αρετή που μπορεί να  αναλυθεί σχολαστικώς αλλά ούτε και ως μια ανθρώπινη ιδιότητα προσαρμοσμένη στις κοινωνικές και πολιτισμικές απαιτήσεις. Αυτή η αγάπη επιβεβαιώνει το «έχομεν προς τον Κύριον» ως απάντηση στο «Άνω σχώμεν τας καρδίας». Ο Χρυσόστομος είναι από εκείνους τους Πατέρες που βίωνε την διττή διάσταση του Σταυρού σε όλες τις πτυχές, αλλά κυρίως λειτουργικώς και εκκλησιολογικώς, καθώς η εξ αυτού συγγραφή της Θείας Λειτουργίας απέδειξε ότι όντως αυτή καθ’ εαυτή η Θεία Λειτουργία ως έργο του λαού του Θεού αποτελεί, τη στιγμή  της θυσίας του Ένσαρκου Λόγου, την  απόλυτη άρση και κατάλυση των κοινωνικών ανισοτήτων με ταυτόχρονη κατάθεση των προϋποθέσεων εφαρμογής κοινωνικής δικαιοσύνης.
3.    Ουσία και συμβεβηκότα.
Από αυτή την οριζόντια σταυρική διάσταση της κοινωνικής λειτουργίας της θείας λειτουργίας μετά τη θ.λειτουργία[5] προέρχονται και οι ριζοσπαστικές απόψεις τους για την κοινωνική δικαιοσύνη. Οι κοινωνιολόγοι του χριστιανισμού επισημαίνουν πολύ σωστά ότι η πατερική σκέψη εκφράζει μέσα από τις θέσεις περί κοινωνίας, αντιλήψεις που ανταποκρίνονται και απαντούν στα ιστορικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα της εποχής μέσα στην οποία ζουν. Οι βασικές αρχές, όμως, πάνω στις οποίες στηρίζονται και απορρέουν οι συγκεκριμένες πατερικές προσεγγίσεις είναι σταθερές και διαχρονικές. Αυτό οφείλεται στο μεθοδολογικό γεγονός ότι οι Πατέρες, κυρίως δε ο Χρυσόστομος, ακολουθούν όσον αφορά στην κοινωνική ανάλυση και προσέγγιση την αριστοτελική θεώρηση του κοινωνικού με βασική αρχή διάκρισης, τη διάκριση ανάμεσα στην ουσία και στα συμβεβηκότα.[6] Η ουσία αντιπροσωπεύει, καθορίζει και ερμηνεύει αυτό που υπάρχει ως έννοια αιωνίως και δικαιολογεί την συνεχή αναζήτησή του. Στο συγκεκριμένο ζήτημα η έννοια της δικαιοσύνης είναι αυτή που ενυπάρχει ως έμφυτος ηθικός νόμος στον άνθρωπο και στη ανθρώπινη κοινωνία προερχόμενη από την κατ’ εικόνα δημιουργία του ανθρώπου από τον Θεό. Τα συμβεβηκότα αποτελούν τον τρόπο ύπαρξης της κάθε a priori έννοιας, ή τον τρόπο αναζήτησης και κατάκτησης αυτής της έννοιας διαχρονικά. Η έμπρακτη εφαρμογή της δικαιοσύνης αποτελεί το ζητούμενο για τον άνθρωπο, ο οποίος αναζητώντας την θέωση κατά χάριν καλείται να  αντιπαλεύψει τις κοινωνικές ανισότητες, να μορφοποιήσει και να τροποποιήσει τη συμβατικότητα της αναζήτησης των προβολών και των εφαρμογών της θείας κατ΄ουσίαν  δικαιοσύνης.
Η πατερική σκέψη απευθυνόνταν στον άνθρωπο ως πρόσωπο που δεν αποτελεί απλώς μια ατομικότητα στην πάλη του ανθρώπου, των κοινωνικών τάξεων και μαζών για δικαιοσύνη, αλλά μια μοναδικότητα με ανεπανάληπτη κοινωνική αξία και απαιτούσε, από αυτόν να μη λησμονεί την ύπαρξη της οριζόντιας κοινωνικής διάστασης του Σταυρού και να αποδεικνύει εμπράκτως την αγάπη και την αλληλεγγύη προς τον συνάνθρωπό του. Η τοποθέτηση αυτή του κοινωνικού μέσα στην προοπτική της κατακόρυφης κοινωνικότητας Θεού και ανθρώπου του έδινε ταυτόχρονα  και την δυνατότητα της υπέρβασης του, κατά τρόπο αγαπητικό και ειρηνικό.
Την ίδια μεθοδολογία ακολουθούσαν και στο θέμα του πλούτου και των πλουσίων. Αποδέχονταν το γεγονός της ύπαρξης του πλούτου ως γεγονός της ανθρώπινης κτιστότητας και ως κοινωνικό φαινόμενο το οποίο προκαλεί ανισότητες και αδικίες, ριζοσπαστικοποιούσαν, όμως, την κοινωνική τους διδασκαλία όταν αναφέρονταν στην  συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής των πλουσίων. Για τον άνθρωπο που βιώνει εμπειρικά και υπαρξιακά τις σταυρικές διαστάσεις, η αδιαφορία των πλουσίων για τους φτωχούς και την απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης ραγίζει το σύμβολο του σταυρού και διασπά την ενότητα των χριστιανών, όπως αυτό κατορθώνεται κατά την  ώρα της θ.λειτουργίας.[7] Ο Χρυσόστομος μπορούσε να κοινωνικοποιεί ακόμη και πράξεις βίας αρνούμενος να τις καταδικάσει όταν αυτές αποτελούσαν διέξοδο ανάγκης: «Ου φρίττεις, άνθρωπε, ουκ ερυθριάς επιθέτην υπερ άρτον καλών; Ει δε και επίθεσιν ο τοιούτος ποιεί, δια τούτο και ελεείσθαι δίκαισι, ότι ούτως υπό λιμόν πιέζεσαι, ως τοιούτων υποδύναι προσωπείων. Και τούτο της ημετέρας ωμότητας εγήγημα. Επείδη γαρ ευκόλως παρέχειν ουκ αναχόμεθα, μύρια αναγκάζονται επινοείν μηχανάς, ώστε ημών σοφίσασθαι την απανθρωπίαν και την τραχύτητα καταμάλαξαι».[8] Η πατερική σκέψη απαιτούσε από τους ανθρώπους ενωτική αγάπη και αλληλεγγύη προς τους συνανθρώπους τους.
4.  Η μεθοδολογία     
Από τη σύγχρονη όμως κοινωνία οι εξειδικευμένες αυτές πρακτικές  δεν πρέπει να ιδωθούν με θρησκευτικοκοινωνική απολυτότητα γιατί πρωτίστως εκφράζουν προτάσεις και αντιλήψεις που αναφέρονται και τοποθετούνται σε μια άλλη ιστορική και πολιτισμική περίοδο και δευτερευόντως γιατί μια άκριτη αποδοχή των προτάσεων τους σε βαθμό θρησκευτικής απολυτότητας εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο της ιδεολογικοποιήσης της αυθεντικής πατερικής και ποιμαντικής τους πρότασης. Η οποιαδήποτε δε ιδεολογικοποίηση ενώ εμφανίζεται ως κριτικός λόγος έναντι κατεστημένων αντιλήψεων, και γιαυτό άλλωστε και ενθουσιάζει,  στη συνέχεια μετατρέπεται σε ιδεολογική σκλήρυνση και δογματισμό με αποτέλεσμα να χάνεται εξ ολοκλήρου η κριτική της δυναμική, ιδιαίτερως δε όταν εμπλακεί σε φαινόμενα με προοπτικές κοινωνικής επανάστασης. Αντιθέτως, θα έλεγα, οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί αποτελούσαν για τους πατέρες συμβεβηκότες θεσμοί, συμβατικοί παράγοντες της κοινωνικής ζωής. Ο ίδιοι αναγνωρίζαν την  τροπική χρησιμότητα των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, τους έκριναν όμως και τους ήλεγχαν λόγω της κτιστοτικής φύσεως των προσώπων που τους εκπροσωπούσαν και τους εκπροσωπούν.
Η πατερική σκέψη έθεσε τις απόψεις της επί της αρχής και επί της ουσίας του προβλήματος και στην συνέχεια διερεύνησε με βάση τα ιστορικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά δεδομένα της εποχής της τη κοινωνικοποιμαντική τους επίλυση. Η τάση για απαντήσεις σε όλα τα ζητήματα που απασχολούν το σύγχρονο άνθρωπο μέσα από μια συνεχή επίκληση των πατερικών κειμένων σηματοδοτεί επομένως μια απολυτοποίηση των απόψεων τους που οδηγεί σε δογματική ιδεολογικοποίηση. Ο σύγχρονος άνθρωπος μελετά τους πατέρες θέτοντας ως στόχο την αναζήτηση και την κατανόηση της πατερικής μεθόδου όσον αφορά στην προσέγγιση των κοινωνικών προβλημάτων. Μεταφερόμενες ιστορικά-κοινωνικά και πολιτισμικά λύσεις δεν υπάρχουν. Αυτούσιες επαναλήψεις αυτών καθαυτών των γεγονότων επίσης δεν υπάρχουν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η μελέτη και η έρευνα των πατερικών κειμένων έχει καθαρά επικουρικό χαρακτήρα και θα πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά που προηγουμένως αναφέρθηκαν.
5.    Η σύγχρονη κοινωνία
Προσπαθώντας να περιγράψουμε το τι συμβαίνει στη σύγρονη εποχή θα λέγαμε ότι σήμερα η παγκόσμια κοινότητα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε ένα  μοντέλο υπερεθνικού καπιταλιστικού συστήματος το οποίο αδυνατεί  ουσιαστικά να ελέγξει την κερδοσκοπία του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού συστήματος επειδή ουσιαστικά αυτό έχει μετατρέψει το χρήμα από εργαλείο σε αξία και υπεραξία. Όμως, η γεωπολιτική σύγκρουση για τον έλεγχο του ενεργειακού πλούτου και η επανακατανομή των κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο και κυρίως ανάμεσα στα κέντρα ελέγχου των ΗΠΑ, της Ε.Ε, της Κίνας και της Ινδίας λησμονεί ότι η οποιαδήποτε κερδοφορία για να έχει στόχο θα πρέπει να στηρίζεται στον παράγοντα άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι αυτός που ελέγχει τα μέσα παραγωγής, τη χρήση των παρεχόμενων υπηρεσιών, το ύψος της παραγωγικής υπεραξίας, την κατανάλωσή της, την επαναεπένδυσή της με στόχο την εκ νέου παραγωγή υπεραξίας κ.ο.κ. Χωρίς, όμως, ανθρώπους, το οποιοδήποτε οικονομικό σύστημα θα οδηγηθεί σε καταστροφή. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, σε αυτοκαταστροφή.
Επομένως, μια κοινωνιολογική καταγραφή της πραγματικότητας σημαίνει ότι ο ερευνητής οφείλει να κατανοεί και να καταγράφει το τι ακριβώς συμβαίνει στο οικονομικό, στο κοινωνικό και στο πολιτισμικό του γίγνεσθαι. Εκ τούτου, μια οποιαδήποτε αντίληψη και άποψη η οποία υποστηρίχθηκε σε συγκεκριμένη εποχή, απάντησε σε ανάγκες και προβληματισμούς εκείνης της συγκεκριμένης ιστορικής και πολιτισμικής περιόδου δεν μπορεί να απαντά οπουδήποτε και οποτεδήποτε. Αυτό σημαίνει ότι οι οποιεσδήποτε προτάσεις των πατέρων σε θέματα επίλυσης κοινωνικών αδικιών της εποχής τους δεν μπορούν να μεταφερθούν αυτούσια στη σύγχρονη εποχή όπου τα δεδομένα της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας είναι τελείως διαφορετικά από την εποχή των πατέρων. Αν προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο θα μειώσουμε και θα υποβαθμίσουμε τους ίδιους και την σκέψη τους.
Ας δούμε λοιπόν καταρχάς ορισμένα συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά  γνωρίσματα της  ζωής του σύγχρονου εμπερίστατου ανθρώπου.
1ον. Ο σύγχρονος άνθρωπος λειτουργεί υπό την πίεση ενός χρονικού καθεστώτος που τον καλεί σε συνεχή κάλυψη των ατομικών και κοινωνικών του αναγκών, ορίζοντάς του αυτή την κάλυψη ως κατάκτηση. Αυτή, όμως η κατάκτηση διεκπεραιώνεται μέσα από ένα υπέρμετρα εξαντλητικό ρυθμό ζωής που του καταναλώνει όλο και περισσότερο ελεύθερο χρόνο και του στερεί τη δυνανότητα της δημιουργίας.
2ον. Αυτή η καταναλωτική κατάκτηση της διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου του, αποκαλύπτεται διαστρεβλωτική στο χώρο των συναισθημάτων του. Ο σύγχρονος άνθρωπος μέσα από το  βουβό κλάμα των λιγμών της απόγνωσης διαισθάνεται την αδυναμία του παρεμβατικού του λόγου, βιώνει το αδιανότητο, για τον δυτικό άνθρωπο  πριν από μερικά χρόνια γεγονός της πείνας, το τρομακτικό για τον σύγχρονο ανεπτυγμένο κόσμο μέγεθος της επανεμφάνισης της φτώχειας υπό τη μορφή της νέας τάξης των νεόπτωχων, στροβιλίζει το μυαλό του στην απελπισία και την κατάθλιψη, βυθίζεται στο φόβο της αβεβαιότητας, θυμώνει, οργίζεται, ελπίζοντας, όμως, στην έκρηξη και στη μετουσίωση όλων αυτών σε δημιουργία.
3ον. Παραδίδει στις μελλοντικές γενιές και στα παιδιά του μια κοινωνία ανεπαρκή να διαφυλάξει τις κατακτήσεις της νεωτερικότητας.  Παραδίδει μια κοινωνία γεμάτη με παιδιά θυμωμένα εξ αιτίας της εξαθλίωσης που  υφίστανται και  παιδιά αγανακτισμένα για την απαξίωση της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παιδιά που βλέπουν να ανατρέπονται οι ανθρώπινες αξίες της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, της αξιοπρέπειας και της αδελφωσύνης από συγκεκριμένα νεκρόφιλα παρελθοντικά πολιτικά σχήματα που επενδύοντας στην αγανάκτηση και την ανορθολογικότητα, επανεμφανιζονται επιδιώκοντας να επανατοποθε-τήσουν το κακό μέσα στον ανθρώπινο πολιτισμό.[9] Οι μετανάστες χαρακτηρίζονται ούτε λίγο ούτε πολύ ως ακάθαρτα ζώα, κακοποιούνται, και βασανίζονται εν ονόματι της νεοναζιστικής φυλετικής βαρβαρότητας. Οι αιτίες, βεβαίως πολύ βαθύτερες,  βρίσκονται κυρίως στην εμμονή της μη αποδοχής της πολυπολιτισμικής κοινωνίας και της συνύπαρξης μέ τον άλλο, τον οποιοδήποτε άλλο. Υποχρεούμαι να αναφέρω εδώ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το Περί Φιλοπτωχείας κείμενο του Γρηγορίου Νύσσης: «Μεγάλη αφθονία γυμνών και αστέγων, μας έφερε ο τωρινός καιρός. Διότι υπάρχει μπροστά στην πόρτα του κάθενός μας πλήθος αιχμαλώτων. Και ο ξένος και ο μετανάστης δεν λείπει, και το χέρι που ζητά παντού απλωμένο το βλέπεις. Γιαυτούς σπίτι είναι ο υπαίθριος αέρας... η ζωή τους είναι περιφερόμενη και άγρια και δεν ήταν όμως έτσι από την αρχή, αλλά από τη συμφορά και την ανάγκη έγινε».[10] Και ένα επίσης κείμενο του Ευάγριου Ποντικού: «Ο ξένος και ο φτωχός είναι το κολλύριο του Θεού. Αυτός που δέχεται αυτούς, γρήγορα θα αναβλέψει. Είναι καλό να κάνουμε καλά έργα πρός όλους, περισσότερο δε πρός εκείνους που δεν μπορούν να μας ανταμείψουν».[11] Πόσο απέχει σε σχέση με αυτές τις προσεγγίσεις, η προσέγγιση της ουσίας από τον σύγχρονο άνθρωπο?
Να υπενθυμίσω εδώ βασικά άρθρα της Οικουμενικής Διακήρυξης (Ο.Δ)  των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Στο προίμιο της Ο.Δ ο σύγχρονος άνθρωπος τοποθετείται ως εξής: «Με τη σκέψη ότι το θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο είναι η αναγνώριση της σύμφυτης σε όλους τους ανθρώπους αξιοπρέπειας, όπως και των δικαιωμάτων τους που είναι για όλους ίσα και αναφαίρετα. Με τη σκέψη ότι η παραγνώριση και η περιφρόνηση των δικαιωμάτων τού ανθρώπου οδήγησαν σε βάρβαρες πράξεις, πού έντονα αποκρούει η καθολική συνείδηση, και ότι, όπως έχει διακηρυχθεί, ανώτατη επιδίωξη του ανθρώπου είναι ο ερχομός ενός κόσμου, όπου, απαλλαγμένος από τον τρόμο και την αθλιότητα, θα μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα».
Έχοντας αυτά ως προϋπόθεση, ο σύγχρονος άνθρωπος στο άρθρο 2 της Ο.Δ αναφέρεται ως εξής: «ο καθένας μπορεί να διεκδικεί όλα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που περιέχονται στη Διακήρυξη αυτή χωρίς καμιά διάκριση και ειδικότερα χωρίς διάκριση που να βασίζεται στη φυλή, το χρώμα, το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, την πολιτική ή κάθε άλλη γνώμη, την εθνική ή κοινωνική καταγωγή, την περιουσία, την προέλευση ή κάθε άλλη κατάσταση».
Στο άρθρο 5: «Κανείς δε θα υποβάλλεται σε βασανιστήρια ούτε σε ποινές και μεταχειρίσεις σκληρές, απάνθρωπες και ταπεινωτικές».
Στο άρθρο 13 παρ.2: «Ο άνθρωπος έχει το δικαίωμα να εγκαταλείπει κάθε χώρα, μαζί και τη δική του, και να επανέρχεται στη χώρα του».
Στο άρθρο 19: «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα ελευθερίας γνώμης και έκφρασης» και στο άρθρο 30: «... κανένα κράτος ή ομάδα ή άτομο δεν έχει το δικαίωμα να εκτελέσει πράξεις, που να αποβλέπουν στην καταστρατήγηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών...».
Με βάση λοιπόν αυτά τα πολύ συγκεκριμένα άρθρα, οποιαδήποτε προσπάθεια ερμηνείας της ανθρώπινης ύπαρξης και του ανθρώπινου πολιτισμού με όρους και προϋποθέσεις κοινωβιολογίας θα πρέπει να θεωρηθεί ότι οδηγεί σε επικίνδυνα συμπεράσματα, καθώς στη βάση αυτών των θεωριών ελλοχεύει η άρνηση της ελευθερίας του ανθρώπου. Αρνηση, όμως, της ελευθερίας σημαίνει άρνηση δημιουργίας πολιτισμού και άρνηση ανάληψης ευθυνών.[12]
4ον. Ο σύγχρονος άνθρωπος λειτουργεί ως επιστήμονας που ερευνά την a priori επιστημονική αλήθεια, αλλά λησμονεί εγλωβισμένος στην αναζήτηση της απόδειξης του εργαστηρίου του το στίχο του ποιητή που λέει ότι «το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο, είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει, είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε».[13] Λησμονεί ότι και οι κατακτήσεις της επιστήμης ξεκίνησαν κάτω από την πίεση της νεωτερικότητας να οδηγήσει τον άνθρωπο να σκεφθεί ελεύθερα.
6ον. Αντιμετωπίζεται από τους κατέχοντες την εξουσία με αυστηρές και επιτακτικές επιπλήξεις και προτροπές ώστε να είναι αρκετά ταπεινός, αλλά και όσο το δυνατόν γίνεται περισσότερο υποτακτικός, συνήθως κάνοντας επίκληση της ασφάλειας και της προστασίας. Με αυτον τον τρόπο υπονομεύεται ή και ανατρέπεται η υπαριθμόν ένα κατάκτηση του νεωτερικού ανθρώπου. Η κατάκτηση της ελευθερίας ως κατάκτηση του ανθρωπίνου πνεύματος και του οικουμενικού πολιτισμού.  
7ον. Η σύγχρονη κοινωνία έχει ξεχάσει ότι η αξία δεν βρίσκεται στο προσωπείο, αλλά στο πρόσωπο. Δεν είναι στη ράτσα, στη φυλή, στο χρώμα του δέρματος, αλλά στη συνάντηση με τον άλλον, στην αγάπη για τον άλλον. Η αγάπη, λέει ένας άγιος, είναι πιο γλυκιά και από τη ζωή. Μια κοινωνία που πνιγμένη μέσα στην ανασφάλεια εκπαιδεύει βολικούς και βολεμένους ανθρώπους που δεν είναι έτοιμοι να ρισκάρουν, ούτε να θυσιαστούν για τίποτα, ξεχνά τη σημαντικότατη φράση του Martin Louther King ότι «αυτός που δεν είναι έτοιμος να πεθάνει για κάτι, δεν αξίζει να ζει». Ο Martin Louther King ονειρεύτηκε ένα κόσμο χωρίς ρατσιστικές και κοινωνικές διακρίσεις την ίδια στιγμή που το αδίστακτο χέρι του φανατισμού και του φονταμενταλισμού τον δολοφονούσε. Όμως, όπως έλεγε και ο ίδιος: «Το σκοτάδι δεν μπορεί να καταπολεμήσει το σκοτάδι. Μόνο το Φως μπορεί να το κάνει αυτό. Το μίσος δεν μπορεί να καταπολεμήσει το μίσος.  Μόνο  η Αγάπη μπορεί να το κάνει αυτό».
Αυτή η αγάπη αποκαλύπτεται στο δρόμο του παπά-λευίτη που μοιράζει τη νύχτα φαγητό και κουβέρτες στους άστεγους, του παπα-λευίτη που τραβά από μια τρύπια βάρκα τη φοβισμένη και παγωμένη λαθραία γυναίκα με το ετοιμοθάνατο μωρό στην  αγκαλιά της, του παπα-λευίτη που αργά μέσα στην νύκτα  φορτώνει στο πετραχήλι του καημούς κι την απελπισία από τα  πρεζόνια και τους αλαφιασμένους απόκληρους. Του παπα-λευίτη που επιβεβαιώνει νυχθημερόν, όταν όλα μυρίζουν θάνατοτη μωρία και το σκάνδαλο του σταυρού, τη σαλότητα των αγίων, την πίστη στην Ανάσταση.
Αυτή αγάπη αποκαλύπτεται στο δρόμο της Μητέρας Τερέζας που έστησε ξανά την επίγεια αρτοκλασία για το χορτασμό εκατομυρίων ανθρώπων στον τρίτο κόσμο. Αναρωτιόνταν η ίδια «αν δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον άνθρωπο που βλέπουμε, πως μπορούμε να αγαπήσουμε τον Θεό που δεν τον βλέπουμε»;
Αυτή η αγάπη αποκαλύπτεται στο δρόμο του μαρτυρίου για εκατοντάδες χιλιάδες των χριστιανών της Λατινικής Αμερικής που κατόρθωσαν να αναδείξουν τη Βίβλο σε Θεολογία Απελευθέρωσης, σε εργαλείο δράσης για ελευθερία, αλληλεγγύη, δημοκρατία και ισότητα. Εστίασαν, σε μια εκ των κάτω  Χριστολογία, μία ανθρωποκεντρική  Χριστολογία, δίνοντας ενεργητικό ρόλο στον κάθε πιστό. Η απόφαση του ανθρώπου να ακολουθήσει την πορεία του Ιησού αποτελεί τη θεμελιώδη ηθική απαίτηση, το κοινό ιδανικό της χριστιανικής ύπαρξης, της εν Πνεύματι ζωής, στη Βασιλεία του Θεού.
Αυτή η αγάπη αποκαλύπτεται στο μαρτυρικό δρόμο τού  Βασίλειο Ιωαχείμοβιτς Νιχηφόρωφ που διαισθανόμενος την επιστροφή του απόλυτου φόβου στις καρδιές των ανθρώπων και του ανθρώπινου πολιτισμού περιγράφει υπό το βάρος της σταλινικής εκκαθάρισης: «Κάθε νέο χρόνο τὸν ὑποδέχομαι μὲ ἀνησυχία. Κάτι τὸ ἀπειλητικὸ ἁπλώνεται πάνω ἀπ᾿ τὴ χώρα μας. Τί εἶν᾿ αὐτό, δὲν μπορῶ νὰ τὸ προσδιορίσω — μόνο ποὺ ἡ ψυχή μου θλίβεται θανάσιμα!...Παρατηρῶ ὅτι πότε-πότε σκοτεινιάζουν οἱ εἰκόνες. Ὁ Ἐσταυρωμένος, πίσω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, ἔγινε μαῦρος. Τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου πῆρε ἔκφραση βλοσυρή, ὀργισμένη... οἱ γεροντότεροι λένε, πὼς οἱ εἰκόνες σκοτεινιάζουν πάντα πρὶν ἀπὸ τὶς μεγάλες συμφορές. Μὰ καὶ στὴ φύση κάτι τὸ ἀνήσυχο ὑπάρχει... Βγαίνεις στὸ δάσος ἢ στὸν κάμπο, καὶ στ᾿ αὐτιά σου φτάνουν ἀπὸ παντοῦ θόρυβοι ἀνησυχητικοί, ποὺ ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἄκουγες. Τὰ ὄνειρα ἔγιναν βαριά. Ὅλο πυρκαγιὲς καὶ καταστροφὲς βλέπω. Εἶδα καὶ τὸν ἑαυτό μου πολλὲς φορὲς ντυμένο μὲ τ᾿ ἄμφια, νὰ τρέχει γεμάτος φόβο στὰ χωράφια, μέσα στ᾿ ἄγριο σκοτάδι τῆς νύκτας, μὲ τὰ τίμια Δῶρα στὰ χέρια... Ἔτρεχα, ἔτρεχα... καὶ μὲ κυνηγοῦσαν, σφυρίζοντας ἀπειλητικά, ἀναμαλλιασμένοι χωρικοί, ποὺ φοροῦσαν ἀρχαϊκοὺς εἰδωλολατρικοὺς χιτῶνες. Τὸν τελευταῖο καιρὸ νιώθω τόση πίκρα, τόση θλίψη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους — γιὰ ὅλους μας! Ἔχω τὴ μόνιμη αἴσθηση, ὅτι βρισκόμαστε ὅλοι σ᾿ ἕνα σταυροδρόμι, καὶ ὅτι πολὺ σύντομα δὲν θὰ βλέπουμε πιὰ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Λές, πάλι, ὅλη αὐτὴ ἡ ἀνησυχία μου νὰ μὴν εἶναι παρὰ μία ἀρρωστημένη ὑποψία;... Μακάρι νά ᾿ναι ἔτσι. Κύριε!...» [14]
6.  Με βάση τη νεωτερικότητα
Όλα αυτά τα παραδείγματα αποτελούν σημαντικό στοιχείο ανάλυσης  για τον χριστιανισμό που θα ήθελε να αναζητήσει μεθοδολογικά και να διαμορφώσει μια νέα παρεμβατική σκέψη και διαδικασία που να στηρίζονται βεβαίως στις αρχές της πατερικής παράδοσης, αλλά και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τους προβληματισμούς του σύγχρονου ανθρώπου. Τίθεται βεβαίως το έρωτημα για το αν στην παρούσα εμπερίστατη κατάσταση μια τέτοια παρεμβατική θεολογική σκέψη μπορεί να δράση με συγκεκριμένο τρόπο απέναντι σ’ αυτά τα προβλήματα. Πιστεύω πως ναι, κάτω όμως από συγκεκριμένες παραμέτρους βασικών εννοιών όπως:
1.    Ότι δεν υπάρχουμε, αλλά συνυπάρχουμε. Η έννοια της συνύπαρξης αποτελεί σήμερα το βασικό ζητούμενο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας, η οποία δημιουργεί ένα νέο πρότυπο ανθρώπου, τον οικουμενικό άνθρωπο.
2.    Ότι η επιβίωση του ανθρώπου ως είδος πάνω στη γη περνά μέσα από το γεγονός του οικολογικού και πολιτισμικού αιτήματος της συμβίωσης των έμβιων όντων.
3.    Ότι ο διάλογος αποτελεί μοναδικό εργαλείο κουλτούρας για τον ανθρώπινο λόγο που καλείται να συλλογισθεί οικουμενικά, να σκεφθεί παγκόσμια και να δράσει τοπικά.
4.    Ότι η κουλτούρα του διαλόγου οδηγεί στην επικοινωνία των ατόμων και στην κοινωνία των προσώπων
5.    Ότι η μετοχή στην κοινωνία οδηγεί στην γνώση του άλλου
6.    Ότι η γνώση του άλλου οδηγεί στην συνύπαρξη και
7.     Ότι η συνύπαρξη οδηγεί στην αγάπη.

Αυτή η διαλεκτική αλληλουχία της συνύπαρξης, της οικολογίας, του διαλόγου, του προσώπου, της μετοχής, της γνώσης, της αγάπης φαντάζει δύσκολη, αλλά δεν είναι ουτοπική. Στο ανθρωπολογικό-κοινωνικό πεδίο η πολύπλοκη νεωτερική σκέψη, αποδεικνύει, τη βαρύτητα του πολύπλοκου χαρακτήρα της πραγματικότητας, την αναγκαιότητα να τίθενται σε αλληλοσύνδεση τα πάντα, για να μπορέσει η ανθρώπινη σκέψη να οργανώσει την αντίληψη περί του πραγματικού μέσα στη σφαιρικότητα του. Η εκπλήρωση της ενότητας του ανθρώπινου είδους θεμελιώνεται στην πεποίθηση του πολύπλοκου χαρακτήρα του ανθρώπινου είδους και της ανθρώπινης γνώσης, η οποία είναι εξάλλου η μόνη δυνατή οδός για την ανεύρεση των σχέσεων ανάμεσα στο εμπειρικό και το ορθολογικό.[15]
Στη νεωτερικότητα, η άρνηση του αποσπασματικού χαρακτήρα της γνώσης, απαραίτητο πρόταγμα ακόμα και μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία, αποτελεί τη σύλληψη της πoλυπλοκότητας του πραγματικού.[16] Ως προς τη μεθοδολογία μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βασικές αρχές α) τη διαλογική αρχή, η οποία ενώνει δύο ανταγωνιστικές έννοιες οι οποίες επιφανειακά θα έπρεπε η μία να αποδιώχνει την άλλη, αλλά οι οποίες είναι αδιαχώριστες και απαραίτητες για την κατανόηση της ίδιας πραγματικότητας. Η διαλογική αρχή αποτελεί απαραίτητο εννοιολογικό εργαλείο, το οποίο θεμελιώνεται στη βασική αρχή της ενσωμάτωσης των αντιφάσεων. Στον κόσμο της διανόησης αυτή η ενσωμάτωση αποτελεί διαδικασία μέσω της οποίας, με ενεργό ρόλο, ο σύγχρονος κόσμος αποκτά μια νέα δυναμική. Έτσι πέρα από τα ιδιαίτερα πεδία των πολιτισμικών συγκρούσεων λειτουργεί παράλληλα ένα σύστημα ανταλλαγών μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών,[17] μέσα από δράσεις και αλληλοσυμπλη-ρώσεις, μέσα από συγκρούσεις και συνθέσεις, μέσα από την τάξη και την εντροπία[18] β) την αρχή του συν-όλου, που αποδεικνύει ότι το μέρος είναι μέσα στο όλο και το όλο στο εσωτερικό του μέρους. Αυτή αποτελεί ίσως το πιο ενδιαφέρον στάδιο για τη νεωτερική θεολογική σκέψη καθώς επιτρέπει στο σύχρονο θεολόγο να θεμελιώσει στον όλον το επιμέρους και στο επιμέρους να ανακαλύψει το όλον, και γ) την αρχή της αναδρομής (principe de récursion), που σημαίνει ότι πρέπει να συλλάβουμε τις πολιτισμικές και αναδημιουργικές διαδικασίες ως αδιάλειπτους και αέναους παραγωγικούς  κύκλους, όπου κάθε στιγμή, συνιστώσες ή κανόνες της διαδικασίας είναι ταυτόχρονα παράγοντες και παράγωγα (αίτια και αιτιατά, σημαίνοντα και σημαινόμενα) των άλλων στιγμών, συνιστωσών ή κανόνων. Έχοντας αυτό ως βασική αρχή, αποδεχόμαστε ότι η κοινωνία θεμελιώνεται πάνω στις αλληλεπιδράσεις των ατόμων. Τα άτομα συνθέτουν αυτό το οποίο ονομάζουμε κοινωνικό σύνολο και το οποίο στη συνέχεια επαναεπιδρά στα άτομα και στις συμπεριφορές τους. Αυτή η αμφίδρομη κίνηση ανάμεσα σε κοινωνία και άτομα, οδηγεί ουσιαστικά την ίδια την κοινωνία στη δημιουργία θεσμών που άπτονται της εκπαίδευσης, του πολιτισμού, της γνώσης, της γλώσσας, της επιστήμης κ.λπ.[19] Κύριο μέλημα μιας τέτοιας μεθοδολογίας είναι να κατανοήσει και να οργανώσει εκ νέου τη γνώση, την κοινωνία, την πολιτική και την ηθική. Αυτό εξάλλου αποτελεί και τον μόνο δυνατό τρόπο αντίληψης και κατανόησης του πραγματικού. Σε αυτό το πλαίσιο η νεωτερική παρεμβατική θεολογική σκέψη  αποτελεί πεδίο της κοινωνικής δράσης τόσο ως ένταξη και συμμετοχή όσο και ως θεωρητική σύλληψη και προοπτική, σε σχέση με την πορεία και το μέλλον της ανθρωπότητας.
Κλείνοντας θα σας διαβάσω ως επίλογο δύο κείμενα. Το πρώτο είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο Αναφορά στον Γκρέκο του Νίκου Καζαντζάκη: «Προτού να συμπονέσω τον άνθρωπο, ένιωσα μέσα μου την ντροπή. Ντρέπουμουν να βλέπω τον πόνο του ανθρώπου, κι εγώ να μάχουμαι να μετουσιώνω όλη ετούτη τη φρίκη σ’εφήμερο μάταιο θέαμα. Ελεγα: «Δεν είναι αλήθεια, μην παρασυρθείς κι εσύ σαν τους απλοϊκούς ανθρώπους και πιστέψεις´ πείνα και χορτασμός, χαρά και πόνος, ζωή και θάνατος, όλα φαντάσματα!». Το έλεγα και το ξανάλεγα, μα όσο κοίταζα τα παιδιά που πεινούσαν κι έκλαιγαν και τις γυναίκες με τα βουλιαγμένα μάγουλα και τα μάτυα τα γεμάτα μίσος και πόνο, η καρδιά μου σιγά σιγά έλιωνε. Παρακολουθούσα με συγκίνηση την απροσδόκητη μέσα μου αλλαγή. Στην αρχή χτύπησε στην καρδιά μου η ντροπή, ύστερα η συμπόνοια΄ άρχιζα να νιώθω τον πόνο των άλλων σαν δικό μου πόνο΄ κι υστερα ήρθε η αγανάκτηση΄ κι ύστερα, η δίψα δικαιοσύνης. Κι απάνω απ’όλα η ευθύνη΄ εγώ φταίω, έλεγα, για όλη την πείνα του κόσμου, για όλη την αδικία΄ εγώ έχω την ευθύνη. Τι να κάμω; Κατά πού  να πάω; Βαθιά μου ήξερα τι έπρεπε να κάνω, μα δεν τολμούσα να το φανερώσω΄ ενάντια στη φύση μου φαίνουνταν ο δρόμος αυτός, και δεν ήμουν σίγουρος αν μπορεί ο άνθρωπος να ξεπεράσει, με την αγάπη, με τον αγώνα, το φυσικό του. Έχει, άραγε, διαλογιζόμουν, έχει ο άνθρωπος τόση δημιουργική δύναμη; Κι αν έχει, καμιά πιά δεν του μένει δικαιολογία αν δεν σπάζει, στις κρίσιμες στιγμές, τα σύνορά του. Τις δύσκολες αυτές μέρες που μοχτούσα, ενάντια στη φύση μου, να ξεπεράσω το μισητό εγώ και να πασκίσω ν’αλαφρώσω τον πόνο του ανθρώπου, πέρασε από το νού μου μια τρισεύγενη μορφή θυσίας κι αγάπης, λες κι ήθελε να μου δείξει το δρόμο΄ και θυμήθηκα ένα λόγο που είπε μια μέρα: «Πρέπει πάντα ν’ακούμε την κραυγή του ανθρώπου να μας φωνάζει: Βοήθεια!».[20] Να αναφέρω εδώ ότι η καζαντζάκεια ελευθερία εκλαμβάνεται και κατανοείται ως έννοια τελείως υπερβατική ιστορικά, αλλά και παράλληλα απολύτως υπαρξιακή. Η ανθρώπινη ύπαρξη δεν δικαιώνεται ούτε μέσα από την ιστορικήτης παρουσία, έχοντας αρχή και τέλος, αλλά ούτε και από τον αν κατορθώνει η όχι να καταγραφεί ιστορικά.[21]
Το δεύτερο κείμενο είναι από το βιβλίο Σκέψεις για την ημέρα του βαπτίσματος, του Dietrich Bonhoeffer[22], ο οποίος λέει: «Δεν έγκειται σε εμάς να προφητέψουμε τη μέρα, ωστόσο θα’ρθει αυτή η μέρα κατά την οποία οι άνθρωποι θα κληθούν ξανά να αρθρώσουν το λόγο του Θεού με τέτοιον τρόπο, ώστε ο κόσμος να μεταμορφωθεί και να ανακαινιστεί. Θα είναι μια νέα γλώσσα, πιθανόν μια γλώσσα εντελώς μη θρησκευτική, αλλά απελευθερωτική και λυτρωτική, όπως εκείνη του Χριστού, τέτοια που οι άνθρωποι θα τρομάξουν και, μολαταύτα, θα κατανικηθούν από τη δριμύτητά της, η γλώσσα μιας νέας δικαιοσύνης και αλήθειας, η γλώσσα που αναγγέλλει την ειρήνη του Θεού με τους ανθρώπους και το πλησίασμα της Βασιλείας του».[23]
Και τα δύο κείμενα καλούν τον σύγχρονο χριστιανό άνθρωπο σε επαναπροσέγγιση του ρόλου του σε ένα περιβάλλον πολυπολιτισμικώς και οικονομικώς παγκοσμιοποιημένο. Αποτελεί λοιπόν πρώτη προτεραιότητα και απόλυτη αναγκαιότητα  αυτό που γράφει ο κος Τσιρώνης: «η αναστοχαστική κριτική συνείδηση των χριστιανών είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ σε ένα ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό συγκείμενο, όπου πολιτικά ή κοινωνικά προβλήματα παρουσιάζονται στην κοινή γνώμη ως προβλήματα θρησκευτικής συνύπαρξης».[24]
Αυτό, από μόνο του, αναζητά, αλλά και ορίζει μέσα από το διάλογο ένα ελάχιστο κοινά αποδεκτών αρχών όπως αυτά που κατέγραψα αναφερόμενος στην Ο.Δ των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Καλούμαστε λοιπόν να αναστοχασθούμε και να ξανασυζητήσουμε, έχοντας ως ελάχιστα prior actions, ως ελάχιστα προαπαιτούμενα prior actions pτα ανθρώπινα δικαιώματα, και με στόχο τη διαφύλαξη και τη συνέχεια του ανθρώπινου πολιτισμού.



[1] Θερμές ευχαριστίες στους συναδέλφους θεολόγους που έγιναν αιτία και αφορμή για την σύνταξη του άρθρου: τον Ανδρέα Αργυρόπουλο, τον Νίκο Ντόντο, το Γιώργο Καπετανάκη και το Χριστόφορο Παπασωτηρόπουλο.
[2] Ανδρέα Αργυρόπουλου, Σχολικού Συμβούλου θεολόγων Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας: «Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών», Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Δημοτικό θέατρο Μυτιλήνης, στα πλαίσια της εκδήλωσης που οργάνωσε η Περιφερειακή Δ/νση Εκπαίδευσης Βορείου Αιγαίου για την σχολική εορτή των Τριών Ιεραρχών, p.4, www.pi-schools. gr/lessons/ religious/ analekta/100.doc 
[3] P.G 31,325A-B
[4] Πρώτη μελοποίηση, εκτέλεση και παρουσίαση των στίχων των Μακαρισμών της Ευαγγελικής Περικοπής σε οκτάηχη μουσική διατύπωση, (ανα στίχο μετάβαση σε όλο τον κύκλο της οκταηχίας, χρησιμοποιώντας ως επαναλαμβανόμενο εφύμνιο το ημιστοίχιο: «Μνήσθητι ημών Κύριε εν τη Βασιλεία σου») έγινε από τον Επίκουρο Καθηγητή της Ιστορικής Βυζαντινής Μουσικολογίας στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Ηρακλείου Κρήτης κο Μιχαήλ Στρουμπάκη κατά την Ημερίδα «Ειρήνη και Δικαιοσύνη του Θεού» στην ΑΕΑΗΚ στις 12-13 Νοεμβρίου 2012.
[5] Βλ. Τσομπανίδη Στέλιου, Μετα-λειτουργία, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2009.
[6] Αριστοτέλη, Μετά τά Φυσικά, Δ.30,1025α. Τα συμβεβηκότα αποτελούν φιλοσοφική έννοια του Αριστοτέλη με την οποία νοείται κάθε επουσιώδες ή ευκαιριακό γνώρισμα μιας οντότητας, η μεταβολή του οποίου δεν προσημαίνει και την αναγκαστική διαφοροποίηση της «καθ’ἑαυτό» συστατικής ουσίας της. Χρήση αυτής της αριστοτελικής διάκρισης ανάμεσα σε ουσία και συμβεβηκότα βρίσκουμε επίσης κατά την προπατερική περίοδο στους στωϊκούς και επικούρειους φιλοσόφους. Ο νεοπλατωνικός επίσης Πορφύριος χρησιμοποιεί την διάκριση αυτή, ενώ κορυφαίος προσλαμβάνων αυτής της διάκρισης θα πρέπει να θεωρηθεί ο μεταπατερικός θεολόγος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και φιλόσοφος, Θωμάς Ακινάτης. Ο Ακινάτης χρησιμοποιεί τη διάκριση στην προσπάθειά του να ανεξαρτητοποιήσει την υπόσταση από τα συμβεβηκότα, γεγονός που επιβεβαιώνει την αριστοτελική αντίληψη των δυτικών για ταύτιση των όρων ουσία και υπόσταση (substance: ουσία, υπόσταση). Σε αντιπαραβολή η Ανατολική Εκκλησία μέσω του Δαμασκηνού διαχωρίζει ουσία και υπόσταση, καθώς η ουσία φανερώνει την κοινότητα των ιδιωμάτων, η δε έννοια της υπόστασης συνιστά την επιμέρους υπαρκτική πραγματοποίηση της φύσης, η οποία διαστέλλει το συγκεκριμένο από το κοινό, (Ιωά. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά & 18.65-67, Kotter I).
[7] Ο καθηγητής Κωνσταντίνου Μιλτιάδης στο «Η κοινωνική διάσταση της θ.Ευχαριστίας», Academia.edu, 29.07.2012, p.4. γράφει ειδικά γιαυτό το ζήτημα: «Ιδιαιτέρως σήμερα οι σύγχρονοι χριστιανοί καλούνται να ξαναανακαλύψουν την κοινωνική διάσταση του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας. Και τούτο γιατί στη συνείδηση πολλών χριστιανών έχει επικρατήση μια ευσεβίστικη, ατομιστική ή στην χειρότερη περίπτωση, εθιμοτυπική αντίληψη για τη σημασία της μετοχής στο μυστήριο. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που κοινωνούν πιστέυοντας ότι λαμβάνουν τη θεία μετάληψη ως έπαθλο για τη νηστεία τους ή και την αρετή τους, «έτσι για το καλό», για να τους βοηθήσει ο θεός στις επαγγελματικές ή όποιες άλλες επιδιώξεις τους και ακόμη επειδή επειδή έτσι είναι το έθιμο. Μια τέτοια αντίληψη για τη θ. Ευχαριστία όμως υποβιβάζει το μυστήριο σε μια πράξη ατομικής ευσέβειας ή και  μαγικής τελετής. Είναι καιρός λοιπόν όσοι θέλουν να αυτοπροσδιορίζονται ως συνειδητοί χριστιανοί να ξανασκεφτούν  ότι μετέχοντας στο μυστήριο της θ. Ευχαριστίας, μετέχουν σε μια πράξη ολόκληρης της κοινότητας, όπου καταργούνται όλα τα διαχωριστικά κοινωνικής θέσης, φύλου, πεποιθήσεων, κλπ, που κρατούν τους ανθρώπους χωρισμένους μεταξύ τους. Μετέχουν σ’ένα κοινό τραπέζι, όπου παρακάθονται αδελφωμένο εχθροί και φίλοι, πλούσιοι και φτωχοί, για να τραφούν με το σώμα του Χριστού που απομακρύνει τον φόβο του θανάτου, δημιουργώντας έτσι την απαραίτητη προϋπόθεση για την υπέρβαση των ανταγωνισμών στις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις. Και είναι προφανές ότι μόνο όταν οι ανθρώπινες σχέσεις πάψουν να χαρακτηρίζονται από τον ανταγωνισμό που προκαλείται από τον φόβο του θανάτου και γίνουν αδελφικές, τα προβλήματα που αντωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες θα πάψουν να υφίστανται».
[8] P.G. 44, 665, ΛΟΓΟΣ Θ´, «Περὶ τοῦ μὴ καταφρονεῖν τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἁγίων μυστηρίων».
[9] Paul Ricoueur, Το κακό, Πόλις, Αθήνα, 2005, μτφρ. Γιώργος Γρηγορίου: «Ο Ricoeur γίνεται κήρυκας μιας στράτευσης εναντίον του κακού. Η στράτευση αυτή είναι τόσο ηθική όσο και πολιτική και έχει ως στόχο την αφαίρεση του πόνου που προκαλεί ο άνθρωπος στον άνθρωπο. Προσανατολίζεται σε κάτι πολύ πιό πραγματικό, αλλά συγχρόνως και αινιγματικό. Διατυπώνει την τόσο αξιοπρόσεκτη αλλά και επικίνδυνη πρόταση: «Ας εξαλείψουμε τον πόνο που επιβάλλεται από τους ανθρώπους στους ανθρώπους και τότε θα δούμε τι θα έχει απομείνει από αυτόν μέσα στον κόσμο. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν το γνωρίζουμε΄ τόσο πολύ η βία έχει διαποτίσει τον πόνο». Με άλλα λόγια, η στράτευση (εναντίον του κακού) και μόνο θα μας αποκοκωδικοποιήσει το μήνυμά του», p.18.
[10] Ιωάννη Ελ. Σιδηρά, «Επίκαιρες ομιλίες του Αγ.Γρηγορίου Νύσσης υπερ της κοινωνικής και φιλάδελφης αλληλεγγύης», Εικονογραφίες, Περί ευποιίας και απληστίας.
[11] Ν. Μπογάτσου, Κοινωνική διδασκαλία Ελλήνων Πατέρων, Αποστολική Διακονία, 1981, p.352
[12] Ιωάννη Πέτρου, Πολυπολιτισμικότητα και θρησκευτική ελευθερία: «Από τις φυλετικές διακρίσεις στην πολυπολιτισμικότητα», Θες/νίκη, Παρατηρητής, 2003, pp.81-83 και «Ανθρώπινα δικαιώματα και αλληλέγγυα κοινωνία. Η ανανέωση του εθελοντισμού στην εποχή μας», ibid., pp.236-237.
[13] Ναζίμ Χικμέτ., Μικρόκοσμος, μτφρ. Γιάννης Ρίτσος, Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος, Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη:
Και να, τι θέλω τώρα να σας πω
Μες στις Ινδίες μέσα στην πόλη της Καλκούτας,
φράξαν το δρόμο σ' έναν άνθρωπο.
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε.
Να! το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι
στ' αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε, τ' άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόση δα μικρή.
Ε, το λοιπόν, ο,τι και να είναι τ' άστρα,
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο,
είναι ένας άνθρωπος
που τον μποδίζουν να βαδίζει.
Είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε
[14] Βασίλειο Ἰωαχείμοβιτς Νιχηφόρωφ (1901-1941), Τὸ ὁδοιπορικὸ ῥαβδί . Σελίδες ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς λευΐτη, «Πρίν...»,  Μετάφραση ἀπὸ τὰ ῥωσικά ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.
[15] Edgard Morin, Le Paradigme perdu, Paris, Seuil, 1973, pp13-14.
[16] Του ιδίου, Lα Méthode, Paris, Seuil, 2008.
[17] Του ιδίου, Mes démons, Paris Stock, 1994, p.238
[18] Του ιδίου, Penser l’Europe, Paris, Gallimard, 1987, p.90
[19]  Του ιδίου, «Entretien sur le theme de la pensée complexe», in Management France, no 59, février 1987.
[20] Ν. Καζαντζάκη, Αναφορά στον Γκρέκο.
[21] Χριστoφόρου  Ε. Αρβανίτη, «Η έννοια  της αρνησιθρησκίας  στο  Νίκο Καζαντζάκη» Le  Regard  crétois, no 39, pp.32-52, décembre 2012.
[22] Dietrich Bonhoeffer, Γερμανός Θεολόγος και αντιστασιακός κατα την περίοδο του ναζισμού. Είχε ενεργό ρόλο στο σχεδιασμό για τη δολοφονία του Χίτλερ. Συνελήφθη και εκτελέστηκε στις 9 Απριλίου του 1945, μόλις 23 ημέρες πριν τη γερμανική παράδοση.
[23] Στο Rosino Gibellini, Η θεολογία του εικοστού αιώνα, μτφρ. Π. Αρ. Υφαντής, εκδ. «Άρτος Ζωής», Αθήνα, 2002, σ. 374.
[24] «Παγκοσμιοποίηση: εννοιολογκή αμφισημία και κοινωνική αμφιταλάντευση. Οι κοινωνικές προκλήσεις για τις ευρωπαϊκές εκκλησίες», στο Συλλογικό, Βιβλική θεολογία της απελευθέρωσης, Πατερική θεολογία και αμφισημίες της νεωτερικότητας, Αθήνα, Ίνδικτος, 2012, p.175.

2 σχόλια:

  1. Στο ζήτημα της πολυπολιτισμικότητας, αγαπητέ Χριστόφορε, υπάρχει επίσης το ιστορικό παράδειγμα της ύστερης αρχαιότητας, με τις πολλές αναλογίες και δυσαναλογίες του. [Και παράδοση δεν είναι ούτε μόνο το Βυζάντιο, ούτε μόνο η αρχαία Εκκλησία, ούτε καν μόνο αυτά τα δυο μεγέθη μαζί, παρά τις πολύ εκλεκτικές και μονοσήμαντες αναγνώσεις πολλών] Ως κύρια δυσαναλογία θα επισημάνω τον κοινωνικοοικονομικό χαρακτήρα της σύγχρονης Παγκοσμιοποίησης, όπως δείχνει να διαμορφώνεται σήμερα υπό τις επιλογές του κεφαλαίου (για το οποίο υπάρχουν ανοιχτά σύνορα, και το οποίο εν πολλοίς «εκχωρεί» και τις ψευδεπίγραφες επιλογές των λαών, ενώ για τους τελευταίους τα σύνορα δεν είναι τελικώς και τόσο ανοιχτά, ούτε οι ευκαιρίες άπειρες…). Επειδή πολλοί πολέμιοι της Παγκοσμιοποίησης, εξαιτίας πολικοοικονομικών κριτηρίων, (και στον τομέα αυτό σε πάρα πολλά συμμερίζομαι τις ανησυχίες) τείνουν να εχθρεύονται και κάθε λογής κοσμοπολιτισμό ή οικουμενικότητα, παρά τη μεγάλη χριστιανική και επίσης ελληνική παράδοση στην κατεύθυνση αυτή, καλό είναι να θυμόμαστε το ιστορικό παράδειγμα της Ύστερης Αρχαιότητας, που ήταν και η μήτρα της εξάπλωσης του χριστιανισμού. Όχι μόνο δεν παρεμπόδισε αλλά και πολλαπλά διευκόλυνε, όπως γνωρίζει στοιχειωδώς κάθε ιστορικός αναλυτής ή μελετητής της ιστορίας της ιεραποστολικής εξάπλωσης του χριστιανισμού. Αν τυχόν θυμόμαστε συχνότερα το ιστορικό αυτό συγκείμενο, ίσως να μην κατεχόμαστε σε αυτόν το βαθμό από το φόβο του αγνώστου και τη διάθεση να αγκιστρωθούμε σε συγκεκριμένα ιστορικά πρότυπα, ανάγοντας την αλήθεια τους από πραγματικότητα ιστορική, ευέλικτη και πολλαπλή, σε αλήθεια δογματικού και μεταφυσικού χαρακτήρα, και εισάγοντας τοιουτοτρόπως ανεπίγνωστα πολυποίκιλες αιρέσεις στη ζωή της Εκκλησίας. Απαιτείται βέβαια μεγάλη διάκριση της ευκαιρίας και της παγίδας σε κάθε αλλαγή, και πολύ βαθιά ριζωμένη πίστη, τουτέστιν εμπιστοσύνη. Αντίθετο ακριβώς της πίστης ως εμπιστοσύνης, δηλαδή ανοίγματος, είναι οι ποικίλες ιδεολογικές βεβαιότητες, όλες μορφές μιας αιρετικής επιμονής στην επιβολή του μερικού και περιορισμού του άπειρου Θεού σε πεπερασμένα καλούπια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Συμφωνώ Εύη μου! Για να μην ξαναγράφω όμως έχω αναλύσει πολλά στοιχεία από αυτά που βάζεις στο άρθρο για την αναγκαιότητα των συμβόλων...

    ΑπάντησηΔιαγραφή