Μαρίας Βερδιάκη, «Το μεταφραστικό εργαστήρι του Δημητρίου Βικέλα»*
Ι. Εισαγωγή
Ο Άλκης Αγγέλου, ο επιμελητής των Απάντων του Δημητρίου Βικέλα, κατορθώνει με το εκδοτικό και ερευνητικό του επίτευγμα, να αποκαλύψει πολλές πλευρές από την πολυσχιδή προσωπικότητα του Συριανού στην καταγωγή λογίου[1]. Μέχρι το 1997, ο Δ. Βικέλας ήταν κυρίως γνωστός ως πεζογράφος, ως ο συγγραφέας του Λουκή Λάρα (1879) και ως πρωτοπόρος, καθώς βοήθησε αποφασιστικά στην ανανέωση της Αθηναϊκής σχολής με το ηθογραφικό διήγημα[2].
Σήμερα, όμως, αρκεί κάποιος να διατρέξει τον διαχωρισμό των Απάντων του, και θα έχει την ευκαιρία να τον γνωρίσει ως απομνημονευματογράφο, ως λογοτέχνη, ως μεταφραστή, ως συγγραφέα ταξιδιωτικών εντυπώσεων, ως ιστορικό, ως μελετητή της πολιτικής ιστορίας και τέλος ως δοκιμιογράφο. Και δε θα απορήσει με τον χαρακτηρισμό του Βικέλα ως ποικιλογράφου∙ άλλωστε, ποικιλογράφοι θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν οι περισσότεροι από τους λογίους του 19ου αιώνα. Στον αιώνα αυτό έζησε ο Δ. Βικέλας (1835-1908), ο οποίος ανήκε σε παλιά οικογένεια εμπόρων από τη Βέροια (τους Μπικέλα ή Μπεκέλα), γεννήθηκε στη Σύρο, αλλά η οικογένειά του διαρκώς μετακινείτο: από τη Σύρο στο Ναύπλιο και τον Πειραιά κι από κει στην Κωνσταντινούπολη, αργότερα στην Οδησσό και πάλι στη Σύρο και έπειτα στο Λονδίνο. Το γεγονός αυτό θα του στερήσει τη συστηματική εκπαίδευση, αλλά από την άλλη μεριά, θα τον καταστήσει «κομμάτι» τόσο του αλύτρωτου όσο και του απόδημου ελληνισμού.
Πάντως, τις εκπαιδευτικές του ελλείψεις ο Βικέλας τις αναπλήρωσε με την έμφυτη φιλομάθειά του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στη δεκαετία του 1870 είχε ήδη επιβληθεί στο διεθνές ειδικό κοινό με επιστημονικές πραγματείες (π.χ. η μελέτη του Περί Βυζαντινών που πρωτοκυκλοφόρησε στο Λονδίνο το 1874). Ακόμα, η εξοικείωσή του με πρόσωπα και παράγοντες της ευρωπαϊκής πολιτικής και πολιτιστικής επικαιρότητας[3] τού έδινε τη δυνατότητα να προβάλλει και το δικό του έργο (δεν είναι τυχαίο το ότι τα πεζογραφήματά του μεταφράστηκαν σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, συχνά από διακεκριμένους ελληνιστές, όπως ο Marquis de Saint-Hilaire ή ο Wagner), αλλά και τις όψεις της τότε ελληνικής πραγματικότητας, την οποία συνδύαζε με το προεπαναστατικό και βυζαντινό παρελθόν[4].
Ποια είναι όμως η Νέα Ελλάδα και τι προσδοκά ο νέος ελληνισμός; Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ξεσπά από τη μια μεριά το κίνημα του μεγαλοϊδεατισμού, ενώ από την άλλη, δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη αντίληψη για τον ρόλο του Ελληνισμού μέσα στα Βαλκάνια, και τις σχέσεις του προς τις άλλες βαλκανικές χώρες. Στην πολιτική αυτή δίνη συμπαρασύρονται τα πάντα. Έτσι, για παράδειγμα, ένα θέμα καθαρά κοινωνικό, το γλωσσικό, εμπλέκεται ανεξέλεγκτα και δημιουργεί νέους προβληματισμούς με απρόσμενες διαστάσεις. Από την άλλη πλευρά, ένα πνεύμα αδημονίας διακατέχει πολλά άτομα να ευθυγραμμισθούν όσο το δυνατόν ταχύτερα προς τις επιτεύξεις της Δύσης. Ποια στάση λοιπόν πρέπει να τηρήσει ο εκσυγχρονισμένος λόγιος της εποχής; Θα πρέπει να είναι οξύς κριτικός με σατιρική και ειρωνική διάθεση ή ήπιος και νηφάλιος; Ο Βικέλας προσπαθώντας μόνος του να ανακαλύψει τι έπρεπε να κάνει, καλλιεργεί και αναπτύσσει μια δική του, καθαρά προσωπική μορφή λογιοσύνης συνδυάζοντας τη μειλιχιότητα και το πάθος με ό,τι καταπιανόταν[5]. Η μετάφραση και μάλιστα η ποιητική, αποτέλεσε ένα από τα πάθη αυτού του «αθόρυβα ενθουσιώδους» λογίου.
Το μεταφραστικό έργο, λοιπόν, του Δ. Βικέλα θα αποτελέσει το αντικείμενο του παρόντος άρθρου και ιδιαιτέρως οι μεταφράσεις των θεατρικών έργων του Σαίξπηρ. Παρουσιάζοντας τις μεταφράσεις αυτές χρονολογικά, αλλά και ενταγμένες μέσα στο σύνολο του έργου του Βικέλα, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τα αίτια και τους στόχους της μεταφραστικής προσπάθειας του ίδιου, τις μεθόδους και τις επιρροές του, αλλά και τη «δεξίωση» και την πρόσληψη του έργου αυτού από εκδότες, κριτικούς και κοινό, βασιζόμενοι σε μεγάλο βαθμό σε αυτοψία των εκδόσεων της βιβλιοθήκης του. Τέλος, θα επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε την καθολική γοητεία που άσκησε το έργο του Σαίξπηρ πάνω στον Βικέλα, σε μια περίοδο μάλιστα που το θεατρικό κείμενο είχε αρχίσει να βρίσκει τον πραγματικό προορισμό του: έπαψε πλέον να είναι ανάγνωσμα και απέβη κυρίως θέαμα.
II. Το μεταφραστικό έργο του Δ. Βικέλα
Στα 1853, ο μόλις δεκαοκτώ ετών Δ. Βικέλας, βρίσκεται στο Λονδίνο και εργάζεται στο εμπορικό γραφείο των θείων του, Λεοντίου και Βασιλείου Μελά. Γράφεται στο University College του Λονδίνου, ωστόσο, λόγω ωραρίου, παρακολουθεί μόνο μαθήματα Βοτανικής. Από τη χρονιά αυτή αρχίζει να κρατά περιλήψεις των έργων που μελετά. Συνολικά έχουν σωθεί κριτικές και περιλήψεις 82 βιβλίων[6]. Μεταφράζει από την αρχαία ελληνική στην καθαρεύουσα και σε δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους ειδύλλια του Θεοκρίτου, το διάλογο της Ανδρομάχης και του Έκτορος (Ιλιάδα Ζ) και την παράκληση του Πριάμου προς τον Αχιλλέα (Ιλιάδα Ω). Από τα αγγλικά μεταφράζει το τέταρτο άσμα του Απολεσθέντος Παραδείσου του Milton, το «Την οδόν της ζωής θα βαδίσω…» του Burns, το «Της κουρασμένης φύσεως συ βοηθέ ω Ύπνε…» του Young, και αποσπάσματα από ποιήματα του Ossian. Aπό τα γερμανικά μεταφράζει αποσπάσματα από το Χέρμαν και Δωροθέα του Goethe και από τα ιταλικά την πρώτη πράξη της Αντιγόνης τoυ Alfieri[7].
H σχέση του, όμως, με τη μετάφραση και δη τη θεατρική, έχει ξεκινήσει πολύ ενωρίτερα. Ο νεαρός Βικέλας, ο οποίος στα 1850 ζει στη Σύρα, έχει και θεατρικές ανησυχίες. Μεταφράζει εμμέτρως το έργο του Racine Εσθήρ και το έργο αυτό ανεβαίνει ως μαθητική παράσταση στο σχολείο του Χρήστου Ευαγγελίδη, από τον καθηγητή μουσικής του Λυκείου Ιούλιο Ένιγκ, ενώ εκδίδεται το 1851 στην Ερμούπολη: Εσθήρ, τραγωδία του Ρακίνα και άλλα διάφορα ποιήματα υπό Δημητρίου Βικέλα, εν Ερμουπόλει, τύποις Γ. Μελισταγούς Μακεδόνος, 1851 (σελ. 96)[8]. Στην αυτοβιογραφία του, Η ζωή μου (1908), ο ίδιος ο Βικέλας συγκεντρώνει τις θετικές απηχήσεις αυτού του εγχειρήματος, ενώ την ίδια την παράσταση περιγράφει ως εξής: «Η παράστασις έγεινεν επί τέλους, η δε επιτυχία ήτο πλήρης. Το πράγμα ήτο πρωτοφανές και πρωτάκουστον εις την Σύραν: Διδασκαλία θεατρική εις σχολείον! Οι νεαροί ηθοποιοί επίστευσαν ότι εξετέλεσαν λαμπρώς το μέρος των, τα χορικά άσματα εχειροκροτήθησαν ενθουσιωδώς, οι θεαταί ανεχώρησαν ευχαριστημένοι, ο διευθυντής του Λυκείου εγαυρία δια την λάμψην η οποία εκ της εορτής αντανακλάτο εις το σχολείον του, ο δε μεταφραστής εκινδύνευεν ο δυστυχής να πιστεύση ότι ήτο ήδη ποιητής! Τον κίνδυνον επέτεινεν η σύγχρονος δημοσίευσις του βιβλίου μου…»[9]. Επομένως, αντιλαμβάνεται πως η δημοσίευση εκείνη ήταν πρόωρος και λαθεμένη. Σε επιστολή του τον Αύγουστο του 1855 από το Λονδίνο προς τη μητέρα του στην Ελλάδα, της ζητά να καταστρέψει τα αντίτυπα από την Εσθήρ[10] που θα βρει. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει τον ήπιο και ισορροπημένο χαρακτήρα του Βικέλα, την ενασχόλησή του με τη μετάφραση ενός κειμένου που παίχτηκε (και όχι μόνο διαβάστηκε), ενώ αποτελεί τεκμήριο για τις πρώιμες ερασιτεχνικές και σχολικές παραστάσεις στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, που συνδυάζονται συχνά με προοδευτικές παιδαγωγικές απόψεις ορισμένων δασκάλων και καθηγητών[11]. Το 1858 διαβάζει το Γάμο του Κουτρούλη του Ραγκαβή και παρακολουθεί παραστάσεις της περίφημης Ristori στο Λονδίνο[12].
Το 1872 και σε ηλικία 37 ετών, μεταφράζει στα ελληνικά από τα αγγλικά εννέα από τα διηγήματα του Andersen, τα οποία δημοσιεύονται το 1873 στη Λειψία, με τίτλο Παραμύθια Δανικά. Η μετάφραση της Ζ΄ ραψωδίας της Οδύσσειας, που έκανε το1866, δημοσιεύεται σε ιδιαίτερο φυλλάδιο, μαζί με το ποίημά του «Τω ΑΡ.ΟΙ.» (1864) και τη μετάφραση (εκ του Γερμανικού) της «Σκηνής του Κήπου» από τον Φάουστ του Goethe[13].
ΙΙΙ. Δημήτριος Βικέλας – Ουίλιαμ Σαίξπηρ: Μια «συνάντηση»
Ήδη από το 1866, ο Βικέλας έχει παντρευτεί την Καλλιόπη Γεραλοπούλου, η οποία από το 1874 αρχίζει να παρουσιάζει σοβαρές ψυχικές διαταραχές και θα περάσει την υπόλοιπη ζωή της σε κλινική του Παρισιού, γεγονός που θα αναγκάσει τον Βικέλα το 1875, μετά τη διάλυση του εμπορικού του οίκου στο Λονδίνο, να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι από όπου θα γυρίσει οριστικά στην Ελλάδα μόλις το 1897. Όλα τα παραπάνω αναφέρονται, καθώς συνδέονται με την έναρξη της ενασχόλησής του με το έργο του Σαίξπηρ: τον Σεπτέμβριο του 1874, όταν η γυναίκα του δοκιμάζεται από την πρώτη κρίση, ο Βικέλας, κατόπιν προτροπής και συμβουλής της μητέρας του, αρχίζει, για να διατηρήσει την ψυχική του ισορροπία, την έμμετρη μετάφραση του Βασιλιά Ληρ [14], την οποία τελειώνει τον Ιανουάριο του 1875. Έκτοτε η ενασχόλησή του με τις τραγωδίες του Σαίξπηρ θα συνεχιστεί με τη μετάφραση του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, την οποία τελειώνει τον Μάιο του 1875, οπότε και αρχίζει αμέσως τον Οθέλλο, του οποίου τη μετάφραση ολοκληρώνει τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους[15]. Το 1876 τυπώνονται μαζί και χωριστά οι τρεις τραγωδίες του στην Αθήνα και με σειρά που ακολουθεί τις «ηλικίες»: Α΄ Ρωμαίος και Ιουλιέττα, Β΄ Οθέλλος, Γ΄ Βασιλιάς Ληρ[16], σε ένα τόμο 668 σελίδων, από τον οποίο διατίθενται 750 ανάτυπα[17].
Στην αίθουσα «Παρνασσός», ο Σπυρίδων Λάμπρος, γραμματέας του ομώνυμου συλλόγου, διαβάζει αποσπάσματα από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα στη μετάφραση του Δ. Βικέλα τον Μάρτιο του 1877. Στο Παρίσι, ο Βικέλας αρχίζει τη μετάφραση του Μάκβεθ, την οποία διακόπτει προσωρινά τον Φεβρουάριο του 1878, για να συγγράψει τον Λουκή Λάρα, και τελειώνει το Νοέμβριο του 1878[18], οπότε και αρχίζει αμέσως τον Άμλετ. Στο περιοδικό Αθήναιον δημοσιεύεται η διατριβή του «Το υπέρ φύσιν εν τω Μάκβεθ και εν τραγωδία εν γένει» τον Ιούλιο του 1880[19]. Στα 1881 δημοσιεύει στο περιοδικό Εστία στα τεύχη της 8ης και 15ης Μαρτίου πραγματεία με τίτλο «Ο χαρακτήρ του Αμλέτου». Η μετάφραση του Μάκβεθ ολοκληρώνεται τον Ιούνιο του 1881 και τον Αύγουστο του ίδιου έτους στέλνει στο γαμπρό του Αρ. Οικονόμου τα χειρόγραφα των δυο μεταφράσεων, για να μεριμνήσει αυτός για την έκδοσή τους στην Αθήνα. Η έκδοση των έργων γίνεται τον Αύγουστο του 1882[20] και συμπίπτει με την άφιξη από την Αγγλία ηθοποιού ελληνικής καταγωγής, του Νικολάου Λεκατσά, ο οποίος έπαιξε στο θέατρο τον Άμλετ από το κείμενο του Βικέλα, με μεγάλη επιτυχία[21]. H μετάφραση του Εμπόρου της Βενετίας θα τον απασχολήσει από τον Ιανουάριο του 1882 έως και το Νοέμβριο του 1883. Το 1884 εκδίδεται στην Αθήνα, ενώ η επιλογή μιας κωμωδίας ανάμεσα στις τραγωδίες, δικαιολογείται από τον ίδιο τον Βικέλα στο Προοίμιο της Α΄εκδόσεως: «Αληθές ότι ο Έμπορος της Βενετίας διαφέρει της συνήθους κωμωδίας, η δε διαφορά τοσαύτη, ώστε υπάρχουσιν οι θέλοντες να ανεύρωσιν χαρακτήρα τραγικόν εις το πρόσωπον ιδίως του Ιουδαίου Σάυλωκ»[22] .
Ο Βικέλας ασχολείται συστηματικά με τις μεταφράσεις των έργων του Άγγλου δραματουργού και η προσπάθειά του αυτή προκαλεί αρχικώς θετικές εντυπώσεις[23], γεγονός που ενισχύεται και από τη σκηνική σταδιοδρομία των μεταφράσεων αυτών[24] . Η επίμονη αφοσίωση του Δημητρίου Βικέλα στο σαιξπηρικό έργο προκύπτει και από μια σειρά άλλων παραμέτρων: ο τρόπος που εργάσθηκε γενικότερα, η μέθοδος που εφάρμοσε για να λύσει τα επιμέρους προβλήματα, οι επανειλημμένες βελτιωμένες εκδόσεις των μεταφράσεών του –αρχίζουν το 1876 και ολοκληρώνονται το 1897[25]– οι πρόλογοί του, είτε ακόμη –πολύ περισσότερο– οι εμβριθέστατες σημειώσεις του. Ο Βικέλας επέλεξε τις πιο γνωστές τραγωδίες με τους πιο σημαντικούς και μεγάλους ρόλους του σαιξπηρικού θεάτρου. Αυτό γίνεται φανερό, εάν μπούμε στον κόπο να ρίξουμε μια ματιά στις μεταφράσεις που υπήρχαν έως τότε: στο Ρωμαίο και Ιουλιέτα τη χαμένη πεζή μετάφραση του Γεωργίου Σακελλάριου (1779) και μια πεζή μετάφραση ανωνύμου, το 1873[26], από τον Οθέλλο μια ανώνυμη μετάφραση, δημοσιευμένη σε συνέχειες στο περιοδικό Ο Φιλόκαλος Σμυρναίος, το 1858 (ως βιβλίο, το 1883)× στην περίπτωση του Βασιλιά Ληρ η μετάφραση του Βικέλα είναι η πρώτη, ενώ από τον Μάκβεθ υπάρχει χειρόγραφη μετάφραση του Ανδρέα Θεοτόκη (1819/1842) και τυπωμένη κάποιου «Ν.Ι.Κ», το 1862[27]× από τον Άμλετ, η μετάφραση του Περβάνογλου (1858) σε αρχαΐζουσα[28]. Άλλα έργα που υπήρχαν μεταφρασμένα ήταν η Τρικυμία από τον Πολυλά (1855)[29], καθώς και οι εκδόσεις που έγιναν λίγο πριν από αυτές του Βικέλα, στην Κωνσταντινούπολη: το 1874 εκδίδονται Οι δύο ευγενείς της Βερώνης, ο Ριχάρδος Γ΄και η Κωμωδία των παρεξηγήσεων[30].
Στόχος του μεταφραστικού εγχειρήματος του Βικέλα ήταν σαφώς να συντελέσει «εις την παρ’ ημίν εξάπλωσιν του Σαικσπείρου, και εις τον πλουτισμόν της νέας Ελληνικής σκηνής»[31]. Οι γλωσσικές του επιλογές θα μας απασχολήσουν λίγο παρακάτω× όσο για τη στιχουργική μορφή, έχει τις αδυναμίες της και επισημάνθηκε αρκετές φορές από τους μετέπειτα μεταφραστές του Σαίξπηρ[32]. Ωστόσο, οι μεταφράσεις αυτές δεν πρέπει πλέον να αντιμετωπίζονται μέσα από το στενό πρίσμα του γλωσσικού ζητήματος, καθώς «δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι μεταφράσεις του Βικέλα αποτελούν την πρώτη συστηματική προσπάθεια μιας ουσιαστικότερης πρόσληψης των πιο σημαντικών τραγωδιών του μεγάλου Άγγλου δραματουργού στην Ελλάδα και προβολής ποιοτικά καλύτερων μεταφράσεων στο νεοελληνικό θέατρο. Το γεγονός αυτό αποτελεί και την ιστορική τους σημασία»[33] .
Ο Δημήτριος Βικέλας δε θα πάψει να παρακολουθεί τις επανειλημμένες επανεκδόσεις των μεταφράσεων των τραγωδιών του Σαίξπηρ, όταν θα επισκέπτεται την Ελλάδα× δε θα πάψει όμως και να ασχολείται με τη μεταφραστική πρακτική εν γένει: στις 6 του Μαΐου του 1892, αρχίζει τη μετάφραση από τα αγγλικά, του πρόσφατα εκδοθέντος έργου της φίλης του Hαnnah Lynch «Daughters of Men». Θα την τελειώσει στις 20 Ιουνίου. Από 1ης Ιουλίου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου δημοσιεύεται στην Εστία η μετάφραση αυτή υπό τον τίτλο «Κόραι της Ελλάδος»× εκδίδεται επίσης σε τόμο 391 σελίδων και είναι το 17ο βιβλίο του[34].
Μετά την απουσία του για ένα μήνα στην Ισπανία για τις ανάγκες ενός συνεδρίου, επιστρέφει στο Παρίσι, όπου αρχίζει να διδάσκεται ισπανικά. Δύο μήνες μετά, τον Ιανουάριο του 1893, ολοκληρώνει τη μετάφραση από τα ισπανικά του δράματος του Ιωσήφ Ετσεγεράη (1832-1916) Ο Μέγας Γαλεότος, και το Μάιο του ίδιου χρόνου τη δημοσιεύει σε συνέχειες στην Εστία[35]× είναι άλλη μια απόδειξη της γλωσσομάθειάς του. Από τον έλεγχο του καταλόγου της βιβλιοθήκης του στη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη του Ηρακλείου[36] διαπιστώνει σαφέστατα κανείς πώς αυτός ο πολυάσχολος και ποικιλογράφος λόγιος παρακολουθούσε από πολύ κοντά τη βιβλιογραφία γύρω από τα έργα που μετέφραζε και κυρίως την –κάθε άλλο παρά φτωχή– βιβλιογραφία γύρω από το έργο του Σαίξπηρ.
Ο Βικέλας, λοιπόν, μεταφράζει κυρίως από τα αγγλικά και τα γερμανικά, ενώ χειρίζεται με ζηλευτή άνεση τα γαλλικά. Γνωρίζει ιταλικά και σε ηλικία 48 ετών αρχίζει μαθήματα λατινικών και όπως ήδη αναφέρθηκε, σε προχωρημένη ηλικία, θα μάθει ισπανικά. Οι ξένες γλώσσες θα αποτελέσουν από πολύ νωρίς μια ενδιαφέρουσα ενασχόληση για τον ίδιο. Ήδη στα 1849, αν και δε φοιτά σε σχολείο, ωστόσο παίρνει ιδιωτικά μαθήματα αγγλικής και γαλλικής, ενώ λίγο αργότερα θα εξοικειωθεί σε μεγάλο βαθμό με τη γερμανική. Η γλωσσομάθειά του θα του επιτρέψει όχι μόνο να ασχοληθεί συστηματικά με τη μετάφραση, αλλά και να παρακολουθήσει από κοντά το μεταφραστικό έργο και τις «πρακτικές» των σύγχρονων Ευρωπαίων ομοτέχνων του.
ΙV. Μεταφραστικές απόψεις και «πρακτικές» του Δ. Βικέλα
Ο David Connoly μιλώντας για την κριτική αποτίμηση της μετάφρασης της ποίησης τονίζει ότι η αποτίμηση αυτή θα πρέπει να βασίζεται και στους στόχους του μεταφραστή. Υποστηρίζει δηλαδή ότι μια μετάφραση πρέπει να κρίνεται από την άποψη της συνέπειάς της προς τους στόχους αυτούς και όχι συγκρινόμενη με κάτι για το οποίο δεν προοριζόταν ποτέ[37]. Τους στόχους της μεταφραστικής του προσπάθειας ο Δημήτριος Βικέλας φρόντιζε να τους καθορίζει με μεγάλη σαφήνεια από την αρχή. Έτσι τόσο το αναγνωστικό κοινό του 19ου αιώνα[38] όσο και εμείς σήμερα έχουμε την ευκαιρία να ενημερωθούμε αναλυτικά για τα προβλήματα μετάφρασης του Σαίξπηρ, τις θεμελιώδεις μεθοδολογικές αρχές που προσπάθησε να τηρήσει και φυσικά τους στόχους στους οποίους απέβλεπε ο Βικέλας, κάνοντας χρήση τριών κυρίως «πηγών»: των Προλόγων και των Σημειώσεων από τις εκδόσεις του μεταφραστικού του έργου, αλλά και των επιστολών του στον Γάλλο ελληνιστή E. Miller[39].
Όσον αφορά, βέβαια, τους Προλόγους, ο ίδιος ο Βικέλας σε μια επιστολή του προς τον E. Miller (αχρονολόγητη, αλλά μάλλον σταλμένη από την Αθήνα στις αρχές του 1883) παραπονιέται: «…αλλά τους προλόγους ή δεν τους διαβάζουν συνήθως ή τους λησμονούν…»[40] ∙ ωστόσο, γίνεται εύκολα κατανοητό μέσα από τη μελέτη των Προλεγομένων πόσο ο μεταφραστής Βικέλας είναι ένας ευρυμαθής και συστηματικός μελετητής του σαιξπηρικού έργου, αλλά και πόσο διαπνέεται από το ιδανικό της προσφοράς σε ένα αλλόγλωσσο κοινό ενός λογοτεχνήματος ισοδύναμου με το πρωτότυπο. Οι δε Σημειώσεις στις επανειλημμένες εκδόσεις των μεταφράσεών του, καταδεικνύουν τους προβληματισμούς του κυρίως για το αμετάφραστο -συχνά- των λογοπαιγνίων του Άγγλου δραματουργού, αλλά και τη σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια με την οποία παρακολουθούσε τις ξένες εκδόσεις του σαιξπηρικού έργου, καθώς και τις απόψεις αναγνωρισμένων σχολιαστών και ερμηνευτών του έργου αυτού. Από την άλλη μεριά, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επιστολές του Βικέλα προς τον E. Miller, αφού σ’ αυτές διαφαίνεται το νηφάλιο πάθος[41] (όσο οξύμωρος κι αν φαίνεται ο χαρακτηρισμός αυτός) του κατεξοχήν λογίου του 19ου αιώνα με οτιδήποτε καταπιάνεται, καθώς και η αγωνία και η βαθύτερη επιθυμία του να γίνει αποδεκτός από τους φιλολογικούς κύκλους του εξωτερικού βεβαίως, αλλά και να τύχει (ο ίδιος και οι μεταφράσεις του) ευνοϊκής μεταχείρισης από το ελληνικό κοινό και τους κριτικούς.
Αν είναι αληθές ότι «η διαδικασία της μετάφρασης αρχίζει με την επιλογή των κειμένων» καθώς «αυτή είναι η πιο σημαντική απόφαση που έχει να πάρει ένας μεταφραστής, γιατί αυτή θα καθορίσει τη μέθοδο που θα πρέπει ν’ ακολουθήσει»[42], τότε ο Βικέλας κάνει το πρώτο, αλλά αποφασιστικό βήμα, για να συναντηθεί η ευαισθησία του ως μεταφραστή με την ευαισθησία του μεγάλου Βρετανού δημιουργού. Στα Προλεγόμενα της Α΄ έκδοσης των τριών δραμάτων «Ρωμαίου και Ιουλιέτας, Οθέλλου και Βασιλέως Ληρ, εν έτει 1876»[43], ο Βικέλας αναφέρεται με τρόπο συνοπτικό, αλλά εύστοχο, στους λόγους για τους οποίους το σαιξπηρικό έργο έχει αναδειχθεί ως το έργο πρότυπο για τη «ρωμαντική λεγομένη σχολή», υπογραμμίζοντας τον ρόλο των Γερμανών «εις την αναστήλωσιν της δόξης του»∙ κάνει μια νύξη στα εκδοτικά προβλήματα, στα κενά που παρουσιάζουν οι πληροφορίες όσον αφορά τον βίο του Σαίξπηρ και καταλήγει στο θέμα που τον απασχόλησε και που -κατά τη γνώμη του- κάνει το έργο του διαχρονικό: στην παρουσίαση επί της σκηνής του Ανθρώπου και των ποικίλων Παθών του.
Έτσι, ο Βικέλας αναλαμβάνει να μεταφυτεύσει στον ελληνικό χώρο ένα έργο με διεθνή αναγνώριση∙ γι’ αυτό άλλωστε υποστηρίζει: «…αι δε του Σαικσπείρου τραγωδίαι κατέστησαν ήδη κοινόν του πολιτισμένου κόσμου κτήμα, ουδέ απαιτείται, πιστεύω, απολογία τις δια την απόπειραν της εξελληνίσεώς των. Άλλως δε τοιαύτη απόπειρα δεν γίνειται πρώτον ήδη παρ’ ημίν, ουδ’ είναι ξένα εις ελληνικάς ακοάς τα ονόματα του Ρωμαίου, του Οθέλλου και του Ληρ»[44]. Δικαιολογεί, ωστόσο, παραπάνω την επιλογή των τριών τραγωδιών προς μετάφραση, τονίζοντας ότι τόσο οι βόρειοι όσο και οι νότιοι λαοί και οι άνθρωποι γενικότερα, θρηνούν για τα ίδια ακριβώς πράγματα και ως εκ τούτου, και ο ελληνικός λαός θα μπορέσει να αντιληφθεί και να εκτιμήσει δεόντως το σαιξπηρικό έργο.
Ο μεταφραστής Βικέλας λοιπόν επιλέγει να δοκιμάσει τις αντοχές του μεταφράζοντας έναν Κλασσικό, διόλου άγνωστο στο κοινό στο οποίο απευθύνεται[45]. Αν, ωστόσο, η επιλογή του έργου ήταν μια «εύκολη» υπόθεση για τον Βικέλα, σε τι έγκειται η προσφορά του στην «ημετέραν φιλολογίαν»; Μα φυσικά στην προσπάθεια του να μεταφράσει τον Σαίξπηρ κατά τρόπο συστηματικό[46] και οργανωμένο -όπως κανείς μέχρι τότε δεν είχε επιχειρήσει[47]- γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τη δημοσίευση αυτής της «τριλογίας» του ανθρώπινου βίου, όπως ο ίδιος ονομάζει το Ρωμαίος και Ιουλιέτα, όπου παρακολουθεί κανείς τις αγωνίες και τα πάθη της νεανικής ηλικίας μέσα από τον έρωτα δυο νέων ανθρώπων∙ τον Οθέλλο, όπου μια ώριμη ανδρική καρδιά σπαράσσεται από τη ζηλοτυπία και τον Βασιλιά Ληρ, όπου διαδραματίζονται τα βάσανα και οι συμφορές της γεροντικής ηλικίας[48].
Στον ίδιο Πρόλογο, ο Βικέλας υπόσχεται στον φιλομαθή Έλληνα αναγνώστη του έργου του και τα εξής: «…εθεώρησα σκοπιμώτερον να σταχυολογήσω εκ των δοκιμωτέρων Σαικσπηριστών κριτικά τινά και εξηγηματικά αποσπάσματα, άτινα εν μεταφράσει προσήρτηνται εις εκάστην των προκειμένων τραγωδιών, όπως δι’ αυτών λάβη ο Έλλην αναγνώστης ιδέαν τινά της πληθύος και της ποικιλίας της τοιαύτης ύλης». Την υπόσχεση αυτή την υλοποιεί με μεγάλη φιλοπονία τόσο στην εν λόγω «τριλογία», όσο και στο σύνολο της μεταφραστικής του προσπάθειας.
Αναλυτικότερα, ο μεταφραστής Βικέλας έχει στη βιβλιοθήκη του, διαβάζει, συμβουλεύεται και χρησιμοποιεί με ευχέρεια (πράγμα που του επιτρέπει βεβαίως η μεγάλη του γλωσσομάθεια) την ξένη βιβλιογραφία (αγγλική, γερμανική, γαλλική και ιταλική), η οποία ασχολείται με την έκδοση και την κριτική του σαιξπηρικού έργου. Έτσι, στον Μάκβεθ (έκδ. 1896) οι Σημειώσεις του βρίθουν από επισημάνσεις, απόψεις αντικρουόμενες ή μη, των S. Johnson, L. Tieck, Gervinus και P. Stapfer[49], ενώ στον Άμλετ (έκδ. 1897), ο Έλληνας μεταφραστής, κοντά στις δικές του μεταφραστικές δυσκολίες, αναφέρει και την αδυναμία του μεγαλύτερου ίσως Άγγλου κριτικού του Σαίξπηρ, του S. T. Coleridge, ή του οξυδερκούς Dowden, να εννοήσουν πλήρως «την υποκρυπτόμενην εις τους λόγους του Αμλέτου έννοια»[50].
Ο Βικέλας συχνά υιοθετεί τις μεταφραστικές απόψεις και εκτιμήσεις του κορυφαίου Γερμανού κριτικού και μεταφραστή August Wilhelm Schlegel (1767-1845), ο οποίος, μαζί με τον L. Tieck, μετέφρασε το σύνολο των έργων του Σαίξπηρ στη γερμανική κατά το χρονικό διάστημα 1797-1810 και 1825-1833[51]. Πράγματι, ως τα μέσα του 19ου αιώνα οι Γερμανοί λόγιοι και κριτικοί έδωσαν τη σημαντικότερη και πιο πρωτότυπη συμβολή στην ερμηνεία του Σαίξπηρ, σε μια εποχή κατά την οποία στην Αγγλία τον θαύμαζαν περισσότερο ως ποιητή και λαμπρό παρατηρητή της ανθρώπινης φύσης παρά ως πειθαρχημένο καλλιτέχνη, έξοχο χειριστή της δραματικής τέχνης.
Θυμίζουμε ότι ο ευκατάστατος Έλληνας «του κόσμου και των γραμμάτων» αρχίζει τις μεταφράσεις των έργων του Σαίξπηρ τον Σεπτέμβριο του 1874 στο Λονδίνο και τις ολοκληρώνει στα 1897∙ από το 1877, ο Βικέλας θα βρεθεί στο Παρίσι, όπου θα παραμείνει για τα επόμενα είκοσι χρόνια της ζωής του (1877-1898), τα πιο «γόνιμα» της πνευματικής του δημιουργίας. Εκεί, «ο λόγιος εν γένει», όπως ο ίδιος ομολογούσε, και με τη βοήθεια πάντοτε του «κερδώου Ερμή», θα πλουτίζει την ούτως ή άλλως πλούσια βιβλιοθήκη του, με επανεκδόσεις των έργων του Άγγλου δραματουργού, εύχρηστες ή όχι[52], ενώ θα έχει φροντίσει να εξασφαλίσει -όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης- ένα ειδικό ακροατήριο επιφανών ελληνιστών και όψιμων φιλελλήνων, οι οποίοι θα τον συμβουλεύουν και θα τον βοηθούν στην υλοποίηση και την εξακτίνωση του έργου του[53].
α. Η επιλογή της Γλώσσας Στόχου
O λόγιος Βικέλας, λοιπόν, με την ευρεία ευρωπαϊκή παιδεία, γνωρίζει ασφαλώς και έχει συνείδηση ότι η πνευματική και θεατρική αναγέννηση του Νέου Ελληνισμού κατά τον 19ο αιώνα, θα πρέπει να στηριχθεί, όχι μόνο στους Τραγικούς, αλλά και στον Σαίξπηρ∙ αποπειράται, επομένως, την «εξελλήνισιν των αριστουργημάτων τούτων» με τα μέσα που μπορούν να του εξασφαλίσουν η κοινωνική και οικονομική του θέση, ο τρόπος και ο τόπος διαβίωσής του. Τονίζει ακόμα ότι ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής του, δεν οφείλει να απολογηθεί τόσο για την επιλογή των κειμένων όσο για το ύφος και τη γλώσσα της μετάφρασής του[54].
Πιο συγκεκριμένα, υπογραμμίζει στα Προλεγόμενα της πρώτης έκδοσης των μεταφράσεων του Σαίξπηρ ότι η γλώσσα που μεταχειρίσθηκε, ήταν η καθομιλουμένη της εποχής του ακολουθώντας πάντοτε τις επιταγές του καιρού του που είχε ορίσει ως γλώσσα του πεζού λόγου «την νέαν Ελληνικήν», ενώ δεν θεωρείτο καταδικαστέα η προτίμηση της καθομιλουμένης και η χρήση της ως γλώσσας ποιητικής. Και πώς ορίζεται η καθομιλουμένη; Κατά τον ίδιο τον Βικέλα, «η σήμερον καθομιλουμένη, ως εκ των νέων περιστάσεων, δεν είναι η προ της επαναστάσεως εν χρήσει. Ώστε, καίτοι παραδεχόμενοι την αναπόδραστον επιρροήν των εθνικών τραγουδιών… δεν δυνάμεθα όμως να περιορίσωμεν αυτήν εντός του λεξικού και της φρασεολογίας της δημοτικής ημών ανθολογίας. Όθεν επροσπάθησα να τηρήσω μέσον τινά όρον, γράφων την καθομιλουμένην ως σήμερον κοινώς λαλείται»[55] .
Το επιχείρημα ήταν «τολμηρόον, ίσως ήτο και πρόωρον», όπως θα παραδεχθεί και ο ίδιος ο Βικέλας σε ώριμη ηλικία [56], καθώς αυτή η απόφαση θα τον καταδικάσει στη συνείδηση τόσο των υποστηρικτών της λογίας γλώσσας όσο και των υπερμάχων της δημώδους . «Την σήμερον λαλουμένην» ο Βικέλας θα την τροποποιεί και θα την προσαρμόζει ανάλογα με τις ανάγκες του θέματος και «αναλόγως της τάξεως των διαλεγομένων προσώπων∙ διότι αλλέως ομιλεί η παραμάνα της Ιουλιέτας μωρολογούσα και αλλέως ο Αμλέτος όταν φιλοσοφή. Ο Αμλέτος φιλοσοφών μεταχειρίζεται όρους και τύπους τους οποίους η παραμάνα δεν έμαθε εις το σχολείον. Άλλως η γλώσσα και των δύο είναι κατ’ ουσίαν, νομίζω η αυτή»[57]. Με άλλα λόγια, αυτό που επιδιώκει ο μεταφραστής Βικέλας είναι να προσδώσει φυσικότητα στη μετάφρασή του, καθώς «δια τοιαύτης γλώσσης δύναται εν μέρει να διατηρηθή η ορμή και το πάθος, η φυσικότης, εν ενί λόγω, του πρωτοτύπου»[58]. Ο σκοπός του, επομένως, είναι διπλός: θέλει να μεταφράσει όσο το δυνατό πιο πιστά το αγγλικό κείμενο από τη μια μεριά και από την άλλη, θέλει να δώσει στο μετάφρασμά του μορφή ελληνική. Ο Βικέλας, όπως καταλαβαίνουμε, είναι άνθρωπος πρακτικός και καθώς από πολύ νωρίς αντιλαμβάνεται τα προτερήματα της ελληνικής γλώσσης στην μετάφραση του σαιξπηρικού έργου, αποφεύγει να «δεσμευτεί» γλωσσικά (δυσαρεστώντας έτσι προκαταρκτικά όλους τους ακραίους γλωσσικά αναγνώστες του) και είναι έτοιμος να εισαγάγει λέξεις ή εκφράσεις που ο λαός ίσως δεν τις γνωρίζει, χωρίς τύψεις, αλλά με συναίσθηση του παιδευτικού του ρόλου ως μεταφραστή.
Σύμμαχο στην παραπάνω άποψη θα βρει τον Ι. Καμπούρογλου, ο οποίος στον πρόλογό του στη μετάφραση της Νανά του Ζολά, το 1880, προβάλλει εύστοχα την υπέρβαση τόσο του «γλωσσικού» όσο και του «μεταφραστικού διχασμού», διατυπώνοντας ιδιαίτερα σημαντικές και θαρραλέες για την εποχή του απόψεις: «Μία είναι η μετάφρασις, η κατορθούσα εις τον έλληνα αναγνώστην να παραγάγει ακριβώς αυτήν την εντύπωσιν, ην ο γάλλος συγγραφεύς επεζήτησε δια των εκφράσεών του παρά τω γάλλω, και μοι είναι αδιάφορον αν τας τρεις του πρωτοτύπου λέξεις απέδωκε μία ή την μίαν τρεις, ή όλως άλλη φράσις την γαλλικήν πρωτότυπον, ή δημώδης, ή αγοραία, ή αρχαΐζουσα, κατά την περίστασιν, και καθ’ α αντιλαμβάνεται ακριβώς ο έλλην σήμερον ακούων λεγόμενον το αυτό πράγμα και ούτω και άλλως»[59].
Ο Βικέλας, επιπροσθέτως, επιλέγει την «ομιλουμένη νεοελληνική», καθώς τη θεωρεί ως την καταλληλότερη για τη μετάφραση του Σαίξπηρ (εξαιρώντας μόνο τη γερμανική), διότι -κατά τη γνώμη του- παρουσιάζει τις περισσότερες αναλογίες με την αγγλική της εποχής του Σαίξπηρ. Και η μια και η άλλη γλώσσα είναι εν διαμορφώσει. Έτσι, «η παράθεσις εξεζητημένων λέξεων με εκφράσεις λαϊκάς ή χυδαίας, η ελευθερία των κινήσεών της, η ελαστική της σύνταξις – όλα αυτά αποτελούν μάλλον προτερήματα όταν πρόκειται περί μεταφράσεως του Σαίξπηρ. Η ελληνική καθαρεύουσα και ως γλώσσα της λογοτεχνίας θα επαρουσίαζεν αντιθέτως τας δυσκολίας της γαλλικής ως προς την απόδοσιν του πλήρους εικόνων ύφους του Σαίξπηρ»[60]. Επιπλέον, τόσο η «ελληνική δημώδης» όσο και η καθαρεύουσα της λογοτεχνίας, αποδεικνύονται –κατά τον μεταφραστή Βικέλα- ελλιπείς όσον αφορά «τας ειδικάς ονοματολογίας του δυτικού πολιτισμού των Μέσων Χρόνων».
Με τον Βικέλα θα συμφωνήσουν οι σύγχρονοί μας μεταφραστές του Σαίξπηρ και άλλων θεατρικών συγγραφέων, Χριστίνα Παγκουρέλη, Στρατής Πασχάλης και Τζένη Μαστοράκη, όταν θα ομολογήσουν σε μια «αποκαλυπτική» συζήτηση πως «η αγγλική γλώσσα, το αγγλικό συντακτικό, είναι πολύ πιο κοντά στο ελληνικό απ’ ό,τι είναι το γαλλικό και αντίστοιχα. Ξέρετε όλοι ότι οι μεταφράσεις του Σαίξπηρ στα γαλλικά υποτίθεται πως έχουν τεράστιο πρόβλημα»[61].
β. Το πλέγμα του traduttore tradittore
Μετά την επιλογή της Γλώσσας Στόχου (ζήτημα που όπως θα δούμε θα απασχολήσει περισσότερο τους κριτικούς και λιγότερο τον ίδιο τον Βικέλα), ο πολυπράγμων λόγιος δείχνει να προβληματίζεται και συχνά να φτάνει σε απόγνωση, όταν συνειδητοποιεί το μόνιμο δίλημμα ενός μεταφραστή ποίησης, ότι δηλαδή πρέπει από τη μια πλευρά να αποδώσει με όσο πιο ακριβή τρόπο γίνονται τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πρωτοτύπου και από την άλλη να δημιουργήσει στη Γλώσσα Στόχο ένα ποιητικό έργο το οποίο να έχει την ίδια πραγματολογική απήχηση στον αναγνώστη. Με άλλα λόγια, αυτό που φαίνεται να απασχολεί τον Βικέλα , αλλά και τον κάθε μεταφραστή ποίησης, είναι το ύφος του μεταφράσματος. Τι άλλο να εννοεί, άλλωστε, όταν εξομολογείται στις αρχές του 1883 στον E. Miller, πως: «Προσεπάθησα να συλλάβω κατά το δυνατόν την σκέψιν του ποιητού, να εκλέξω ενίοτε μεταξύ διαφόρων ερμηνειών και να μεταφράσω κατά τρόπον που οι στίχοι μου να μη χρειάζονται σχόλια»[62]. Ο Βικέλας γνωρίζει, φυσικά, ότι ο αναγνώστης περιμένει να βρει στη μετάφραση εκείνα τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ενός ποιήματος που θα τον βοηθήσουν να αναγνωρίσει ότι ανήκει σε έναν συγκεκριμένο ποιητή. Σχετικό με το ζήτημα αυτό είναι εκείνο της μετάφρασης της ποίησης σε έμμετρο ή πεζό λόγο. Ο Βικέλας υπογραμμίζει τη δυσκολία της μετάφρασης σε στίχους και ακόμα περισσότερο όταν πρόκειται για τα έργα του Σαίξπηρ, ενώ προχωρά και στην επιλογή του στίχου, δηλαδή του πολιτικού στίχου στην τραγωδία γνωρίζοντας ίσως την πεζή μετάφραση του Σακελλάριου (1779) και την επίσης πεζή μετάφραση ανωνύμου στα 1873 του Ρωμαίου και Ιουλιέτας [63].
Όντας και ο ίδιος ποιητής[64] επιλέγει την έμμετρο και όχι την πεζή μετάφραση, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι ότι στη στιχουργική μορφή περιέχεται η έννοια της τάξης, η αρμονία που θέλησε ο ποιητής. Στην ποίηση, η μορφή μιας λέξης δεν μπορεί να νοηθεί χωριστά από το περιεχόμενό της. Έτσι, ως μεταφραστής της ποίησης μεταφράζει ολόκληρο το γλωσσικό σημείο (σημαίνον και σημαινόμενο μαζί), αλλά και το μορφικό σημείο του πρωτότυπου, δηλαδή μεταφράζει τη μορφή του πρωτότυπου με μια μορφή από τη δική του ποιητική παράδοση και τη δική του εποχή[65]. Ο Βικέλας επιθυμεί διακαώς να αναπαραγάγει τον τόνο και τη διάθεση του κειμένου του Σαίξπηρ (να αναπαραγάγει δηλαδή όχι μόνο τη σκέψη, αλλά και το αίσθημα), αλλά ο Βρετανός δραματουργός συνεχώς «του βάζει τρικλοποδιές».
Έτσι, παραπονιέται στον E. Miller, πως ο Σαίξπηρ έχει τη συνήθεια να ανακατώνει τις εικόνες, να συλλαμβάνει συχνά με την υποβολή μιας λέξης, μια νέα ιδέα την οποία προσκολλά στην προηγούμενη ∙ αυτό φέρνει σε απόγνωση τον μεταφραστή[66], κυρίως αν στο πρόβλημα αυτό προστεθεί η συνήθεια του Βρετανού δραματουργού να παίζει ένα περίτεχνο παιχνίδι με λέξεις, ήχους, έννοιες, φτιάχνοντας λογοπαίγνια, συχνά ακόμα και διπλά μέσα σ’ ένα δίστιχο[67]. Επιπλέον, οι υπαινιγμοί σε πράγματα της εποχής του, τα λάθη των πρώτων εκδόσεων, αλλά και η αγάπη του Σαίξπηρ για τις μεταφορές[68] συντελούν – κατά τον Βικέλα- στο να μένουν σκοτεινά ή ανεξήγητα περισσότερα του ενός χωρία[69].
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, από τα παραπάνω ότι ο μεταφραστής Βικέλας – όπως και κάθε μεταφραστής– κατέχεται από το πλέγμα του traduttore tradittore ή και κατατρύχεται από την ενοχή της πιστότητας (και πίστης) ή προδοσίας προς το πρωτότυπο ή τη γλώσσα του. Έτσι, θα εξομολογηθεί και πάλι στον E. Miller ότι: «Μεταφράζων είχον την αρχήν, η μετάφρασίς μου να είναι όσο το δυνατόν πιστή, χωρίς εν τούτοις να υπενθυμίζει εις τον αναγνώστην ότι πρόκειται περί μιας μεταφράσεως. Με άλλας λέξεις ο μεταφραστής πρέπει να προσπαθεί να μαντεύη πώς θα εξεφράζετο ο συγγραφεύς εάν, αντί να γράφει εις την γλώσσαν του, θα έγραφεν εις την γλώσσαν του μεταφραστού»[70].
Ο Βικέλας, για να επιτύχει τα παραπάνω, υιοθετεί μια προβληματική, προσανατολισμένη στο να παραιτηθεί από ανέφικτες ιδεώδεις λύσεις. Αντιλαμβάνεται πως ο μεταφραστής δεν έχει εκλογή. Θέλει δε θέλει θα βρει λύση, που συνήθως δεν είναι και η καλύτερη, αλλά κάποτε είναι ιδιοφυής. Επομένως, υποστηρίζει ο πολυπράγμων λόγιος, για να διατηρήσει κανείς μια φυσικότητα στη μετάφραση, είναι υποχρεωμένος συχνά να χρησιμοποιεί «αναλόγους εννοίας ενός επιθέτου, ή να μειώνη την δύναμιν μιας εκφράσεως. Άλλοτε είναι ο μεταφραστής διεξοδικώτερος του πρωτοτύπου, άλλοτε πάλιν έχει την τύχην να είναι βραχύτερος αυτού. Εσημειώθησαν συχνά τοιούτου είδους απιστίαι.»[71].
Οι παραπάνω απόψεις συγγενεύουν νοηματικά με εκείνες του Α. W. Schlegel (1767-1845), o οποίος στο έργο του Schreiben an Herrn Reimer (1828), θα μιλήσει για τον στόχο της ποιητικής ανα-δημιουργίας, υπογραμμίζοντας ότι ο μεταφραστής θα πρέπει να προσφέρει σ’ εκείνους που δεν έχουν πρόσβαση στο πρωτότυπο, μια θεώρηση του ποιήματος όσο το δυνατόν πιο φυσική και αδιάλειπτη[72]. Οπότε ο Βικέλας προτιμά τη σαφήνεια και την απλότητα στη μετάφραση (εάν υπάρχει πράγματι η μια ή η άλλη, όπως σημειώνει με τη γνωστή του μετριοπάθεια), δεν ακολουθεί δουλικά το πρωτότυπο –όπως θα μπορούσε βέβαια να είχε κάνει- και δεν αποβλέπει στην κατά λέξη μετάφραση, αλλά «μάλλον εις την ηχώ του πρωτοτύπου (ασφαλώς αδυνατισμένην) την οποίαν θα εύρισκε εις την μετάφρασίν μου εκείνος που θα είχε διαβάσει τους στίχους μου και θα έκλειε κατόπιν τους οφθαλμούς του. Εις την περίπτωσιν αυτήν θα ήμην ευχαριστημένος με το προσδοκώμενον αποτέλεσμα. Αλλά θα ήμην απαρηγόρητος εάν ο αναγνώστης των στίχων μου θα είχε συχνά λόγον να ενθυμήται ότι αυτό που εδιάβασε δεν ήτο παρά μια μετάφρασις.»[73].
Επιδίωξη, λοιπόν, του μεταφραστή Βικέλα είναι η φυσικότητα ∙ η μετάφραση δεν πρέπει να «μυρίζει» μετάφραση και ο μεταφρασμένος λόγος οφείλει να ρέει με φυσικό τρόπο. Μονάχα τότε ο Βικέλας θα νιώθει ευχαριστημένος, όταν δηλαδή ο δέκτης του μηνύματος, ο αναγνώστης, κατανοήσει το μήνυμα με τον τρόπο που το κατανοούν οι δέκτες του πρωτότυπου κειμένου[74]. Αντιλαμβάνεται με άλλα λόγια πως η μετάφραση της ποίησης είναι η τέχνη των συμβιβασμών: ο μεταφραστής βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με επιλογές και συμβιβασμούς. Όμως, όπως φαίνεται από τα παραπάνω, προτιμά να υποχωρήσει σε αυτό που σήμερα καλείται μορφική αντιστοιχία και να προσανατολίσει το μετάφρασμά του στην εκπλήρωση της εκφραστικής, πληροφοριακής και επικοινωνιακής λειτουργίας του[75]. Γι’ αυτό, ίσως, και να υποστηρίζει πως «προσπαθεί κανείς να κάμη το καλύτερον και κατά τας δυνάμεις του είναι δυνατόν να δώση εις το τέλος μιαν μετάφρασιν η οποία φέρει κάποιαν σφραγίδα πρωτοτυπίας»: στη φράση αυτή συμπυκνώνεται και το παράδοξο της ποιητικής μετάφρασης, ότι δηλαδή η μετάφραση ενός ποιήματος δεν μπορεί να είναι μετάφραση, αν δεν αρνείται τον εαυτό της. Αν, με άλλα λόγια, δεν στέκεται σαν ένα πρωτότυπο ποίημα[76]∙ άλλωστε, η μετάφραση αυτή καθεαυτή είναι μια διαδικασία τόσο βασανιστική, φθοροποιός και επίπονη, που μόνο με κείνη της συγγραφής ενός πρωτότυπου λογοτεχνικού κειμένου μπορεί να συγκριθεί.
γ. Η τέχνη του μεταφραστή και η τέχνη του ηθοποιού: δύο δρόμοι παράλληλοι
Αν και όλα τα παραπάνω που αφορούν τη μετάφραση της ποίησης θα απασχολήσουν τον Βικέλα σε μεγάλο βαθμό, αν και γνωρίζει ο ίδιος ότι τόσο ο αναγνώστης όσο και οι κριτικοί περιμένουν τα πάντα από τη μετάφραση, ενώ της επιτρέπουν ελάχιστα, δε λησμονεί ποτέ πως μεταφράζει θεατρικό λόγο. Γι’ αυτό και γράφει στον E. Miller: «…και εκτός αυτού μια τραγωδία γράφεται δια να ανεβή εις την σκηνήν μάλλον παρά δια να διαβασθή. Κατά ταύτα αι μεταφράσεις μου θα εχρειάζετο να δοκιμασθούν επί σκηνής»[77].
Το θεατρικό κείμενο, λοιπόν, δεν προορίζεται να διαβαστεί (μόνο) αλλά (προπάντων) να ειπωθεί από ηθοποιούς και να ακουστεί από το κοινό. Κι αυτό σημαίνει πως ο λόγος πρέπει να «ρέει» άνετα από το στόμα των ηθοποιών και να «εισρέει» απρόσκοπτα στα αυτιά των ακροατών. Για τον Βικέλα «η επιτήδευσις του ύφους καταστρέφει την σκηνικήν “illusion” και ψυχραίνει το αίσθημα». Με την παρατήρησή του αυτή, ο μεταφραστής Βικέλας δείχνει να αντιλαμβάνεται πόσο κοντά βρίσκεται η τέχνη του μεταφραστή με την τέχνη του ηθοποιού: ο μεταφραστής είναι ηθοποιός πριν από τον ηθοποιό (όταν μάλιστα μεταφράζει κείμενα του Σαίξπηρ, ενός θεατράνθρωπου, θεατρίνου, ηθοποιού και συγγραφέα), είναι αυτός που φέρνει σε επαφή τον ηθοποιό και τον σκηνοθέτη με το κείμενο, ούτως ώστε ο ηθοποιός και ο σκηνοθέτης να δώσουν στον θεατή τη δυνατότητα να ζήσει τη μαγεία που ζει κανείς βλέποντας και ακούγοντας το πρωτότυπο.
Ο Βικέλας μεταφράζοντας «βλέπει» τον ηθοποιό κι αυτό γίνεται κατανοητό από τις άμεσες και έμμεσες αναφορές του στην τέχνη του ηθοποιού, στην αγωνία και το άγχος του να προετοιμαστεί όσο το δυνατόν πληρέστερα, αλλά και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζεται ο ηθοποιός στην Ελλάδα και το εξωτερικό, και τέλος σε παραστάσεις που ο ίδιος ο Βικέλας είχε παρακολουθήσει στο Λονδίνο και το Παρίσι. Έτσι, στα Προλεγόμενα της Α΄ έκδοσης της «τριλογίας» του (1876) γράφει: «προς ενθάρρυνσιν των (είτε εξ επαγγέλματος, είτε μη) ηθοποιών επισυνάπτω περικοπάς τινάς περί του επί Σαικσπείρου αγγλικού θεάτρου εκ του προμνημονευθέντος συγγράμματος του Γερβίνου…»[78], υπογραμμίζοντας την πενιχρότητα των δημόσιων θεάτρων και τη σημασία που δινόταν στη διανοητική απόλαυση των παραστάσεων επί εποχής του Σαίξπηρ.
Ακόμα, δεν παραλείπει να αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο προετοιμάζουν ή βιώνουν ένα ρόλο οι σύγχρονοί του ευρωπαίοι ηθοποιοί, όπως ο Fechter ή ο ιταλός Rossi στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν έναν πειστικό Άμλετ[79] ή ακόμα να παραθέσει τις αυτοβιογραφικές σημειώσεις της αγγλίδος ηθοποιού Siddons για την ερμηνεία της ως λαίδη Μακβέθ, κι ακόμα να καταθέσει τις εντυπώσεις του από την παρακολούθηση μιας παράστασης του Εμπόρου της Βενετίας, επί της Αγγλικής σκηνής και από τις ερμηνείες των άγγλων ηθοποιών, Irving και Miss Terry, ως Σάυλοκ και Πορκίας αντίστοιχα[80].
Εκείνο, ωστόσο, που ενδιαφέρει ένα δημιουργό –συγγραφέα ή μεταφραστή, αδιάφορο- είναι η παρακολούθηση της τύχης αυτού που δημιούργησε, με άλλα λόγια η υποδοχή της οποίας έτυχε. Ο Βικέλας, βέβαια, έχει αντιληφθεί πως είναι τόλμη η «εισαγωγή του Σαίξπηρ εις την Ελλάδα» του 19ου αιώνα, όπου το βουλεβάρτο και η φαρσοκωμωδία κυριαρχούν, και μαζί με το ιταλικό μελόδραμα, ορίζουν τους αισθητικούς κανόνες του «καλοφτιαγμένου» έργου στην ελληνική θεατρική κριτική (ως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο)[81]. Επίσης διευκρινίζει και πάλι σε επιστολή του στον E. Miller, στις αρχές του 1883, ότι η μια ή δύο παραστάσεις έργων του Σαίξπηρ[82] που είχαν πρωτύτερα ανέβει επί της Αθηναϊκής σκηνής σε καθαρεύουσα, δεν μπορούν να αποτελέσουν αποδείξεις «εγκλιματισμού του Σαίξπηρ εις την Ελλάδα».
Στο σημείο αυτό, πρέπει να ανοίξουμε μια παρένθεση και να υπογραμμίσουμε ότι στη δεκαετία του 1880, επαγγελματικοί θίασοι, όπως αυτός του Διονύσιου Ταβουλάρη (1840-1928) και του Παντελή Σούτσα (1818-1875), εμφανίζονται και πραγματοποιούν συνεχείς περιοδείες στα Επτάνησα, τη Σμύρνη, την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο και κυρίως την Πόλη. Στο ρεπερτόριο των θιάσων αυτών βρίσκονται οι ιστορικές τραγωδίες, του Δημητρίου Βερναρδάκη, Μαρία Δοξαπατρή ή του Αλέξ. Ρίζου Ραγκαβή, Φροσύνη∙ το ρεπερτόριο αυτό συμπληρώνουν και μεταφράσεις έργων των Γκαίτε, Σίλλερ, Ουγκώ, Σαίξπηρ και Δουμά υιού, που τροποποιούν κάπως την άκαμπτη κλασικίζουσα παράδοση. Τώρα δημιουργούνται οι πρώτοι επαγγελματίες ηθοποιοί, όπως ο Ταβουλάρης και ο Σούτσας, ενώ ορόσημο για την αναζωπύρωση αυτή της θεατρικής δραστηριότητας μπορεί να θεωρηθεί η εμφάνιση στην Αθήνα της Ιταλίδας τραγωδού Α. Ristori, το 1865. Στις παραστάσεις αυτές προτιμώνται οι μεταφράσεις σε καθαρεύουσα των Περβάνογλου και Δαμιράλη, και το παίξιμο των Ελλήνων ηθοποιών χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακές πόζες, ρητορικό στόμφο, εκφραστικές στάσεις και κινήσεις[83].
Όσον αφορά, όμως, τις μεταφράσεις του Βικέλα, σε μια δημοτική μάλλον των μορφωμένων τάξεων, αυτές βρήκαν στο πρόσωπο του Ν. Λεκατσά, τον διαπρεπή ερμηνευτή των έργων του Σαίξπηρ, τον καλύτερο Μάκβεθ του 19ου αιώνα κι έναν από τους διαπρεπέστερους Άμλετ[84]. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Τον Αύγουστο του 1882, από τον εκδοτικό οίκο των Αφών Κορομηλά εκδίδονται οι μεταφράσεις του Άμλετ και του Μάκβεθ σε μετάφραση Δ. Βικέλα. Στο προλογικό σημείωμα των εκδοτών στον Άμλετ, γίνεται αναφορά στην άφιξη στην Αθήνα ενός ηθοποιού αξίας, του Ν. Λεκατσά, που είχε σπουδάσει στην Αγγλία τη δραματική τέχνη, και συνδέεται το γεγονός αυτό με την ελπίδα να ανέβουν επί της αθηναϊκής σκηνής οι δυο μεταφράσεις του Βικέλα[85]. Αυτό πράγματι και συνέβη. Ο ταλαντούχος ηθοποιός Λεκατσάς -που είχε σταδιοδρομήσει στο Βικτωριανό θέατρο της αγγλικής επαρχίας- συγκροτεί νέο θίασο και νέα σχολή ηθοποιών, φεύγει από το κέντρο του σαιξπηρισμού και έρχεται να διδάξει τον καλύτερο και σωστότερο Σαίξπηρ, με την πιο μοντέρνα και ρεαλιστική ερμηνεία του, στους Έλληνες συμπατριώτες του από σκηνής κι όχι από καθέδρας[86].
Έτσι, κατά τον Βικέλα, «παρουσιάσθη ένας τριπλούς νεωτερισμός: πρώτον, ένας νέος θίασος, δεύτερον η εισαγωγή του Σαίξπηρ εις την Ελλάδα και τρίτον η δημοτική και ο πολιτικός στίχος εις την τραγωδίαν»[87]. Πράγματι, η αίσθηση που προκάλεσε η ερμηνεία του Ν. Λεκατσά στο αθηναϊκό κοινό και τους κριτικούς, πρέπει να ήταν μεγάλη. Και τα άρθρα από τις ελληνικές εφημερίδες που ακολουθούν, το πιστοποιούν. Ωστόσο, ο Βικέλας στις αρχές του 1883, εκφράζει τους φόβους του για την ικανοποίηση ή όχι του ίδιου του Λεκατσά και θεωρώντας τον καλλιτέχνη μεγάλης αξίας, αμφιβάλλει αν «θα επαναλάβη το πείραμα και κατά την προσεχή θεατρικήν περίοδον». Ακόμα, πιστεύει ότι το κοινό και οι εχθροί της «τρεχούσης γλώσσης» ενδέχεται να μη συνηθίσουν αμέσως στην καθιέρωση αυτής της γλώσσας ως γλώσσας θεάτρου, αλλά υποστηρίζει πως κάποια στιγμή θα γίνει και αυτό. Δικαιολογεί, άλλωστε, το κοινό γι’ αυτή του τη διστακτικότητα, καθώς για πολλά χρόνια ήταν «κακοσυνηθισμένο» στο στομφώδες ύφος και στη χρήση της καθαρεύουσας ακόμα και στις πλέον δραματικές σκηνές, γεγονός που μείωνε δραστικά το ρεαλισμό των σκηνών αυτών.[88]
δ. Η κριτική
Τα άρθρα των ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών επ’ ευκαιρία των εν λόγω παραστάσεων του Σαίξπηρ αποτελούν ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της ιστορίας του γλωσσικού ζητήματος στην Ελλάδα. Οι καθαρολόγοι καταδίκασαν την χρήση της μη καθαρεύουσας στο δράμα, ενώ οι γλωσσικές επιλογές του Βικέλα προκάλεσαν τη δυσμένεια των δημοτικιστών. Μάλιστα, ακόμα και οι ηθοποιοί δεν άρεσαν σε όλους κατά την πρώτη παράσταση, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Βικέλας: «Μερικοί κριτικοί απέδωσαν την αποτυχίαν εις την αήθη γλώσσαν του μεταφραστού, όπως λ.χ. η Εφημερίς και ο Ραμπαγάς της 9ης Σεπτεμβρίου»[89]. Ο Βλ. Γαβριηλίδης στη θεατρική κριτική της πολιτικοσατιρικής του εφημερίδας Μη Χάνεσαι (1-9-1882), θα βρει τη γλώσσα του «δημώδη, σχεδόν κλέφτικην» και την φρασεολογίαν του «κασάπικην»[90].
Αυτά όσον αφορά τις πρώτες παραστάσεις –εκείνες του Άμλετ- διότι στη συνέχεια με τις παραστάσεις του Μάκβεθ, στις εφημερίδες Στοά, Αιών, ακόμα και στο Μη Χάνεσαι, θα δημοσιευτούν επιδοκιμαστικά άρθρα για τις μεταφράσεις και την ερμηνεία των ηθοποιών[91]. Και ο Δημ. Κορομηλάς θα γράψει για τον Λεκατσά και την παράσταση του Μάκβεθ στις 29 Νοεμβρίου 1882: «…Εδίδαξεν ημίν τον Αμλέτον, τον Οθέλον, εκείνον ήττον ομιχλώδη, τον άλλον ήττον θηριώδη, κατόπιν τον Έμπορον της Βενετίας και νυν τον Μάκβεθ…Ο Μάκβεθ, από την αρχήν μέχρι του τέλους ήτο μεγάλη επιτυχία…Ο Ν. Λεκατσάς διεξήγαγεν την παράστασιν μετά της συνήθους αυτώ δυνάμεως και τέχνης» (Εφημερίς 2-12-1882)[92]. Ωστόσο, ήδη στα φύλλα της 19ης και 21ης Αυγούστου της εφημερίδας Κλειώ της Τεργέστης, έχουν δημοσιευθεί άρθρα με τίτλο «Βιβλία αρτιφανή», από τον Θ. Λιβαδά, με ευνοϊκές κριτικές για τις μεταφράσεις του, τις οποίες ο Βικέλας θεωρεί πολύτιμες, καθώς προέρχονται «από έναν μη θιασώτην της δημώδους ελληνικής»[93].
Οι θετικές, βέβαια, κρίσεις προέρχονται και από τους ευρωπαίους φίλους λογίους του Βικέλα που δεν έχουν εμπλακεί στις εγχώριες γλωσσικές έριδες: «…Οι ξένοι οι οποίοι είχον διπλήν ιδιότητα να τας κρίνουν ως ελληνισταί και ως γνώσται του Σαίξπηρ, αναφέρω λ.χ. τους Μπλαικ και Μόζερ εις την Αγγλίαν, τον καθηγητήν Βάγκνερ, τον Δρα Μάγιερ εις το Γκρατς, τον Δρα Μπολτς εις την Γερμανίαν και άλλους, δεν είπαν τίποτε το οποίον δεν θα ήτο ενθαρρυντικόν»[94]. Όσον αφορά το άρθρο του ελληνιστή E. Miller στο Journal de Savants τον Ιανουάριο του 1883, όπου εξαίρεται το δύσκολο και επιτυχημένο έργο των μεταφράσεων του Βικέλα, αυτό έχει ήδη αναφερθεί στο πρώτο μέρος της παρούσης εργασίας[95].
Θετικά, όμως, είναι και τα σχόλια του Εμμ. Ροΐδη στην κριτική του για τη μετάφραση του Μάκβεθ από τον Βικέλα, τα οποία διατυπώνει με τον γνωστό καυστικό του τρόπο: «…Αλλ’ ημείς προ του Μάκβεθ εφιλοδωρήθημεν ήδη προ ικανών ετών παρά του κ. Βικέλα δι’ αξιόλογων μεταφράσεων του Ρωμαίου και Ιουλίας και του Βασιλέως Ληρ, τόσον δε ολίγη ετεκμηριώθη ευγνωμοσύνη εις τον ευσυνείδητον τούτον εργάτην, ώστε ήθελε τις υποθέσει ή ότι όλως περιττός ήτον εις ημάς ο διερμηνεύς, γεννωμένους πάντας αγγλομαθείς, ή ότι διεμείναμεν εισέτι ούτω αγροίκοι, ώστε να αγνοώμεν ότι εις πάσαν εκδούλευσιν οφείλεται τουλάχιστον εν ευχαριστώ»[96]. Και ο Κ. Παλαμάς, γράφοντας στην Εστία στα 1892, τιμά τις μεταφράσεις του Βικέλα και πιστεύει πως προσφέρανε μια υπηρεσία πιο πλατιά (κάτι που πίστευε, άλλωστε, και ο ίδιος ο Βικέλας): «επεδίωξε να αποτρέψη (σ.σ. ο Βικέλας) τους νέους Έλληνας από της καταχρήσεως των μυθιστορημάτων και της αποκλειστικής προσηλώσεως εις τα προϊόντα της γαλλικής φιλολογίας και ποιήσεως, καθαρίζων τα πνεύματά των μέσα εις το ζείδωρον λουτρόν της Σαιξπηρείου μεγαλοφυίας»[97].
Ωστόσο, στο φύλλο της 8ης Μαΐου της εφημερίδας Το Άστυ, δημοσιεύεται άρθρο του Γ. Ψυχάρη με τίτλο «Ο κ. Βικέλας», με ειρωνικές κριτικές και σχόλια, τόσο για τις γλωσσικές επιλογές του Βικέλα στις μεταφράσεις των έργων του Σαίξπηρ όσο και για τις προσπάθειές του να μεταφραστεί ο Λουκής Λάρας σε «γνωστές και σε άγνωστες, ακαταλόγητες γλώσσες»∙ και στα φύλλα των επόμενων ημερών της ίδιας εφημερίδας, δημοσιεύονται πάλι άρθρα δικά του με επιτιμητικά σχόλια για τον «Σύλλογο των Ωφελίμων Βιβλίων», ο οποίος έχει ιδρυθεί από τον Βικέλα τον Ιανουάριο του 1899[98]. Μάλιστα, ο Ψυχάρης γράφοντας την κωμωδία Γουανάκος, σάτιρα για τη γλωσσική διαμάχη και το λογιοτατισμό, την οποία αφιερώνει στον Παλαμά[99] παίρνει ως μοντέλο το τρίτο βιβλίο του ΣΩΒ, Η Γη του Πυρός (1900) σε μετάφραση του Βικέλα, από την οποία αντλεί και τα ονόματα των κύριων προσώπων του έργου, ένας εκ των οποίων, ο Μοναστηριώτης στις μελαγχολίες του , παρωδεί το γνωστό μονόλογο του Άμλετ, «Να ζει κανείς ή να μη ζει;», κοροϊδεύοντας τον τραγικό στόμφο της καθαρεύουσας και κάνοντας (ο Ψυχάρης) μια σαφή νύξη για τις μεταφράσεις του Σαίξπηρ από τον Βικέλα. Στον πρόλογο Για το Ρωμαίικο θέατρο, ο Ψυχάρης με το γνωστό αλαζονικό του ύφος, αναφέρεται πικρόχολα στις καταπληκτικές εισπράξεις της παράστασης των Νεφελών σε μετάφραση του Σουρή και στην επιτυχία των μεταφράσεων από τον Βικέλα: «Ούτε Αριστοφάνη μετάφρασα ούτε Σαικσπήρο. Κοίταξα να μεταφράσω τον εαφτό μου…Δεν έχω μήτε τους παράδες του Σουρή μήτε τη δόξα του Βικέλα…»[100].
V. Σύνοψη
Στις απροκάλυπτες επιθέσεις του Ψυχάρη και όλων εκείνων που έκριναν τις μεταφράσεις του στενόμυαλα και μέσα στο πλαίσιο αποκλειστικά της γλωσσικής διαμάχης, ο Βικέλας δε θα μπει στον κόπο να απαντήσει. Αντίθετα, θα επιδοθεί σε επανειλημμένες εκδόσεις των μεταφράσεών του, γνωρίζοντας ίσως ότι όλα παλιώνουν, όλα γερνάνε, όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά και οι μόδες, οι θεσμοί, οι αισθητικές, και η γλώσσα κυρίως. Παλιώνουν οι μεταφράσεις και αλίμονο αν δεν πάλιωναν- αυτό θα σήμαινε πως η γλώσσα και κυρίως η ποιητική γλώσσα δεν εξελίχτηκε. Παλιώνουν και οι παραστάσεις[101]. Άλλωστε, η σχέση του Βικέλα με τις μεταφράσεις του δεν ήταν ποτέ στατική, αλλά αντίθετα, ανοιχτή, δυναμική και ανανεώσιμη. Έτσι, αντιμετωπίζει τη μετάφραση ως πρόκληση και προχωρά στην ανα-μετάφραση των μεταφράσεων που έχει ο ίδιος κάνει.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι μεταφράσεις των έργων του Σαίξπηρ αρχίζουν το 1876 και ολοκληρώνονται το 1897. Οι τρεις τελευταίες μεταφράσεις (δηλαδή Άμλετ, Μάκβεθ και Έμπορος των Εθνών) εκδίδονται και συγκεντρωμένες στα 1882-1884, αλλά υπήρχε και έκδοση των έξι μεταφράσεων μαζί (1876-1884). Σε τρίτη έκδοση βγήκαν το 1896-1897[102]. Οφείλουμε, ίσως, να τονίσουμε ξανά ότι δε μιλάμε απλώς για επανεκδόσεις, αλλά για ανα-μεταφράσεις, δηλαδή για την προσπάθεια του μεταφραστή Βικέλα να διορθώσει τα λάθη, τις αδυναμίες, τις ελλείψεις ή τα κενά των παλαιότερων μεταφράσεών του και να κρατήσει για κάτι παραπάνω από είκοσι χρόνια ένα διάλογο ανοιχτό με τα κείμενα που μεταφράζει (άλλο ένα τεκμήριο της συστηματικής μεταφραστικής του προσπάθειας).
Έτσι, όταν ο Άμλετ στα 1897 γνωρίζει την τρίτη του έκδοση, το κείμενο διαφέρει σαφώς από το κείμενο της δεύτερης έκδοσης στα 1882. Κι αυτό γιατί ο Βικέλας έχει προχωρήσει στην απάλειψη λέξεων ή και ολόκληρων φράσεων, έχει επιφέρει δραστικές αλλαγές, κάνοντας το λόγο του πιο φυσικό, άμεσο και ρέοντα, πιο θεατρικό ίσως. Με το χέρι του, πάνω σε ένα αντίτυπο του 1882, έχει διαγράψει λέξεις ή και φράσεις, και πάνω από αυτές , έχει γράψει εκείνες που θα τυπωθούν αυτούσιες στην έκδοση του 1897[103]. Υιοθετεί έτσι μια δημοτική λιγότερο «υψηλή» από εκείνη της πρώτης ή της δεύτερης έκδοσης ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής του, μετά το έτος-ορόσημο 1880, το τέλος του ρομαντισμού και την αρχή μιας ανανέωσης στην ποίηση και την ποιητική γλώσσα.
O Βικέλας λοιπόν ακολουθώντας το πνεύμα των καιρών, ασχολείται με τη λογοτεχνία σε τρία «πεδία δράσης»: κατά βάση στην ποίηση, κατά δεύτερο λόγο στην μετάφραση, και κατά τρίτο στην πεζογραφία. Ποια είναι όμως η θέση και ο ρόλος της μετάφρασης στο σύνολο του έργου του; Παρατηρούμε πως αμέσως μετά από μια περίοδο ποικίλης και έντονης μεταφραστικής δραστηριότητας (οι μεταφράσεις που κάνει είναι σχεδόν αποκλειστικά ποιητικές), προχωρεί στην έκδοση των Στίχων. Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, αν ίσχυσε και για τον Βικέλα αυτό που υποστηρίζει ο Βαγενάς: «Η μετάφραση μπορεί να βοηθήσει περισσότερο από κάθε τι άλλο έναν ποιητή ν’ αναπτύξει τους ρυθμούς του, να επιταχύνει τη λύση ορισμένων εκφραστικών προβλημάτων, να τελειοποιήσει το ύφος του»[104].
Τι συμβαίνει όμως, όταν, αμέσως μετά την εκδοτική επιτυχία του Λουκή Λάρα, επιστρέφει στο «μεταφραστικό του εργαστήρι» αντί να προσφύγει για δεύτερη φορά στο μυθιστόρημα, ξεφεύγοντας από το αξίωμα Η επιτυχία υποχρεώνει; Και η φιλοδοξία δεν του λείπει∙ απόδειξη ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο επιμελήθηκε τη μετάφραση του Λουκή Λάρα στις ευρωπαϊκές γλώσσες[105]. Φυσικά, θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει ότι δεν ήταν ο μοναδικός. Έτσι ούτε ο Ροΐδης επανήλθε στο είδος μετά την Πάπισσα Ιωάννα, ούτε ο Καλλιγάς μετά τον Θάνο Βλέκα, ούτε ακόμη ο Κουμανούδης μετά τον Στρατή Καλοπίχειρο. Άρα κάπου αλλού πρέπει να αναζητήσουμε τους λόγους αυτής της στάσης του.
Ο Βικέλας στα 1884 εξομολογείται σε ένα φίλο του: «Πρέπει να το πάρω απόφασιν. Δεν είμαι δια μακράς πνοής έργα, πρέπει να λογίζωμαι ευτυχής εάν δύναμαι να κάμω έστω και μικρά»[106]. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, έστω και κάπως αργά την απουσία του ισχυρού ταλέντου, με κύριο δεδομένο την έλλειψη φαντασίας. Ο Βικέλας επομένως ξεκινάει ως λογοτέχνης και καταλήγει λόγιος. Ωστόσο, μήπως πρέπει να αναρωτηθούμε αν ο ίδιος αναζήτησε και τελικά βρήκε μια άλλη μορφή δημιουργίας στο πεδίο της μεταφραστικής πράξης; Μήπως δηλαδή για τον μεταφραστή Βικέλα ίσχυε η άποψη ότι «στη μετάφραση της ποίησης το πρωτότυπο είναι το βίωμα, και η διαδικασία της μετάφρασης η ποιητική πράξη»[107]; Έτσι, αν μετάφραση και δημιουργία είναι ισότιμα εγχειρήματα, ο Βικέλας έφτασε στη δημιουργία μεταφράζοντας τα έργα του Άγγλου δραματουργού κυρίως∙ αναμετρήθηκε με τον Σαίξπηρ και την αγγλική γλώσσα, αλλά κατά κύριο λόγο με τη μητρική του, και έχοντας επίγνωση του κορυφαίου πολιτιστικού-παιδευτικού του ρόλου ως μεταφραστού, έκανε εκείνο που ανέκαθεν ποθούσε και δήλωνε, έδωσε δηλαδή «εις τον Σαίξπηρ το δικαίωμα πολιτογραφήσεως εις την Ελλάδα».
VI. Βιβλιογραφία
I. ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Τα ακόλουθα βιβλία –ταξινομημένα εδώ κατά τη χρονολογία έκδοσής τους– φυλάσσονται στο «Αρχείο Βικέλα» της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου και αποτέλεσαν σημαντικό βοήθημα για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου:
1. Cours de Littérature Dramatique, par A.W. Schlegel. Traduit de l’ Allemand, Paris 1814.
2. Otello o Il Moro di Venezia. Amleto. Tragedia di G. Shakspeare, recata in versi italiani da M. L. di Parma, Firenze 1814.
3. Tragedie di Shakspeare, tradotte da M. Leoni, Verona 1820.
4. Le More de Venise, Othello Tragédie. Traduite de Shakspeare en vers français par A. de Vigny, Paris 1830.
5. Otello, Tragedia di Shakspeare, recata in italiano da I. Valletta, Firenze 1830.
6. Coriolano, Tragedia di Shakspeare, recata in italiano da I. Valletta, Firenze 1834.
7. Studies of Shakspere by Ch. Knight, London 1849.
8. Roméo et Juliette, Drame en cinq actes et en vers par J. Demogeot , Paris 1852.
9. Shakspeare et son Temps, étude littéraire par M.Guizot, Paris 1852.
10. Othelo, by W. & R. Chambers, Edinburgh and London , 1857.
11. The Plays of Shakespeare, edited by H. Staunton, I-III, London 1858-1860.
12. Œuvres complètes de Shakspeare. Traduction de M. Guizot, Paris 1862.
13. Macbeth. Drame en cinq actes en vers par J. Lacroix , Paris 1863.
14. A. de Lamartine, Shakspeare et son Oeuvre, Paris 1865.
15. Othello. Tragédie en cinq actes de W. Shakspeare, traduction italienne de G. Carcano, Paris 1866.
16. William Shakspeare le Marchand de Venise par L. Daffry de la Monnoye , Paris, 1866.
17. Shakspeare’s dramatische Werke, übersetzt von A.W. Schlegel und L. Tieck, Berlin 1867.
18. Macbeth von William Shakespeare erklärt von W. Wagner, Leipzig 1872.
19. Shakspeariana from 1564 to 1864. An Account of the Shakspearian Literature of England, Germany, France and other European Countries during three centuries, with Bibliographical Introductions by F. Thimm, London 1872.
20. Shakspeare’s Tragedy of Romeo and Juliet by J. Hunter, London 1872.
21. Shakespeare select plays: Hamlet, Prince of Denmark, edited by W. G. Clark and W. A. Wright, Oxford 1873.
22. Bibliothéque Nationale: Shakespeare Othello ou Le More de Venise, Paris 1874.
23. Opere di Shakspeare, traduzione di G. Carcano, Milano 1875.
24. Shakespeare select plays: Macbeth, edited by W. G. Clark and W. A. Wright, Oxford 1874.
25. Shakespeare Commentaries by G. G. Gervinus, London 1875.
26. Shakespeare select plays: King Lear, edited by W. A. Wright, Oxford 1875.
27. Chefs- d’Œuvre de Shakespeare. Traduction en vers par M. Alcide Cayrou, Paris 1876.
28. Shakspere: A critical study of his Mind and Art by E. Dowden, London 1877.
29. Shakspere by E. Dowden, London 1877.
30. Shakespeare Macbeth . Texte Anglais, notice historique et critique par D. O. Sullivan, Paris 1877.
31. Shakespeare’s Ausgewählte Dramen: Henry V, erklärt von W. Wagner, Berlin 1878.
32. A new variorum edition of Shakespeare, edited by H. H. Furness, London and Philadelphia , 1879.
33. A Study of Shakespeare by A. C. Swinburne, London 1880.
34. Shakespeare select plays: The Merchant of Venice, edited by W. G. Clark and W. A. Wright, Oxford 1880.
35. Shakespeare select plays: The tragedy of King Richard The Third, edited by W. A. Wright, Oxford 1880.
36. Hamlet, Prince de Danemark, Tragèdie en 5 actes par William Shakespeare. Traduite en prose et en vers par Th. Reinach , Paris 1880.
37. Shakespeare: Notes and Lectures by S. T. Coleridge, Liverpool 1881.
38. Shakespeare select plays: Julius Caesar, edited by W. A. Wright, Oxford 1881.
39. Shakespeare select plays: The Tempest, edited by W. A. Wright, Oxford 1881.
40. W. Shakespeare Othello, Le More de Venise, Drame en cinq actes, huit tableaux. Traduction en vers de L. de Gramont, Paris 1882.
41. New Shakespeare Society, v. I, 1874-v. VI, 1883.
42. Shakespeare et l’Antiquité. Drames et poèmes antiques de Shakespeare par P. Stapfer, Paris 1884.
43. Molière et Shakespeare par P. Stapfer, Paris 1887.
44. Hamlet, König von Dänemark, Trauerspiel von William Shakspere. Überlegt von A. W. von Schlegel, Leipzig χ.χ.
45. Pocket Shakespeare, Much Ado About Nothing, London χ.χ.
46. Shakespeare’s tragedy of King Lear by the Rev. J. Hunter, London χ.χ.
47. Shakespeare’s tragedy of Makbeth by the Rev. J. Hunter, London χ.χ.
II. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΓΩΝ
Βικέλας, Δ., Άπαντα, φιλολογική επιμέλεια: Ά. Αγγέλου, τόμ. Α΄-Ε΄, ΣΩΒ, Αθήναι 1997.
Βικέλας, Δ., Η ζωή μου, ΣΩΒ, εν Αθήναις 1908.
Βικέλας, Δ., Λουκής Λάρας, επιμέλεια: Μ. Δήτσα, Ερμής, Αθήνα 1999.
«Και έμπορος ατελής και ατελής λόγιος». Τα τετράδια των αναγνώσεων του Δημητρίου Βικέλα, φιλολογική επιμέλεια: Ά. Αγγέλου- Μ. Βαλασή, ΣΩΒ, Αθήναι 2001.
Ροΐδης, Ε., Σκαλαθύρματα, επιμέλεια: Ά. Αγγέλου, Ερμής, Αθήνα 1986.
Σαικσπείρου Δράματα, εμμέτρως μεταφρασθέντα εκ του αγγλικού υπό Δημητρίου Βικέλα, Αμλέτος, εκδότης Γεώργιος Κασδόνης, εν Αθήναις 31897 .
Σακσπείρου Τραγωδίαι, μεταφρασθείσαι εκ του αγγλικού υπό Δημήτρίου Βικέλα, Αμλέτος, υπό των καταστημάτων Ανδρέου Κορομηλά, εν Αθήναις 1882.
ΙΙΙ. ΛΟΙΠΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βαγενάς, Ν., Ποίηση και Μετάφραση, Αθήνα 1989.
Γκίνης, Δ.- Μέξας, Β.- Βαλέριος, Γ., Ελληνική Βιβλιογραφία 1800-1863, τόμ. Α΄-Γ΄, εν Αθήναις 1927-1957.
Connoly, D., «Η Μετάφραση της Ποίησης», Μετάφραση’96, τεύχ. 2, Σεπτέμβριος 1996, σσ. 29-37.
Δαμιανάκου, Β., Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Κορυφαία έκφραση του Νεοελληνικού Δραματικού Λόγου, τόμ. Δ΄, Αθήνα 1994.
Δημητριάδης, Α., Ο Νικόλαος Λεκατσάς και η συμβολή του στην ανάπτυξη της υποκριτικής τέχνης στην Ελλάδα, διδ. διατρ., Ρέθυμνο 1997.
Δημητριάδης, Α., «Ευρωπαίοι πρωταγωνιστές στην Αθήνα: η επίδρασή τους στο νεοελληνικό θέατρο του 19ου αιώνα», Πρακτικά του Β΄Πανελληνίου Θεατρολογικού Συνεδρίου «Σχέσεις του νεοελληνικού θεάτρου με το ευρωπαϊκό», Αθήνα 2004, σσ.189-196.
Ενεπεκίδης, Π., Χρηστομάνος- Βικέλας- Παπαδιαμάντης, Αθήνα 1970.
Κεντρωτής, Γ. , Θεωρία και Πράξη της Μετάφρασης, Αθήνα 1996.
Κουτσιβίτης, Β., Θεωρία της Μετάφρασης, Αθήνα 1994.
Λαδογιάννη-Τζούφη, Γ., Αρχές του Νεοελληνικού Θεάτρου (Βιβλιογραφία των έντυπων εκδόσεων 1637-1879), Αθήνα 21996.
Μαστροδημήτρης, Π., Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα 51990.
«Μετάφραση Θεάτρου. Μια συζήτηση γύρω από τη μετάφραση θεάτρου», Μετάφραση’96, τεύχ. 2, Σεπτέμβριος 1996, σσ. 57-76.
Munday, J., Introducing translation studies: theories and applications, London 2001. Οικονόμος, Α., Τρεις άνθρωποι, τόμ. 2: Δημήτριος Μ. Βικέλας, Αθήνα 1953.
Πούχνερ, Β., Κείμενα και Αντικείμενα, Αθήνα 1997.
Πούχνερ, Β., Η πρόσληψη της γαλλικής δραματουργίας στο νεοελληνικό θέατρο (17ος-20ος αιώνας). Μια πρώτη σφαιρική προσέγγιση, Αθήνα 1999.
Πούχνερ, Β., Theatrum mundi. Δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Αθήνα 1999.
Σιδέρης, Γ., Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου 1794-1944, τόμ. Α΄1794-1908, Αθήνα 21999.
Τερδήμου, Μ., Χρονολόγιο Δημητρίου Βικέλα, Ηράκλειον 1991.
Translation/History/Culture. A Sourcebook. Edited by A. Lefevere, London and New York 1992.
Χατζηγεωργίου-Χασιώτη, Β., «Βικέλας Δημήτριος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 2, Αθήνα 1990, σσ. 281-282.
Vitti, M., Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Αθήνα 1980.
Η κα Μαρία Βερδιάκη κατέχει master στη Νεοελληνική Φιλολογία του Πανεπιστημίου Κρήτης και είναι καθηγήτρια στο Πειραματικό Γυμνάσιο Ηρακλείου με σπουδαίο ερευνητικό, εκπαιδευτικό και σεμιναριακό έργο.
* Το άρθρο αυτό είναι μια επεξεργασμένη μορφή μεταπτυχιακής εργασίας μου στο σεμινάριο Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης υπό την εποπτεία της καθηγήτριας Στέσης Αθήνη.
[1] Δημητρίου Βικέλα, Άπαντα, φιλολογική επιμέλεια: Άλκης Αγγέλου, τόμ. Α΄-Ε΄, ΣΩΒ, Αθήναι 1997.
[3] Ο Δ. Β. είναι τόσο γνωστός στο εξωτερικό που ακόμα και ο Karl Krumbacher αλληλογραφεί μαζί του και συγγράφει γραμματολογικά άρθρα γι’ αυτόν. Βλ. σχετικά στο Π. Κ. Ενεπεκίδης, Χρηστομάνος-Βικέλας-Παπαδιαμάντης, Αθήνα 1970, σσ. 67 εξ. Επίσης και στο Π. Μαστροδημήτρης, Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα 51990, σ. 231.
[4] Για τη ζωή και το έργο του, βλ. Αλέξ. Αρ. Οικονόμος, Τρεις άνθρωποι, τόμ. 2: Δημήτριος Μ. Βικέλας, Αθήνα 1953. Επίσης και το άρθρο της Βικτωρίας Χατζηγεωργίου-Χασιώτη στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 2, 1990, σσ. 281 εξ., καθώς και τη μονογραφία της Μαρίας Τερδήμου, Χρονολόγιο Δημητρίου Βικέλα, Ηράκλειον 1991.
[5] Άπαντα, τόμ. Α΄, σσ. 23 εξ.
[6] Βλ. και Τερδήμου, ό. π., σ. 25. Βλ. και «Και έμπορος ατελής και ατελής λόγιος». Τα τετράδια των αναγνώσεων του Δημητρίου Βικέλα, φιλολογική επιμέλεια: Ά. Αγγέλου- Μ. Βαλασή, Αθήναι 2001.
[7] Άπαντα, τόμ. Α΄,ό. π., σ.49.
[8] Δ.Σ. Γκίνης - Β.Γ. Μέξας, Γ. Βαλέριος, Ελληνική Βιβλιογραφία 1800-1863, τόμ. Α΄-Γ΄, εν Αθήναις 1927-1957, αρ. 5428, Γ. Λαδογιάννη-Τζούφη, Αρχές του Νεοελληνικού Θεάτρου ( Βιβλιογραφία των έντυπων εκδόσεων 1637-1879 ), Αθήνα 21996, αρ. 625.
[9] Δημ. Βικέλας, Η ζωή μου, εν Αθήναις 1908, σ. 138.
[10] Τερδήμου, ό.π., σ. 27.
[11] Βλ. και Βάλτερ Πούχνερ, Κείμενα και Αντικείμενα, Αθήνα 1997, σ. 293.
[12] Τερδήμου, ό.π., σσ. 27 εξ. Βλ. και Α. Δημητριάδης, «Ευρωπαίοι πρωταγωνιστές στην Αθήνα: η επίδρασή τους στο νεοελληνικό θέατρο του 19ου αιώνα», στα Πρακτικά του Β΄ Πανελληνίου Θεατρολογικού Συνεδρίου: «Σχέσεις του νεοελληνικού θεάτρου με το ευρωπαϊκό», σσ. 189-196, Αθήνα 2004.
[13] Ο Δ. Β. σημειώνει στην έκδοση Δημ. Βικέλα, Οδυσσείας Ζ΄. Η σκηνή του κήπου (εκ του Faust) και Οι Αρχαίοι, Αθήνησι 1872 (κείμενο του αποσπάσματος του Φάουστ, σσ. 15-22): « Η μετάφρασις αυτή εκ του Γερμανικού εδημοσιεύθη τω 1864 εν τω Β΄τόμω (σελίς 594) της Χρυσαλλίδος ». Η γνωστή σκηνή του κήπου, με τη Μαργαρίτα και τον Φάουστ, τη Μάρθα και τον Μεφιστοφελή, ξαναδημοσιεύεται στο βιβλίο Στίχοι. Έκδοσις νέα, εν Αθήναις 1885, σσ. 105-117.
[14] Τερδήμου, ό.π., σσ. 39 εξ.
[15] Την ίδια χρονιά έχει δημοσιεύσει στο «Σύλλογο προς Ενθάρρυνσιν των Ελληνικών Σπουδών εν Γαλλία» και ένα άρθρο, το οποίο χαρακτηριστικά ασχολείται με μετρικά ζητήματα: «Sur une traduction néo-hellénique de Prométhée et sur la metrique grecque contemporaine». Πρόκειται για τη μετάφραση του Προμηθέα δεσμώτη από τον Κ. Ξανθόπουλο ( 1875). Δες και Τερδήμου, ό.π., σ. 41.
[16] Ο Δ. Β. δικαιολογεί τη σειρά των έργων ως εξής: «Αι τρεις αυταί τραγωδίαι… αποτελούσιν, ούτως ειπείν, αληθή του ανθρωπίνου βίου τριλογίαν. Εν τω Ρ ω μ α ί ω έχομεν της νεότητος τα πάθη, τον δυστυχή δύο εραστών έρωτα. Εν τω Ο θ έ λ λ ω βλέπομεν την οδύνην μιάς ανδρικής καρδίας υπό της ζηλοτυπίας σπαρασσομένης. Εν δε τω Β α σ ι λ ε ί Λ η ρ διαδραματίζονται της γεροντικής ηλικίας τα βάσανα και αι συμφοραί» ( Προλεγόμενα, σ. 16).
[17] Λαδογιάννη- Τζούφη, ό.π., αρ. 790, σσ. 203 εξ., σημ. 78 και η περιγραφή των υπόλοιπων εκδόσεων των τραγωδιών του Σαίξπηρ σε μετάφραση του Βικέλα.
[18] Τερδήμου, ό. π., σσ. 46 εξ.
[19] Τερδήμου, ό.π., σ. 50.
[20] Βλ. Λαδογιάννη- Τζούφη, ό. π., σσ. 203 εξ., σημ. 78.
[21] Τερδήμου, ό.π., σσ. 53-54. Βλ. και Γ. Σιδέρης, Ιστορία του Νέου Ελληνικού Θεάτρου 1794-1944, τόμ. Α΄ 1794-1908, Αθήνα 1999, σσ. 54 εξ., σημ. 41.
[22] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 390.
[23] Π.χ. του E. Miller στο Journal de Savants τον Ιανουάριο του 1883, άρθρο που μεταφράζεται και δημοσιεύεται στο περιοδικό Εστία, το Νοέμβριο του 1883 με τίτλο: «Σαικσπείρου Τραγωδίαι μεταφρασθείσαι εκ του αγγλικού υπό Δημ. Βικέλα» ( βλ. Τερδήμου, ό.π., σσ. 56 εξ. ).
[24] Βλ. και Σιδέρης, Ιστορία, ό.π., σσ. 50, 51, 52, 54, 57, 60, 62, 66 εξ., 71 εξ., 138.
[25] Οι τρεις τελευταίες μεταφράσεις εκδίδονται και συγκεντρωμένες: Σακεσπείρου Τραγωδίαι, μεταφρασθείσαι εκ του αγγλικού υπό του Δ. Βικέλα, εν Αθήναις, τύποις Α. Κορομηλά 1882-1884, αλλά υπήρχε και έκδοση των έξι μεταφράσεων μαζί: Σαικσπείρου Τραγωδίαι εκ του αγγλικού μεταφρασθείσαι υπό Δημ. Βικέλα, εν Αθήναις, (τυπογραφείο της Φιλοκαλίας) 1876-1884. Σε τρίτη έκδοση βγήκαν, το 1896/1897: Σαικσπήρου Δράματα εμμέτρως μεταφρασθέντα εκ του αγγλικού υπό Δημ. Βικέλα, έκδοσις τρίτη, εν Αθήναις, εκδότης Γεώργιος Κασδόνης, 1896-1897. Για επανεκδόσεις μεμονωμένων δραμάτων, βλ. Λαδογιάννη - Τζούφη, ό.π., σσ. 203 εξ., σημ. 78.
[26] Λαδογιάννη- Τζούφη, ό.π., αρ. 747. Η πληροφορία για τη μετάφραση του Σακελλάριου αναφέρεται στο Γ. Ι. Ζαβίρα, Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον, Αθήνησιν 1872, σσ. 242 εξ. Βλ. και για τις άλλες μεταφράσεις στο Σιδέρης, Ιστορία, ό.π., σσ. 48, 49, 50, 52, 54.
[27] Λαδογιάννη- Τζούφη, ό.π., αρ. 677.
[28] Λαδογιάννη- Τζούφη, ό.π., αρ. 650.
[29] Σε πεζή μετάφραση. Βλ. Λαδογιάννη- Τζούφη, ό.π., αρ. 80. Υπάρχει και δεύτερη, του Π. Καβάφη, Κωνσταντινούπολη, 1874 (ό.π., αρ. 341).
[30] Λαδογιάννη- Τζούφη, ό.π., αρ. 332, 333, και 339.
[31] Βλ. πρόλογο στο Άπαντα , τόμ. Δ΄, ό.π., σ. 388.
[32] Βλ. απόψεις των Γ. Σιδέρη και Β. Ρώτα, αλλά και άλλες θετικότατες κρίσεις στο Σιδέρης, Ιστορία, ό.π., σσ. 72, 73, 74. Για μια πολύ κριτική άποψη από ορισμένη οπτική γωνία, βλ. Β. Δαμιανάκου, Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Κορυφαία έκφραση του Νεοελληνικού Δραματικού Λόγου, τόμ. Δ΄, Αθήνα 1994, σσ. 25-45.
[33] Πούχνερ, ό.π., σ. 301.
[34] Τερδήμου, ό.π., σ. 84.
[35] Τερδήμου, ό.π., σσ. 85-86.
[36] Την πλούσια βιβλιοθήκη του ο Δ. Β. την κληροδότησε στον Δήμο Ηρακλείου, η βιβλιοθήκη του οποίου ονομάστηκε προς τιμήν του Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.
[38] Βλ. και Β. Κουτσιβίτης, Θεωρία της Μετάφρασης, Αθήνα 1994, σ.120, στο κεφ. «Η Αρχαιολογία της μεταφρασιολογίας»: «Κατά το β΄μισό του 19ου αιώνα δημοσιεύονται, κατά κανόνα σε προλόγους ή επίμετρα μεταφράσεων ή σε άρθρα σε περιοδικά και εφημερίδες, ενδιαφέρουσες μεταφρασιολογικές απόψεις από λογίους που δρουν στην Αθήνα».
[39] Bλ. Ενεπεκίδης,, ό. π., στο κεφ. «Ανέκδοται επιστολαί λογίων προς τον Γάλλον Βυζαντινολόγον Εμμανουήλ Miller», σσ. 70 εξ.
[40] Ενεπεκίδης, ό.π., σ. 73.
[41] Βλ. Άπαντα, τόμ. Α΄, ό. π., σ. 35.
[42] Βλ. Ν. Βαγενάς, Ποίηση και Μετάφραση, Αθήνα 1989, σ. 51.
[43] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό.π., σσ. 383 εξ.
[44] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 386.
[45] Σχετικά με τις «γενιές των σαιξπηριστών», βλ. Σιδέρης, ό. π., σσ. 49 εξ.
[46] Δες και Ενεπεκίδης, ό.π., σ. 70, όπου ο Δ. Β. απευθυνόμενος στον Ε. Μiller γράφει: «Φίλε Κύριε,…Δεν θα σας αναφέρω από πόσων ετών μελετώ τον Σαίξπηρ. Αρκεί να σας υπενθυμίσω, ότι εδημοσίευσα τας τρείς πρώτας μου μεταφράσεις το 1876 και τας δυο τελευταίας το 1882. Εις τον βραχύν πρόλογον της μεταφράσεώς μου του Μάκβεθ γράφω, ότι δεν θα επιχειρήσω πλέον μεταφράσεις άλλων έργων του Σαίξπηρ. Αλλά τούτο είναι εις των όρκων εκείνων τους οποίους δεν κρατεί κανείς…».
[47] Βλ. σχετικά με το ζήτημα αυτό το κεφ. «Το Μεταφραστικό Έργο του Δ. Βικέλα», της παρούσης εργασίας, σ. 7.
[48] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 386.
[49] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σσ. 250 εξ.
[50] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 143. Δες και Shakspere (sic): A critical study of his Mind and Art by E. Dowden, London 1877 (Αρχείο Βικέλα, αρ. 28). Επίσης και Shakespeare, Notes and Lectures by S. T. Coleridge, Liverpool 1881 (Αρχείο Βικέλα, αρ. 37).
[51] Δες και Shakspeare’s dramatische Werke übersetzt von A. W. von Schlegel und L. Tieck , Berlin 1867 (Αρχείο Βικέλα, αρ. 17), καθώς και Cours de Litterature dramatique, par A. W. Schlegel, traduit de I’ Allemand, Paris 1814 (Aρχείο Βικέλα, αρ.1).
[52] Βλ. The Miniature Library of the Poets, Pocket Shakespeare No 3: Much Ado About Nothing, London χ.χ. (Αρχείο Βικέλα, αρ. 45).
[53] Βλ. και Δημ. Βικέλας, Λουκής Λάρας, επιμ.: Μ. Δήτσα, Αθήνα 1999, σσ. 82 εξ.
[54] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σσ. 386 εξ.
[55] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 387.
[56] Βλ. Δημ. Βικέλας, Διαλέξεις και Αναμνήσεις, Άπαντα Δημ. Βικέλα, τόμ. Ε΄, Αθήναι 1997, σ. 23.
[57] Διαλέξεις, ό. π., σ. 22.
[58] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό.π., σ. 387.
[59] Βλ. Σ. Τσακνιά, Η μετάφραση της Νανά του Ζολά από τον Ιωάννη Καμπούρογλου (Φλοξ), Γράμματα και Τέχνες, αρ. τ. 60, 1990, σ. 13, όπως παρατίθεται στο Β. Κουτσιβίτης, ό. π., σ. 124.
[60] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 393.
[61] Βλ. « Μετάφραση Θεάτρου, Μια συζήτηση γύρω από τη μετάφραση θεάτρου», Μετάφραση’96, τεύχ. 2, Σεπτ. 1996, σσ. 64 εξ. Βλ. και Βαγενάς, ό. π., σ. 24 : «Τη σημασία που έχουν για την αγγλική ποίηση οι μονοσύλλαβες λέξεις θα λέγαμε την έχουν στην ελληνική οι δισύλλαβες. Από την άποψη αυτή ο Έλληνας μεταφραστής του δίστιχου είναι τυχερός, γιατί οι περισσότερες από τις λέξεις του μπορούν να μεταφραστούν σε δισύλλαβα».
[62] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π, σ. 392.
[63] Βλ. σχετικά με το ζήτημα αυτό το κεφ. « Το μεταφραστικό έργο του Δημ. Βικέλα», της παρούσης εργασίας, σ.7.
[64] Δημ. Βικέλας, Στίχοι. Εν Λονδίνω 1862. Εν Αθήναις 1885.
[65] Βλ. σχετικά με το ζήτημα αυτό, Βαγενάς, ό. π., σσ. 63 εξ.
[66] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 391.
[67] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., Αμλέτος (Σημειώσεις), σ. 145 : «23. Ενταύθα υπάρχει εν τω κειμένω λογοπαίγνιον διπλούν. POL. I was killed in the capitol. Brutus killed me.
HAML. It was a brute part of him to kill so capital a calf there».
[68] Για τη μεταφορά στα ποιητικά κείμενα και για τη σχέση της με τα παιχνίδια που σκαρώνει ο ποιητής με τους ήχους, τις έννοιες των λέξεων και την εκφορά του λόγου, αλλά και για παραδείγματα μετάφρασης μεταφορών στον Άμλετ του Σαίξπηρ, βλ. Γ. Κεντρωτής, Θεωρία και Πράξη της Μετάφρασης, Αθήνα 1996, σσ. 310 εξ.
[69] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., Μάκβεθ (Σημειώσεις), σ. 247: «11. Η αλληλουχία των μεταφορών και η, κατά τα φαινόμενα, παραφθορά του κειμένου αποκαθιστώσι λίαν σκοτεινόν το χωρίον τούτο, εις το οποίον ποικίλαι ερμηνείαι και διορθώσεις προτείνονται υπό των σχολιαστών».
[70] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 392. Η παραπάνω διατύπωση μάς θυμίζει μια πρόταση του γερμανού φιλοσόφου και θεολόγου του 19ου αιώνα, Friedrich Schleiermacher, όπως αυτή διατυπώνεται στην πραγματεία «Για τις διάφορες μεταφραστικές μεθόδους»: «Η δεύτερη μετάφραση, αντίθετα, δεν δείχνει πώς ο ίδιος ο συγγραφέας θα είχε μεταφράσει τον εαυτό του, αλλά πώς θα είχε γράψει απευθείας στα γερμανικά, εάν ήταν Γερμανός…Τη μέθοδο αυτή ακολουθούν, προφανώς, όσοι χρησιμοποιούν τη συνταγή σύμφωνα με την οποία πρέπει να μεταφράζουμε ένα συγγραφέα στα γερμανικά έτσι όπως θα είχε γράψει ο ίδιος απευθείας στα γερμανικά». Βλ. σχετικά Κουτσιβίτης, ό. π., σσ. 92 εξ.
[71] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 392.
[72] Βλ. σχετ. στο Translation/History/Culture. A Sourcebook. Edited by A. Lefevere, London and New York 1992, σσ. 66-67.
[73] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 393.
[74] Bλ. Βαγενάς, ό. π., σ. 44 : «…Θα λέγαμε πως μετάφραση είναι εκείνο το ποίημα στη γλώσσα του μεταφραστή που έχει γεννηθεί από ένα ξένο ποίημα και που εκτελεί, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, λειτουργίες αντίστοιχες με τις λειτουργίες του πρωτοτύπου.».
[75] Για το ζήτημα της δυναμικής και τυπικής ισοδυναμίας, βλ. J. Munday, Introducing translation studies: theories and applications, στο κεφ. « Equivalence and equivalent effect» (Nida and “the science of translating”), London 2001, σσ. 37 εξ. Βλ. και Κουτσιβίτης, ό. π., σσ. 61 εξ.
[76] Βλ. Βαγενάς, ό. π., σ. 22.
[77] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 395.
[78] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 388. Bλ. Και Shakespeare Commentaries by G. G. Gervinus, London 1875 (Aρχείο Βικέλα, αρ. 25).
[79] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σημ. 30, σ. 146.
[80] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σημ. 46, σ. 379.
[81] Για τη γαλλοϊταλική κλασικιστική «αδελφοποιία», βλ. Β. Πούχνερ, Η πρόσληψη της γαλλικής δραματουργίας στο νεοελληνικό θέατρο (17ος-20ος αιώνας). Μια πρώτη σφαιρική προσέγγιση, Αθήνα 1999. Βλ. επίσης Β. Πούχνερ, «Οι σχέσεις του ελληνικού θεάτρου με το ιταλικό»,στον τόμο: Theatrum mundi. Δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Αθήνα 1999, σσ. 157-227.
[82] Βλ. Σιδέρης, ό. π., σ. 49 : «Ως μελόδραμα (σσ. ο Μάκβεθ) παίζεται στην Αθήνα από μελοδραματικό θίασο ιταλικό (1868) και τον άλλο χρόνο βγαίνει σε φυλλάδιο το λιμπρέτο, όπου τα πρόσωπα μεταγράφονται «Δωγκάνος…Λέδυ Μάκπεθ…Φλεάντιος…». Το κείμενο γίνεται γνωστό στα 1862 (Σημ. 33. «Μάκβεθ», μετάφρασις Ν.Ι. Κ., «η προσετέθη βιογραφία του ποιητού»), και στο ίδιο, σ. 71: «Ο Πολυλάς είναι ο αρχαιότερος δημοτικιστής μεταφραστής του Σαίξπηρ, όμως δε γίνηκε σ’ αυτό αρχηγός∙ δεν υπήρχε στον καιρό της Τρικυμίας, Θέατρο καθώς γίνηκε και με το Βικέλα και δυσκολότερα με τον Πάλλη…».
[83] Βλ. Πούχνερ, Κείμενα και…, ό. π., στο κεφ. «Επισκόπηση της Ιστορίας του Νεοελληνικού Θεάτρου», σσ. 428 εξ.
[84] Ο Σιδέρης μάς πληροφορεί ότι : «Όλοι, μετά το Λεκατσά, παίζουν κυρίως την μετάφραση του Βικέλα, έως το Μινωτή…», βλ. Σιδέρης, ό.π., σ. 52.
[85] Βλ. Σαικσπείρου Τραγωδίαι, μεταφρασθείσαι εκ του αγγλικού υπό Δημητρίου Βικέλα, Μέρος Ε΄ Αμλέτος, υπό των καταστημάτων Ανδρέου Κορομηλά, εν Αθήναις 1882, σσ. 2-3 (Παράρτημα εικόνων: Εικόνα 1).
[86] Βλ. Α. Δημητριάδης, Ο Νικόλαος Λεκατσάς και η συμβολή του στην ανάπτυξη της υποκριτικής τέχνης στην Ελλάδα, διδ. διατρ., Ρέθυμνο 1997.
[87] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 397.
[88] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 398.
[89] Άπαντα, τόμ. Δ΄, ό. π., σ. 397.
[90] Σιδέρης, ό. π., σ. 74.
[91] Τερδήμου, ό. π., σσ. 55-56. Βλ. και Β. Δαμιανάκου, Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Κορυφαία…, ό. π., σσ. 14 εξ.
[92] Δαμιανάκου, ό. π., σ. 21.
[93] Τερδήμου, ό. π., σ. 55.
[94] Άπαντα, ό. π., σ. 395.
[95] Βλ. στο πρώτο μέρος της παρούσης εργασίας, σημ. 23, σ. 6.
[96] Βλ. Ε. Ροΐδης (επιμ. Α. Αγγέλου), Σκαλαθύρματα, Αθήνα 1986, σσ. 121-122.
[97] Άπαντα, τόμ. Α΄, ό. π., σ. 355.
[98] Άπαντα, τόμ. Α΄, ό. π., σσ. 358 εξ. Βλ. και Τερδήμου, ό. π., σσ. 106-108. Μια από τις σημαντικότερες δραστηριότητες του Δ. Β. ήταν η ίδρυση του ΣΩΒ -υπάρχει μέχρι σήμερα-, στον οποίο γραμματέας και στενός συνεργάτης του Βικέλα υπήρξε ο Γεώργιος Δροσίνης. Ο Σύλλογος ιδρύεται το 1899 και μέσα σε μια δεκαετία κυκλοφορούν εκατό τίτλοι εκλαϊκευτικών βιβλίων, τα οποία αναφέρονται σε ποικίλα θέματα. Βλ. σχετικά στο Λουκής Λάρας, ό. π., σσ. 80-82.
[99] Γ. Ψυχάρης, Για το Ρωμαίικο θέατρο. «Ο Κυρούλης», δράμα.-«Ο Γουανάκος», κωμωδία, τόμ. Α΄, Αθήνα 1901, στο Πούχνερ, Κείμενα…, ό. π., σ. 303.
[100] Πούχνερ, ό. π., σ. 304.
[101] Βλ. και Βαγενάς, ό. π., σ. 61: « Οι μεταφράσεις παλιώνουν πιο γρήγορα από τα πρωτότυπα ποιήματα, γιατί τα λιγότερο αφομοιωμένα στοιχεία τους (που είναι αδύνατο να μην υπάρχουν) αντέχουν λιγότερο στον χρόνο».
[102] Βλ. σχετ. στο κεφ. «Το μεταφραστικό έργο του Δ. Βικέλα» της παρούσης εργασίας, σ. 7.
[103] Βλ. Σαικσπείρου Δράματα, εμμέτρως μεταφρασθέντα εκ του αγγλικού υπό Δημητρίου Βικέλα, Αμλέτος, εκδότης Γεώργιος Κασδόνης, εν Αθήναις 31897.
[104] Βαγενάς, ό. π., σ. 45.
[105] Άπαντα, τόμ. Α΄, ό. π., σ. 24.
[106] Οικονόμος, ό. π., σ. 545.
[107] Βαγενάς, ό. π., σ. 89.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου