Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Ολιβιέ Κλεμάν: Ορθοδοξία και Πολιτική.



Ολιβιέ Κλεμάν: Ορθοδοξία και Πολιτική[1]


Πριν μπω στο θέμα μου, θα ήθελα να απαντήσω στα καλά λόγια αυτού πού με παρουσίασε - και για τα όποια τον ευχαριστώ θυμίζοντας ένα πολύ γνωστό επεισόδιο από Αγία Γραφή, αυτό της «όνου Βαλαάμ». (Η όνος τον Βαλαάμ: Αναφέρεται στο περιστατικό (Αριθμοί 22, 21-32), κατά το όποιο άγγελος Θεού χρησιμοποίησε την όνο του προφήτη-μάντη Βαλαάμ, πού του μίλησε και τον απέτρεψε να καταραστεί τους Ισραηλίτες.)
Αν η όνος του Βαλαάμ μπόρεσε να πει πράγματα ενδιαφέροντα, τότε, εντάξει, αποδέχομαι όπως και η όνος τις φιλοφρονήσεις.

Θα ήθελα επίσης να πω και κάτι άλλο: από χρόνια έχω Έλληνες φίλους. Τους χρωστώ πολλά,  βέβαια, μερικές φορές μ' έχουν κάνει ν' αγανακτήσω. Τώρα όμως, δεν αισθάνομαι γι' αυτούς παρά μόνον ευγνωμοσύνη. Επίσης, αυτό πού θα ήθελα σ' όλους σας να πω για ν' αρχίσω είναι: ευχαριστώ. Γιατί, και αυτό θα είναι μοναδική προσωπική μου εκμυστήρευση, οφείλω τα πάντα στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Επειδή πιστεύω ότι το πρώτο πράγμα πού περιμένουν από μας οι άνθρωποι σήμερα είναι να μπορούμε να μιλάμε για τα πάντα, περιλαμβανομένης και της πολιτικής, από κάποιαν απόσταση: πρώτα θα μιλήσω για το μηδενισμό, κατόπιν για το σταυρό και θα καταλήξω με τη στράτευση και τη διακονία μας.


 Μηδενισμός

Θα ξεκινήσω λοιπόν μιλώντας για το μηδενισμό πού, πιστέψτε με, ξέρω καλά τί σημαίνει. Αν δεν γίνει Ορθόδοξος, δεν ξέρω αν θα είχα κατορθώσει να ζω. Ούτε το ένα πόδι δεν μπορώ να απομακρύνω από το άλλο, παρά μόνο μέσα σ' αυτό το γλυκύτατο φως, μέσα από το όποιο η Ορθόδοξη Εκκλησία με δίδαξε να βλέπω το Χριστό, κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, κάθε χορταράκι, όπως και τους αστερισμούς του ουρανού. Γιατί με δίδαξε ότι και οι αστερισμοί οι πιο απόμακροι καθρεφτίζονται στο πρόσωπο εκείνου ή εκείνης πού αγαπώ.

Σήμερα, έχει ολοκληρωθεί η ενότητα του πλανήτη μας. Συγκεκριμένα, ο καθένας φέρει μέσα του ολόκληρη την ανθρωπότητα. Το μάκρυνα έγινε κοντινό, ο πόνος του κάθε ανθρώπου με άφορα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης έχουν κάνει θέαμα καθημερινό τη φρίκη του πλανήτη, την ανόητη σφαγή των αθώων. Γιατί η εποχή της «πλανητικής ενότητας» είναι επίσης η εποχή του μηδενισμού. Θα ήθελα με δυο λέξεις να αναπαραστήσω συμβολικά το μηδενισμό: το Άουσβιτς και Χιροσίμα.

Η Χιροσίμα σημαίνει την αμφισβήτηση της ίδιας της ύπαρξης της ανθρωπότητας από τη δική της τεχνική και επιστημονική ισχύ. Σας θυμίζω ότι η βόμβα έπεσε στη Χιροσίμα ακριβώς τη μέρα πού εμείς οι Ορθόδοξοι γιορτάζουμε τη Μεταμόρφωση του Σωτήρα, σαν να μας επιβαλλόταν η επιλογή: αποσύνθεση ή μεταμόρφωση. Η Χιροσίμα είναι το σύμβολο της αποσύνθεσης: όχι μόνο της ύλης, μα και των κοινωνιών και πάνω απ' όλα της ανθρώπινης ψυχής. Μπορούμε ν' αποφύγουμε (και να επιταχύνουμε) την αποσύνθεση αύτη με τα ναρκωτικά, μπορούμε να την ελέγξουμε καλώς ή κακώς με την ψυχανάλυση, μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε με τον ψυχολογικό πόλεμο ή με τη διαφήμιση σε επιστημονικές βάσεις. Κατά βάθος, τα πάντα ανάγονται στο διάλογο του Ιησού με το δαιμονισμένο: «Ποιο είναι το όνομα σου; Τ' όνομα μου είναι λεγεών...» Πολύ μιλούμε για το ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά συχνά, πολύ συχνά, «τ' όνομα μου είναι λεγεών».

Το Άουσβιτς, είναι με μια έννοια πολύ εξειδικευμένη και οριστική, σύμβολο εκείνου πού εγώ ονομάζω ιδεολογία: δηλαδή μιας ομάδας πού φτάνει στο σημείο τήξης από μια αντίληψη ενιαία και ομογενή, μια «αλήθεια» πού κατέχουμε και σκεπτόμαστε εναντίον του άλλου. Καρδιά της ιδεολογίας είναι η θέληση για δύναμη των «επαϊόντων», η επιθυμία για ασφάλεια αυτών πού ακολουθούν, η δικαίωση του ενστίκτου του φόνου πού κάθε άνθρωπος έχει μέσα του. Γιατί τίποτα δεν είναι πιο ανυπόφορο από τον άλλο (τον πλησίον).

Τα σύμβολα της Χιροσίμα και του Άουσβιτς συγκλίνουν στον ερχομό του μηδενισμού. Ο Στάλιν είπε στον Ντεγκώλ την τελευταία του λέξη: «Ο θάνατος είναι πού πάντα κερδίζει». Στη Δύση -για την Ελλάδα δεν ξέρω- ο θάνατος δεν ήταν ποτέ τόσο απωθημένος αλλά και τόσο γυμνός συνάμα, όσο είναι σήμερα. Έχει παρουσία πολύ λιγότερο έντονη απ' ό,τι στις αρχαίες κοινωνίες τουλάχιστον στο βόρειο ημισφαίριο.

Από το γεγονός αυτό προέρχεται η συνταρακτική αντινομία: ανάμεσα στην καθημερινή μας ζωή οπού ο θάνατος σβήνει, όλος ο κόσμος είναι νέος και ωραίος, και στην απειλή αυτοκτονίας του ανθρώπινου γένους ή απλά, στον προσωπικό θάνατο με όλη του την τραγική γυμνότητα, χωρίς ελπίδα, τελετουργία, προσευχή, ακόμα και γλώσσα για να περιγραφεί. Από κει και η άλλη συνταρακτική αντινομία ανάμεσα στο δικό μας «υλικά κορεσμένο» κόσμο του βόρειου ημισφαιρίου μερικοί τον χαρακτηρίζουν «βουλιμία της αγωνίας», και στον σκληρό κόσμο της απογύμνωσης, της πείνας, των τόσων πεθαμένωναπό ασιτία παιδιών του νότιου ημισφαιρίου. Ο Σάρτρ έλεγε ότι  ο Μαρξισμός είναι η αξεπέραστη ιδεολογία του πολιτισμού μας. Εγώ θα έλεγα ότι ο αξεπέραστος ορίζοντας του πολιτισμού μας είναι το μηδέν.

Το μηδέν λοιπόν μας περιβάλλει. Από το γεγονός αυτό προέρχεται, χωρίς αμφιβολία, ένα είδος ομαδικής νεύρωσης, όπως για παράδειγμα η αναίτια βία πού αναδεικνύεται στην κοινωνία. Εκεί είναι οι ρίζες του κυνισμού και του ηδονισμού, μέσα σ' αυτό πού ένας Γάλλος κοινωνιολόγος ονόμασε «κοινωνία του κενού». Εδώ -και πουθενά άλλου- εντοπίζεται ο σταυρός.


Ο σταυρός.

Ο Γερμανός φιλόσοφος Adorno έλεγε πώς μετά το Άουσβιτς δεν θα μπορούσαμε πια να ξαναγράψουμε ποιήματα. Θα έλεγα μάλλον ότι οι παραδοσιακές και ορθολογικές (Θεοδικία. Το πρόβλημα του συμβιβασμού της αγαθότητας και της παντοδυναμίας του Θεού με το φυσικό και ηθικό κακό πού υπάρχει στον κόσμο.) θεοδικίες καταρρέουν και ότι αναγόμαστε στη μεγάλη παραδοχή της Ε' Οικουμενικής Συνόδου: «Ο Θεός υπέφερε τον θάνατον εν σαρκί». Μετά το Άουσβιτς και τη Χιροσίμα, στην καρδιά του σύγχρονου μηδενισμού, δεν μπορούμε πια να μιλήσουμε για το Θεό παρά μόνο για το Θεό το Σταυρωμένο.

Οι Πατέρες τίμησαν την «υπομονή του Ιώβ». Η εποχή μας όμως μάλλον αντηχεί την κραυγή και την εξέγερση του Ιώβ, το «γιατί». Η σιωπή του Θεού είναι γεμάτη από «γατί» αναρίθμητων Ιώβ. Η μοναδική απάντηση στον Ιώβ δεν είναι απάντηση φραστική, αλλά γραμμένη με αίμα, είναι ο σταυρός του Χρίστου. Αρκεί να θυμόμαστε καλά ότι ο Χριστός είναι «ο ένας της Αγίας Τριάδος» όπως λέει η λειτουργία μας ότι Εκείνος πού πάσχει και πεθαίνει στη Γεσθημανή και στο Γολγοθά είναι το ίδιο το Πρόσωπο του Λόγου του Θεού. Ολόκληρος ο Θεός εν Χριστώ ενώνεται με ολόκληρο τον άνθρωπο και τον ακολουθεί μέχρι το θάνατο και τον Άδη.

Γνωρίζετε βέβαια το πιο πεζό επιχείρημα των άθεων: Γιατί ο Θεός δεν τα ρυθμίζει όλα αυτά αφού είναι παντοδύναμος; Ή μήπως δεν είναι παντοδύναμος; Είναι παντοδύναμος ο Θεός. Αλλά η δύναμη του δεν είναι αυτή των δικτατόρων και των δημίων, ούτε καν η δύναμη πού μπορώ να ασκήσω μέσα στο μίσος μου. Η παντοδυναμία του Θεού είναι εγώ -κι εδώ χρησιμοποιώ όρο δυσκολομετάφραστο πού θέλει ανάλυση- η Αγάπη. Όχι η αγάπη πού κατέχει αλλά η Αγάπη πού σέβεται. Η  Αγάπη πού ταυτίζεται μ' αυτό πού οι θεολόγοι ονομάζουν «κένωση».

Οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν αντίγραφα και απομιμήσεις. Όμως, μόνο μια απόλυτη παντοδυναμία μπορεί να πλάσει μια ετερότητα πραγματικά απόλυτη μια ελευθερία πραγματικά ελεύθερη. Η πράξη της δημιουργίας σημαίνει διακινδύνευση για το Θεό. Ο Θεός διακινδυνεύει να απορριφθεί, να αποδιωχθεί, να σταυρωθεί μέσα από τις ελευθερίες πού είναι το αριστούργημα της παντοδυναμίας Του. Η Αγάπη είναι ανίσχυρη γιατί είναι παντοδύναμη. Το ξέρετε πολύ καλά ότι όσο πιο πολύ αγαπάτε κάποιον, τόσο πια, ανίσχυροι είσθε. Η αγάπη πού είναι ελευθερία, αναζητώντας την ελευθερία, δεν μπορεί να εξαλείψει εξωτερικά, αυταρχικά και δικτατορικά, τα σκοτάδια πού κατοικούν μέσα μας, στα οποία τόσο συχνά, άνετα και αβίαστα παραδίδουμε τη Δημιουργία.

Τότε, ο θεός μας ξανασυναντά με το σταυρό. Γίνεται σάρκα, αναλαμβάνει από μέσα, εσωτερικά, όλη τη δική μας κατάσταση του θανάτου, μέχρι και την κόλαση, την ίδια την απουσία Του δηλαδή, γιατί κόλαση είναι η απουσία τον Θεού. Θυμάστε στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, τους αποχαιρετιστήριους διάλογους: η Ιησούς μιλά πολύ, είναι σαν ένας ποταμός λόγων. Στη συνέχεια όμως, κατά το πάθος πάνω στο σταυρό, λέει μόνον εφτά λέξεις. Τέλος, μια κραυγή και η σιωπή. Ανάμεσα στα λόγια αυτά, είναι το: «Θεέ μου, Θεέ μου. ίνα τί, με εγκατέλειπες;»

Έτσι. ο ενσαρκωμένος Θεός παίρνει, καθώς λέει ο απόστολος Παύλος, «μορφήν δούλου». Στην αρχαιότητα, ο δούλος ονομαζόταν «απρόσωπος», αυτός πού δε βλέπουμε, αυτός πού δεν έχει πρόσωπο, ο ανώνυμος προλετάριος, ο ανώνυμος του «μοναχικού πλήθους», ο άνθρωπος χωρίς αγάπη, ο βασανισμένος με πρόσωπο καλυμμένο με μια μάσκα ίδρωτα και αίματος. Ο ενσαρκωμένος Θεός ταυτίζεται μ' όλους τους «δίχως πρόσωπο» και τους δίνει το δικό Του πρόσωπο. Όχι για να βυθιστεί μαζί τους στην άβυσσο και τη φρίκη, γιατί ο Σταυρωμένος, μέσα στο βάθος Του, παραμένει Θεός, ένα με τον Πατέρα Του. Και από τη στιγμή αυτή, εν Χριστώ, δεν μπορούν πια να υπάρξουν διαιρέσεις, δεν μπορεί πια να υπάρξει διαίρεση ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο.

Αυτή είναι η κραυγή του Πάσχα: «θανάτω θάνατον πατήσας». Ο Θεάνθρωπος ο σταυρωμένος είναι επίσης ο Θεάνθρωπος ο αναστημένος. Στον «πάσχοντα Θεό» για τον οποίο μιλά ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, αντιστοιχεί ο αναστημένος άνθρωπος. Το να μιλάμε λοιπόν, για το σταυρό του Χριστού, δεν είναι να μιλάμε με τη γλώσσα του πόνου, αλλά με αυτή της πιο υψηλής ζωής,

Μέσα στη μυστηριακή διάσταση, -το μόνο πράγμα πού μας ενδιαφέρει- η Εκκλησία είναι επίσης μια κοινωνιολογία, ένα σωρό πράγματα όχι και τόσο βολικά. Όμως, η Εκκλησία στην ιστορικής διάσταση, μια διάσταση ταυτόχρονα σαρκική και πνευματική, είναι η ζωή, η δύναμη ζωής, η Βασιλεία πού έρχεται. Ο σταυρός του Χριστού συντρίβει την ταφόπλακα του κόσμου τούτου και καταγράφεται ως τεράστια δύναμη ζωής στην ιστορία των ανθρώπων. Πρέπει όμως να καταλάβουμε καλά τούτο το πράγμα: η Εκκλησία σήμερα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι αποτελεί μια μειοψηφία. Δεν είναι όμως μια λέσχη για οργανωμένα μεταθανάτια ταξίδια πρώτης θέσεως. Η Εκκλησία υπάρχει ως δύναμη ζωής για τη σωτηρία του κόσμου. Άνδρες και γυναίκες, πού προαισθάνονται στο βάθος της καρδιάς τους, έχουν αφήσει πίσω τον αληθινό θάνατο, τον πνευματικό, στα νερά του βαπτίσματος τους, βαθειά απελευθερωμένοι από την αγωνία του βιολογικού θανάτου, ικανοί - εδώ χρησιμοποιώ μια λέξη πού ίσως κάνει να χαμογελάσουν όσους ασχολούνται με θέματα πρακτικής - να έχουν καλοσύνη, καλοσύνη αληθινή, ανιδιοτελή, μη ιδεολογική.

Αν νοιώθουμε κάπως έτσι, τότε όλες οι μορφές θανάτου στη ζωή μας, οι στιγμές κόπωσης, απόγνωσης, απελπισίας, μπορούν να γίνουν καταστάσεις βαπτιστήριες και πασχαλιές. Πραγματοποιείται τότε, κατά κάποιο τρόπο, ένα σπάσιμο των επιπέδων. Καταλαβαίνουμε ότι δεν μπορούμε να πάμε πιο πέρα και αφηνόμαστε στην αναστάσιμη χάρη, τότε ή ζωή συνεχίζεται, μια νέα δύναμη μας πλημμυρίζει, σαν να αναρρώνουμε επιστρέφοντας στη ζωή, ενώ είχαμε αγγίξει το τέλος της. Και στο σημείο αυτό καταλαβαίνουμε κάτι θεμελιακό: ότι ο Χριστανισμός δεν είναι ιδεολογία. Υπήρξε περίοδος όπου ο Χριστιανισμός χρησιμοποιήθηκε από το κράτος ως κυρίαρχη ιδεολογία, πάντα όμως, διατηρήθηκε η ευαγγελική και ευχαριστιακή διάσταση του, εκατομμύρια άνθρωποι σώθηκαν από την απόγνωση και έγιναν ικανοί για την καλοσύνη εκείνη για την οποία μίλησα πιο πριν.

Σήμερα, αν, τα πάντα μας αφαιρεθούν, αν κάθε εξουσία μας αφαιρεθεί αν κάθε δυνατότητα ανοιχτής δράσης μέσα στην κοινωνία μας αφαιρεθεί - και διαρκώς προς τα εκεί πάνε τα πράγματα - δεν πρέπει να δίνουμε επιβραδυντικές μάχες. Θα έλεγα ότι αν έτσι είναι τα πράγματα, τόσο το καλύτερο. Γιατί τότε ανακαλύπτουμε την αλήθεια του Χριστιανισμού πού δεν είναι ιδεολογία. Μια ιδεολογία εξηγεί, εξηγεί για να συγκρατήσει. Εξηγεί για να χειραγωγήσει. Αποτελεί μια θέληση επιβολής. Ενώ μέσα στο Χριστιανισμό, όσο πιο πολλές γνώσεις έχουμε, τόσο λιγότερα γνωρίζουμε, αυτό έλεγε ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης για τη σχέση μας με το Θεό: όσο πιο πολύ γνωρίζω το Θεό και γεμίζω από την παρουσία Τον, τόσο περισσότερο αυτός είναι επέκεινα. Και ότι ισχύει για τη σχέση μας με το Θεό, ισχύει και για τη σχέση μας με τον άλλον. Όσο πιο γνωστός μας είναι ο άλλος, τόσο περισσότερο τον ανακαλύπτουμε θαυμαστά άγνωστο. Γι' αυτό και ο Χριστιανισμός δεν είναι ιδεολογία. Θα έλεγα μάλλον ότι είναι μια «σπηλαιολογία». Ενώ νομίζουμε ότι πορευόμαστε ήσυχα, πραγματικότητες άγνωστες ξανοίγονται από παντού.

Πρέπει να γίνουμε διάφανοι μπροστά σ' αυτή τη δύναμη της ζωής. Υπάρχουν γι' αυτό δρόμοι ακραίοι και υποδειγματικοί. Υπάρχει ο δρόμος του μαρτυρίου. Ο μάρτυρας δεν είναι, όπως συχνά νομίζουμε, κάποιος πού απλά δίνει τη ζωή του για τις ιδέες του. Το μαρτύριο είναι μια μυστική εμπειρία ενός ανθρώπου, πού τη στιγμή της πιο μεγάλης οδύνης αντί να εξεγείρεται και να αυτοπεριχαρακώνεται, παραδίδεται στο Χριστό, με τρόπο πού να τον πλημμυρίζει η χαρά της Ανάστασης. Ο θάνατος του γίνεται μια γέννηση, προσεύχεται για το δήμιο του. Πιστέψτε με, όλοι θα περάσουμε από κει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Υπάρχει επίσης ο ακραίος και υποδειγματικός δρόμος των μοναχών. Οι μοναχοί αντικαθιστούν θεληματικά τους μάρτυρες όταν η Εκκλησία γνωρίζει μια σχετική ειρήνη. Ο μοναχός είναι εκείνος πού βυθίζεται ζωντανός μέσα στο θάνατο για να βρει την Ανάσταση προκειμένου να την μεταδώσει στην ανθρωπότητα και τον κόσμο. Η άσκηση του γίνεται τότε μια απέραντη τρυφερότητα, μια μεσιτεία για όλους τους ανθρώπους, μια πατρότητα γεμάτη συμπόνοια. Ξέρετε, ότι ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος έλεγε πώς ο πνευματικός άνθρωπος προσεύχεται ακόμα και για τα φίδια. Όλα αυτά, είναι σφαιρικά ο δρόμος της Εκκλησίας. Αυτό λοιπόν πού μας χρειάζεται όλο και πιο πολύ κι αυτό είναι ταυτόχρονα χρέος και προοπτική μας, είναι οι ευχαριστιακές κοινότητες, οι τόποι όπου θα μπορούσε να αναγεννηθεί κανείς. Η προσευχή τους καλύπτει τον κόσμο και τα μυστήρια τους αναγεννούν την ιερότητα της Γης.

Είναι κάτι πού ειδικά εσείς οι Έλληνες θα πρέπει να κάνετε. Νομίζω ότι δεν ενδιαφέρεστε αρκετά για την ωραιότητα των αρχαίων σας θεών, για την ομορφιά τούτων των ναών, όπου δεν υπάρχουν πια είδωλα, αλλά ανυμνείται η ωραιότητα του κόσμου. Δεν ξέρω πολλά για την Ελλάδα, αλλά μπορώ να σας πω ότι στη Γαλλία πολλοί -νέοι ιδιαίτερα - ανακαλύπτουν το Θεό και το μυστήριο μόνο μέσα από την ομορφιά του κόσμου. Ίσως εδώ να έπρεπε να μιλήσουμε για τις Θείες ενέργειες του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Είναι πάντως ανάγκη να κάνουμε τις κοινότητες μας χώρους αληθινής φιλίας, αδελφικής υποδοχής, αλληλοβοήθειας, ακόμη και κοινότητας αγαθών, ατό δρόμο αυτόν τον «κομμουνισμού της αγάπης» μερικών μοναστηριών, πού προσπαθούν να αναβιώσουν την πρώτη - και εσχατολογική - κοινότητα των Ιεροσολύμων. Σκέπτομαι λοιπόν, ότι αυτή η δύναμη της ζωής μπορεί να απαιτήσει από ορισμένους ένα συγκεκριμένο τρόπο στράτευσης, πού θα ονόμαζα «πολιτικο-ποιητικο-προφητική». Όλο και πιο επιτακτικά χρειαζόμαστε μια πολιτική ηθική. Για πολύ καιρό δεν σκεφτόμαστε καν. Ήταν κάτι πολύ απλό: όταν η εξουσία ανήκει στην εχθρό μου είναι κακή και όταν ανήκει σε μένα είναι καλή. Όμως, έγινε αντιληπτό ότι τα πράγματα δεν ήταν εντελώς έτσι και ότι θα έπρεπε ν' αναπτυχθεί ένας προβληματισμός για τη φύση της εξουσίας.

Γι' αυτό και έχουμε ανάγκη μια πολιτική ηθική βασισμένη σε δυο αξεχώριστες παραδοχές: Το ανθρώπινο πρόσωπο σαν κάτι το απόλυτο γιατί αποτελεί εικόνα τον Θεού και το πρόσωπο σαν μια ύπαρξη σε κοινωνία, μία απόπειρα κοινωνίας, αφού ο Θεός αυτός είναι η τριαδική αγάπη. Θυμίζω ότι ένας Ορθόδοξος φιλόσοφος του περασμένου αιώνα έλεγε πώς «η Αγία Τριάδα είναι το κοινωνικό μας πρόγραμμα».       

Η πνευματική αυτή προοπτική προϋποθέτει ότι η χριστιανική σωτηρία, ενώ ξεπερνά κατά πολύ τους στόχους, για την πολιτική, κοινωνική ή οικονομική απελευθέρωση τον άνθρωπου, συγχρόνως τους περικλείει. Δεν μπορούμε να αντιπαραθέσουμε την πίστη -με την πολιτική, γιατί η ζωή δε διαιρείται. Η χριστιανική σωτηρία περιλαμβάνει την πολιτική και ταυτόχρονα την ξεπερνά. Δεν εννοούμε βέβαια την «πολιτική των πολιτικών», παρόλο πού καμιά φορά πρέπει να ξέρουμε να λερώνουμε τα χέρια μας. Ο Σάρλ Πεγκύ έλεγε για μερικούς Χριστιανούς ότι έχουν χέρια καθαρά, μόνο πού δεν έχουν χέρια.

Θα έλεγα λοιπόν ότι η χριστιανική σωτηρία θα έπρεπε να διαφωτίσει, με την ευγενική σημασία της λέξης, τον πολιτικό και να πάει και πέρα από κει. Εξάλλου, η μεγαλύτερη υπηρεσία πού μπορεί να προσφερθεί στους πολιτικούς είναι να τους πούμε ότι δεν κατέχουν την λύση για τα πάντα και ότι δεν πρόκειται να δώσουν διέξοδο στην ανθρώπινη αγωνία. Γιατί αν ο Χριστός είναι ο νικητής του θανάτου, εμείς πρέπει να πολεμήσουμε ενάντια σ' όλες τις μορφές του θανάτου: μέσα μας, γύρω μας, στον πολιτισμό, στην κοινωνία. Κι αυτά είναι σημεία πού προαγγέλλουν τον ερχομό της βασιλείας του Θεού.

Αν δεν υπάρχει ψωμί για όποιον πεθαίνει από την πείνα, αν δεν υπάρχει ελευθερία για τον πολιτικό κρατούμενο, αυτά είναι σημάδια ότι η χριστιανική μας δράση ψεύδεται προς το πνεύμα.

Κι εδώ θα ήθελα να πω κάτι, μέσα σε τούτη τη θεολογική σχολή την τόσο καλά μπετοναρισμένη, ότι η θεολογία είναι μια περιπέτεια. Αν σε κάποιο γαλλικό σαλόνι πει κανείς ότι ενδιαφέρεται για τη θεολογία, επικρατεί συνήθως παγερή σιωπή, σαν να έχει ακουσθεί αισχρολογία! Κι όμως, πολύ συχνά κάποιος βρίσκεται στο τέλος να εκδηλώσει το ενδιαφέρον του. Αυτή λοιπόν η περιπέτεια δεν είναι αυθεντική παρά με δύο βασικούς όρους: ο πρώτος είναι να προσελκύει τον άνθρωπο ταυτόχρονα στα βάθη της τριαδικής αβύσσου και στην καρδιά των ανθρώπινων μαζών ο δεύτερος, τον όποιο μου εμπνέει όλο αυτό το μπετόν (σ.τ.ε.: η παρατήρηση έχει να κάνει με την κατασκευή του κτιρίου της σχολής όπου έγινε η ομιλία), είναι πώς η περιπέτεια αυτή πρέπει να είναι ποιητική. Ένας από τους λόγους πού μ' έκαναν ν' αγάπησω την Ορθόδοξη θεολογία είναι ότι δημιουργήθηκε για να ψάλλεται.

Μέσα λοιπόν σε τούτον τον αγώνα της ζωής, μου φαίνεται ότι εμείς, οι μεταϊδεολογικοί χρισταινοί, θα βρούμε τη συμπαράταξη όλων εκείνων πού θέλουν να κρατήσουν ανοιχτή την προσέγγιση του ανθρώπου: καλοπροαίρετοι ανθρωπιστές, καλόπιστοι μαρξιστές πού ανακαλύπτουν με αντίτιμο μια τραγική εμπειρία ότι «ο άνθρωπος ξεπερνά απείρως τον άνθρωπο» όπως έλεγε ο Πασκάλ και αρνούνται να κινούνται αποκλειστικά στο επίπεδο του ορθολογισμού.

Εδώ λοιπόν, θα ήθελα να θυμίσω στους νέους φίλους μου του χριστιανοσοσιαλιστικού κινήματος την ανάγκη για μια μεγάλη εργασία, την επεξεργασία μιας αληθινής διαλεκτικής χωρίς υπερδομή ή υποδομή, γιατί το ενοχλητικό με τους μαρξιστές είναι ότι συμφωνούν πώς τα πάντα επιδρούν στα πάντα, αλλά σε τελευταία ανάλυση δέχονται ότι όλα ερμηνεύονται από τις σχέσεις φύσης-ανθρώπου και τα μέσα παραγωγής, θα πω τώρα μια κακία, αλλά το «σε τελευταία ανάλυση» ανήκει στον Αλτουσάρ και το πνεύμα αυτό τον ώθησε να πνίξει την γυναίκα του. Όχι λοιπόν υπερδομές, ούτε υποδομές, αλλά δομές πού βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση χωρίς άλλη δυνατή σύνθεση εκτός από το ίδιο το πρόσωπο. Πιστεύω ότι έχουμε ανάγκη όλες τις επιστήμες, συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων αναλύσεων πού θα ονόμαζα «μαρξικές», μ' έναν όμως όρο: ο μόνος προσδιορισμός του άνθρωπου είναι ότι ο ίδιος παραμένει απροσδιόριστος. Γιατί, επιτέλους, έχουμε ανάγκη μια αληθινή διαλεκτική για να ερμηνεύουμε τις δομές της βίας και της αδικίας. Όμως, δεν γίνεται να βρούμε επιστημονική εξήγηση για την ομορφιά, την αγάπη, το θάνατο. Πρέπει να μπορούμε να μιλάμε το ίδιο καλά για τους καταπιεσμένους στο διάβα της ιστορίας όπως και για τους μεγάλους δημιουργούς και τους μεγάλους αγίους.

Με την κοινωνική υποδομή μπορούμε, αν και αυτό δεν είναι απόλυτα βέβαιο, να εξηγήσουμε τους ζηλωτές (Ζηλωτές: Ομάδες Χριστιανών προσηλωμένων στη πίστη και στη επιβολή της με κάθε τρόπο. Αντιτίθενται στην πολιτική εξουσία, είναι αντίθετοι στη συνεργασία της Εκκλησίας με το Κράτος, διαπνέονται από θεοκρατικές τάσεις. Το φαινόμενο έχει εμφανιστεί σε διάφορες εποχές της Εκκλησιαστικής ιστορίας. Εδώ γίνεται αναφορά στο κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη του 14ου αιώνα, πού με φανατισμό υποστήριξαν αιτήματα κοινωνικών μεταβολών και πέτυχαν για ένα διάστημα να εφαρμόσουν το πρόγραμμα τους.) της Θεσσαλονίκης, αλλά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά ή τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα (Η αγιοποίηση τον αγίου Νικολάον του Καβάσιλα: Έγινε στις μέρες μας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με πρόταση του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης (23-2-82) και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος(30-6-82).) - μια πού έγινε άγιος, δόξα τω θεώ. Κατά συνέπεια, ή διατήρηση ανοιχτού του δρόμου για την προσέγγιση του ανθρώπου προϋποθέτει τον περιορισμό της πολιτικής από την ηθική και την ενίσχυση της ηθικής από την πνευματικότητα.

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να θέσουμε υπό αίρεση μια πολιτική πού συνειδητά ή ασυνείδητα γίνεται όλο και πιο ολοκληρωτική με μια πολιτική μερική και συνειδητά αυτοπεριοριζόμενη, μια πολιτική πού θα ήξερε να εμπνέεται και να υφίσταται κριτική από τις ίδιες τις πηγές μας. Αυτή είναι και η λειτουργία ενός χριστιανικού πολιτικο-προφητικού Κινήματος: μια ακούραστη κριτική και μια δημιουργική έμπνευση, γιατί οι πολιτικοί αναλώνονται τόσο με τη πολιτική τους πού χάνουν πια κάθε διορατικότητα.

Προηγουμένως μιλούσαμε για κρίση. Όμως, αύτη τη στιγμή γίνονται κοσμογονικές αλλαγές, θεμελιώνουμε μια ανθρωπότητα παγκόσμια, ο Ντεκάρτ (Καρτέσιος) έλεγε: «σκέπτομαι, άρα υπάρχω». Τώρα όμως, υπάρχουν μηχανές πού σκέπτονται θαυμάσια. Μπαίνει λοιπόν το πρόβλημα να μάθουμε τί είναι ο άνθρωπος, ο άνθρωπος, πού παραμένει ένα αίνιγμα, γιατί είναι πάνω απ' όλα μια σχέση με το Θεό και τον εαυτό του. Θα έλεγα επίσης ότι δεν πρέπει να παίζουμε με τον αναρχισμό, γιατί το χάος και ο ολοκληρωτισμός επίσης αρνούνται το νομό. Πρέπει όμως αδιάκοπα να προσπαθούμε να διορθώνουμε και να εκλεπτύνουμε το νόμο, θέτοντας τον σε σχέση με τον άγραφο νόμο, τον γραμμένο μόνο στις καρδιές, το νόμο πού είναι η ηθική του προσώπου, της αγάπης και της Δημιουργίας. Το νόμο του οποίου οι Χριστιανοί, έστω και μερικοί Χριστιανοί και άρα η Εκκλησία πρέπει να είναι θεματοφύλακας, σαν μια, ακλόνητη Αντιγόνη αντιμέτωπη μ' όλους τους Κρέοντες,

Ο Χριστός είπε ότι «η βασιλεία μου ουκ εστί εκ του κόσμου τούτου». Κι όμως, η βασιλεία αύτη είναι παρούσα, εδώ και τώρα. Είναι παρούσα στα Μυστήρια, στη θεία Ευχαριστία, είναι χωρίς αμφιβολία παρούσα στην αγνότητα και τη χαρά της ζωής κάτω από το φως της Θείας Ευχαριστίας: είναι παρούσα σε στιγμές γαλήνης και εμπιστοσύνης όταν υπάρχουν μόνο πρόσωπα και η Γη είναι σαν ένα Μυστήριο: σ' εκείνες τις στιγμές πού ξέρουμε ότι θάνατος δεν υπάρχει. Θα έλεγα λοιπόν ότι τότε, κάτω από το Φως της Βασιλείας, πού είναι ήδη παρούσα μέσα στο Μυστήριο, εμείς οι Χριστιανοί θα μπορούσαμε να προωθήσουμε αυτό πού θα ονόμαζα «δημιουργική ουτοπία». Δανείζομαι έναν όρο από την Ορθόδοξη θεολογική ανάλυση των τελευταίων ετών, με τίτλο: ουτοπία ενός πολιτισμού της κοινωνίας. Η ουτοπία αυτή προϋποθέτει ότι όλοι συνεργάζονται, δεν υπάρχει εδώ, αντίθεση, υπάρχει ανάγκη από την πιο έντονη πνευματική ζωή, γιατί ο πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός πού ειρηνοποιεί την ύπαρξη, αυτός πού αποκτά την εμπειρία της γνωριμίας της «νοήμονος» καρδίας, της καρδιας-πνεύμα' αυτός πού καταδεικνύει ότι η διαλεκτική κυρίαρχου και δούλου δεν έχει τον τελευταίο λόγο.

Αλλά, η ουτοπία του «πολιτισμού της κοινωνίας» έχει επίσης ανάγκη την ανελέητη αμφισβήτηση, απ' όλους αυτούς πού αγωνίζονται για την δικαιοσύνη και για όλες τις αληθινές μορφές απελευθέρωσης: την κοινωνική και πνευματική απελευθέρωση. Έχει ανάγκη όσους αγωνίζονται - κι εδώ χρησιμοποιώ λόγια του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου - για την υπέρβαση του χάσματος, ανάμεσα στο Μυστήριο πού συντελείται στο Θυσιαστήριο και στο Μυστήριο πού συντελείται στις καρδιές των ανθρώπων.

Θα έλεγα τέλος, ότι η «ουτοπία του πολιτισμού της κοινωνίας» έχει ανάγκη δημιουργούς ωραιότητας. Μιας ωραιότητας ανανεωμένης - δεν είναι ανάγκη να περιοριζόμαστε στην αντιγραφή των ιερών εικόνων του παρελθόντος. Μιας ωραιότητας μέσα στην κόλαση του σύγχρονου μηδενισμού πού ανατρέπεται έξαφνα από το σταυρό. Μιας ωραιότητας με την οποία εκφράζεται το πρόσωπο του Θεού στον άνθρωπο και το πρόσωπο του ανθρώπου στο Θεό.

Δεν ξέρω, αγαπητοί φίλοι, αν, κάνοντας όλα αυτά θα κάνουμε Ιστορία. Θα μπορούσα όμως τουλάχιστον να πω ότι θα κάνουμε αντι-ιστορία. Δεν θα. αφήσουμε την ιστορία στους Ηρώδες και τους Πιλάτους. Η αντιιστορία πρέπει να αμφισβητήσει και παράλληλα να αναζωογονήσει την Ιστορία. Αυτό δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ μέχρι την επιστροφή του Χρίστου. Ποτέ δεν θα υπάρξει πολιτισμός τέλειος, ποτέ δεν πρόκειται να υπάρξει ο «πολιτισμός της κοινανίας». Θα υπάρξουν όμως σημεία- θα υπάρξουν προσπάθειες. Βρισκόμαστε στην έρημο της Εξόδου, στο δρόμο για τη Βασιλεία. Έχουμε λοιπόν την υποχρέωση να δώσουμε στους ανθρώπους ενδιάμεσους σταθμούς, οάσεις, σκηνές, ύμνους, για να βρούνε το θάρρος να προχωρούν πάντα εμπρός, προς την τελειωτική μεταμόρφωση.

Ίσως όλα αυτά να απαιτούσαν σήμερα ένα είδος ανανεωμένης αγιότητας, ένα «νέο τύπο αγίου» όπως έγραψε ο Νικολάι Μπερντιάγεφ, ικανό ν' αναλάβει όλο το βάρος της κοσμικής και κοινωνικής πολυπλοκότητας, ικανό να μπολιάσει τον κόσμο με το Άγιο Πνεύμα, για να τον διαφωτίσει και να τον μεταμορφώσει. Αυτό λέει ο Μπερντιάγεφ. Γιατί μου φαίνεται ότι το ζωοποιό Πνεύμα δεν παύει ποτέ ν' αναβλύζει μαζί με το νερό και το αίμα του λογχισμένου σώματος του Σταυρωμένου, όλων των σταυρωμένων της ιστορίας, πού μας καλούν να γίνουμε οι διάκονοι της Ανάστασης.

Μετάφραση - επιμέλεια
Γιάννης Λάππας - Γιάννης Ζερβός


[1] Ο Ολιβιέ Κλεμάν μίλησε με αυτό το  θέμα στη Θεσσαλονίκη στις 13 Δεκεμβρίου του 1984 στο Αμφιθέατρο της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. και στην Αθήνα  την επόμενη μέρα, στο Αμφιθέατρο της Θεολογικής Σχολής του Ε.Κ.ΠΑ.  σε εκδηλώσεις που οργανώθηκαν από τη  Χριστιανοσοσιαλιστική Σπουδαστική Κίνηση .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου