Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Oliver Clement, ο θεολόγος της ορθόδοξης οικουμενικότητας

Χριστοφόρου Αρβανίτη,
            Δρ.Θεολογίας-Κοινωνιολογίας της Θρησκείας,
Εκλεγμένος Επίκουρος Καθηγητής στην ΑΕΑΗ Κρήτης

Olivier Clement:
Ο θεολόγος της Ορθόδοξης Οικουμενικότητας.

       Ο Ορθόδοξος Γάλλος θεολόγος και ιστορικός Olivier Clément πέθανε στο Παρίσι το βράδυ της 15ης  Ιανουαρίου του 2009, σε ηλικία 87 ετών. Γεννημένος το 1921 στην Aniane της Cévennes, υπήρξε ο πιo σημαντικός μάρτυρας της Ορθοδοξίας στο Σύγχρονο Κόσμο, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα. Από τους σύγχρονους ορθόδοξους θεολόγους υπήρξε αποδεδειγμένα ο πιο ανοικτός στα ερωτήματα της νεωτερικότητας, επιδιώκοντας πάντα να δίνει απαντήσεις με τρόπο δυναμικό και παράλληλα ποιητικό, θεμελιωμένες στήν Παράδοση της Εκκλησίας, αλλά ταυτόχρονα δημιουργικές και ανανεωτικές. Υπήρξε από εκείνους που συζήτησαν ανοικτά με σημαντικές προσωπικότητες του πνευματικού κόσμου της εποχής του, όπως τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, τον Πάπα Jean-Paul II, τον Ρουμάνο Θεολόγο και κληρικό π. Δημήτριο Staniloaë, τόν π. Σοφρώνιο του Madlon, το μοναχό Roger στο κοινόβιο του Taizé, τον Andrea Riccardi ιδρυτή της κοινότητας του Sant Egidio, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
       Ο Olivier άφησε ένα τεράστιο συγγραφικό έργο, το οποίο περιλαμβάνει: Θεολογία, Ιστορία της Εκκλησίας, Ορθόδοξη πνευματικότητα και μεγάλη αρθρογραφία, κυρίως, στο περιοδικό Contacts, του οποίου διετέλεσε διευθυντής έκδοσης από το 1959. Απόδειξη της οικουμενικής αποδοχής της προσωπικότητας του Clément, αποτελεί το γεγονός της ανάγνωσης από τον ίδιο τον Πάπα Jean-Paul II, της σύνθεσης των προσευχών για το «μονοπάτι του Σταυρού», την Οδό του Μαρτυρίου, από το αφιερωμένο το 1994 στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο βιβλίο του Via crucis, κατά τη Μεγάλη Παρασκευή των Ρωμαιοκαθολικών.[1]
       Προερχόμενος από μια αποχριστιανισμένη περιοχή της Γαλλίας, μετά από προσωπικές αναζητήσεις στο χώρο του αθεϊσμού και των ασιατικών θρησκειών, στα τέλη της δεκαετίας του 40, θα ανακαλύψει, μέσα από τα κείμενα του Nicolas Berdiayev και του Vladimir Lossky, την πατερική θεολογική σκέψη της Ορθόδοξης Ανατολής. Βαπτίζεται χριστιανός Ορθόδοξος σε ηλικία 31 ετών. Διδάσκει Ιστορία στο Λύκειο Luis-Le-Grand του Παρισιού και παράλληλα, για πάνω από 35 χρόνια, Συγκρητική Θεολογία και Ηθική Θεολογία στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου.[2] Επίτιμος διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο της Louvain-La- Neûve, της Θεολογικής Σχολής του Βουκουρεστίου και του Πανεπιστημίου της Sacré-Coeur του Connecticut, διδάσκει, επίσης, στο Ινστιτούτο Οικουμενικών Μελετών στο Καθεδρικό Κέντρο του Παρισιού και του Κέντρου Sèvres. [3]
       O Clément «στρατεύεται» στη ζωή και στη μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Γαλλία. Σύμβουλος της Επιτροπής των Ορθοδόξων Επισκόπων της Γαλλίας από το 1967 ως το 1997, απετέλεσε μέλος της μικτής επιτροπής του Θεολογικού διαλόγου ανάμεσα σε Ρωμαιοκαθολικούς και Ορθοδόξους και των διμερών συναντήσεων Ορθοδόξων καί Προτεσταντών. Συμμετέχει ενεργά στην Ορθόδοξη Αδελφότητα της Δυτικής Ευρώπης και στα περισσότερα συνέδρια των Ορθοδόξων, από το 1960 μέχρι σήμερα, κατέχοντας κεντρικό ρόλο στις συναντήσεις των νέων ή μη χριστιανών,  μέσα από συζητήσεις, συναντήσεις και συνεντεύξεις, αποδεικνύοντας ότι κάποιος μπορεί ταυτόχρονα να είναι και χριστιανός Ορθόδοξος και Γάλλος στην κατατωγή και στον πολιτισμό. Ο Clément έθεσε τη Γαλλική γλώσσα στη διακονία της Θεολογίας, μέσα από ένα καθ’όλα αξιόλογο έργο είτε από πλευράς μεθόδου είτε από πλευράς συνθετικής σκέψης. Αυτό το γεγονός, τον τοποθετεί, επί μακρό χρονικό διάστημα, πρόεδρο της αδελφότητας των Γάλλων χριστιανών συγγραφέων. Μετά το θάνατο του Lossky συνδέεται με το Χρίστο Γιανναρά, την Elisabeth Behr-Sigel, το Nicolas Lossky, τον πατέρα Boris Bobrinskoy, τον Paul Evdokimof. Με τον τελευταίο και τον J. Tchékan εκδίδουν από το 1975 το Service Orthodoxe de Presse.
Βρίσκεται συνεχώς πολύ κοντά στις Ρωμαιοκαθολικές κοινότητες της Γαλλίας και εξ αιτίας της συμμετοχής του σε ευχαριστιακή κοινωνία με αυτούς, δέχεται σφοδρή επίθεση από φανατικές ομάδες Ορθοδόξων. Αναγκάζεται να καταθέσει τη παραίτησή του προς το Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, η οποία, όμως δεν γίνεται ποτέ αποδεκτή. Επιστρέφει, ασκώντας έντονη κριτική προς τη θεσμική εκκλησία σε ζητήματα, τα οποία θεωρεί ότι απολυτοποιούν την Ορθόδοξη σκέψη, όπως αυτά της λατρείας, του εθνικισμού και του σκεπτικισμού.[4]
Με το βιβλίο του Memoires despérance,[5] συγκεκριμενοποιεί την Ορθόδοξη πρόσληψη  του προπατορικού αμαρτήματος. Ο Clément, όπως και πολλοί άλλοι Γάλλοι διανοούμενοι, δεν θεωρεί ότι η διδασκαλία του Θωμά Ακινάτη και των Νεοθωμιστών της δεκαετίας του 50 και του 60, περί φυσικού νόμου, δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο μιας ουσιαστικής μετοχής του ανθρώπου στο θείο εν Αγίω Πνεύματι.  Η προσέγγισή του λειτουργεί απελευθερωτικά για ένα σημαντικό αριθμό ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στη σχολαστική θεολογία. «Οι Πατέρες, αναφέρει, δεν μιλούν για το προπατορικό αμάρτημα αυτό καθ’ εαυτό, αλλά για την πτώση. Μια πτώση, η οποία εισάγει το θάνατο στη ζωή του όλου κόσμου και στην ανθρώπινη φύση και κατάσταση. Έτσι ο όλος άνθρωπος γεννιέται μέσα στον κόσμο κυκλωμένος από τον θάνατο. Δεν κληρονομεί την αμαρτία, όπως αντιθέτως εξηγεί ο Αυγουστίνος, ο οποίος, με την αντίληψη που είχε για την αμαρτία, υποστήριζε ότι τα παιδιά που πεθαίνουν αβάπτιστα μένουν στο κενό, σ’ένα χώρο όπου υπάρχει απουσία του θείου φωτός. Αυτή η θεώρηση της αμαρτίας, η οποία κυριαρχεί μέσα σ’ένα ολόκληρο θεολογικό σύστημα αποτελεί μία από τις αιτίες του νεωτερικού αθεϊσμού».[6]
Τον Ἰούλιο του 1998, μετά από ένα ταξίδι στη Ρωσία, καταγγέλει, μέσω ενός άρθρου του στην εφημερίδα Le Monde την ιεροεξεταστική πρακτική της Εκκλησίας της Ρωσίας, θεωρώντας, ως απολύτως υπεύθυνο τον τότε Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο τον Β, τον οποίο άλλωστε θεωρούσε και ως υπεύθυνο για ένα μελλοντικό σχίσμα μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εξ αιτίας του ζητήματος της Ουκρανίας. Κατά τον Clément, αυτό θα οδηγούσε σε απομόνωση την Εκκλησίας της Ρωσίας όχι μόνο μέσα στον Ορθόδοξο χώρο, αλλά και σε σχέση με τη Ρώμη και τη Δύση. Είτε, όμως,  συντόμως είτε βραδέως η Ουκρανία θα αποκτήσει δική της Αυτοκέφαλη Εκκλησία. Το δικαίωμα της Αυτοκεφαλίας δίνεται, όμως, ουσιαστικά και θεσμικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και αυτό θα οδηγήσει σε όλο και μια πιο στενή σχέση ανάμεσα στο Κίεβο και την Κωνσταντινούπολη.[7]
Ο Clément είχε τη δυνατότητα να σε κάνει να αγαπήσεις τη Θεολογία, καθώς μπορούσε να σου δώσει να κατακτήσεις το μυστήριο της αγάπης. Τό «Όσο περισσότερο είναι κάποιος άγνωστος τόσο περισσότερο να τον αγαπάτε» του Gabriel Marcel είναι μια φράση που την επαναλαμβάνει συνεχώς. Απλότητα, ταπεινότητα, άνοιγμα πνεύματος. Απ’όλους τους χριστιανούς διανοούμενους της εποχής του, ο Clément είναι ίσως ο μοναδικός, ο οποίος κατανοεί το χριστιανισμό ως εμπειρία υπαρξιακής κοινότητας και αυτό γιατί πέρασε μέσα από τις ποικίλες αγωνίες και αντιφάσεις της σταυρικής αμφιβολίας του 20ου αιώνα. Το μεγάλο πλεονέκτημα του Olivier, παραφράζοντας τον Chesterton, είναι ότι σε σχέση με τους άλλους θεολόγους, αυτός κάποτε υπήρξε άθεος.
Το σοσιαλιστικό πέρασμα του Clément κινείται στο χώρο του ανθρωπισμού, το οποίο, όπως βεβαίως και ολόκληρος ο γαλλικός ουτοπικός σοσιαλισμός των Saint Simon και Fourrié, δεν έχει καμία σχέση με τη μαρξιστική πάλη των τάξεων, αλλά με μια κοινωνική ηθική ανάγκη και απαίτηση. Κατά τον Clément ο γαλλικός σοσιαλισμός είναι ένας σοσιαλισμός ριζωμένος στο εσωτερικό του γαλλικού πολιτισμού, γι’αυτό και η αντιστασιακή του στράτευση θεωρεί ότι αποτελεί αντίσταση στην πολιτισμική βαρβαρότητα της απαξίωσης του ανθρώπου από το ναζισμό.
Η μελέτη των κειμένων του Berdiayev, του αποκαλύπτουν ένα χριστιανισμό, ο οποίος πέρα από κάθε ηθικισμό είναι, κυρίως, απελευθερωτικός των σκληρώσεων και των αγκυλώσεων του τότε δυτικού χριστιανισμού. Ο ίδιος δε μετατρέπεται σε ένα διανοούμενο κλεισμένο στον εαυτό του. Πιστεύει ότι η χριστιανική αποκάλυψη είναι πρωτίστως αποκάλυψη της ουσίας του ανθρώπου, της πληρότητας του προσώπου, της τελειώσεως του ανθρώπου εν Θεώ. Το έργο του αποτελεί μια  πρόκληση επιστροφής στη γνησιότητα του ευαγγελικού μυνήματος. Ενα δημιουργικό σκίρτημα της ψυχής. Μια ομορφιά προς ανακάλυψη των Πατέρων της Ανατολής.
Ο Clément θέλει: «να μιλά συνεχώς για Εκείνον. Το πώς με αναζήτησε, με βρήκε».[8] Αυτή η φιλοκαλική αναζήτηση του κάλους υπενθυμίζει τη φράση στον πρίγκιπα Michtine στον Ηλίθιο του Dostoïevski: «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», η ομορφιά του Προσώπου των προσώπων, η ομορφιά εν τῷ ὅλῳ και σε όλα. Ψάχνει την ομορφιά του φωτός σε κάθε ανθρώπινη καρδιά σε κάθε ανθρώπινο πρόσωπο.[9] Η ευτυχία μερικές φορές βρίσκεται μέσα στα πιο απλά πράγματα. Η θεία ομορφιά βρίσκεται μέσα σε κάθε πρόσωπο με την προϋπόθεση ότι η θεωρία του προσώπου είναι ουσιαστικώς ενεργή.[10] Η Κοινωνία με την ομορφιά υποχρεώνει σε μια δυνατότητα εκπληκτικής ποιητικής επικοινωνίας μέσω του λόγου και μέσω της πράξης με τον Χριστό. Μάλλον μας υπενθυμίζει το δικό μας Νίκο Καζαντζάκη στο Χριστός Ξανασταυρώνεται όταν γράφει: 
«...Τρίτη της Λαμπρής, τώρα τέλεψε η λειτουργιά. Γλυκιά, τρυφερή μέρα, ήλιος, ψυχαλίζει, μύρισαν οι λεμονανθοί, μπουμπουκιάζουν τα δένδρα, ανασταίνουνται τα χόρτα, ανεβαίνει ο Χριστός από κάθε σβωλαράκι χώμα. Σουλατσάρουν οι χριστιανοί στήν πλατεία, σμίγουν οι φίλοι, ασπάζεται ο ένας τον άλλο, λέν Χριστός Ανέστη κι ύστερα καθίζουν στόν καφενέ του Κωνσταντή ή κάτω από το μεγάλο πλάτανο στη μέση της πλατείας, παραγγέλνουν ναργιλέδες και καφέδες κι αρχίζει, σαν την ψιλή βροχή, το γλυκό κουβεντολόϊ.
--Τέτοια θα’ναι κι η Παράδεισο, λέει ο Χαράλαμπος ο καντηλανάφτης΄ ήλιος απαλός, σιγανή βροχούλα, λεμονιές ανθισμένες, ναργιλέδες και ψιλή κουβέντα στους αιώνες των αιώνων».[11]
Οι προσεγγίσεις του Clément ξεπερνούν τα τοπικά όρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Γαλλία. Με μια συνεχή μαρτυρία αγάπης Χριστού, ως θεολόγος της θείας ωραιότητος, κατορθώνει να πετύχει τη σύνθεση του ορθόδοξου κόσμου της ανατολής με το σύγχρονο δυτικό κόσμο. Αγωνίζεται συνεχώς για μια Ορθοδοξία απελευθερωτική, αυθεντική, δημιουργική, χωρίς τα βαρίδια του παρελθόντος, ανανεωτική και ταυτόχρονα παραδοσιακή με λόγο ειρηνικό: «Δεν αντιλαμβάνομαι γράφει, την Ορθοδοξία ως μια ακόμη «ομολογία» ανάμεσα στις άλλες χριστιανικές ομολογίες. Μ’αρέσει και θαυμάζω σε αυτήν την πίστη στη γνησιότητα του πρωτοχριστιανισμού στη θεανθρώπινη χριστολογία και χριστοπραξία εν Ἁγίῳ Πνεύματι. Μια γνησιότητα αδιάλλακτη και ασυμβίβαστη, η οποία, όμως υπό το πνεύμα της Παράδοσης παραμένει νοήμων και πνευματώδης. Η εκκλησία  οφείλει να είναι «Εκκλησία Θεοῦ ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας».[12] Μια Αλήθεια, η οποία μεταμορφώνει και ζωοποιεί τη νόηση, την ανθρώπινη διάνοια, την οποία απ’ότι φαίνεται πολλοί χριστιανοί σήμερα φοβούνται ή προτιμούν να την αγνοούν».[13] Αναρωτιέται: «Πράγματι αληθεύει ότι ο Χριστός αναστήθηκε; ή είμαστε ψεύτες όταν ικανοποιούμαστε ψέλνοντας το Χριστός Ανέστη; Αν ο Χριστός είναι αναστημένος έστω και λίγο μέσα στις καρδιές μας, όσο λίγο και αν είναι αυτό, να είμαστε σίγουροι ότι όποιες και αν είναι οι δυσκολίες η αγάπη και η διάνοια θα νικήσουν,[14] γιατί μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία «υπάρχει αυτό το ελάχιστο, έστω και λίγο, της αγάπης».[15]
Η πίστη στον Θεό είναι για τον Clément μόνο η αρχή. «Δεν πρέπει να παίζεις με αυτήν. Την έχεις δεν την έχεις πρέπει να μπεις μέσα σε αυτήν την κρύπτη (εκκλησιαστική και προσωπική), όπου αναβλύζει το νερό της ζωής και βγαίνοντας να μοιραστείς τα πάντα. Η πίστη δεν διαχωρίζει εμένα από τους άλλους, δυναμώνει μέσα από την αγάπη ενότητας που προσφέρει ο ίδιος ο Χριστός στους αμαρτωλούς και τις πόρνες».[16] Πρέπει να αρχίσουμε από τη θέληση να ακούσουμε τους άλλους, για να μπορέσουμε να τους γνωρίσουμε και όχι μέσα από εξ αρχής και a priori αποκλεισμούς. Η συνάντηση με τους άλλους, τις άλλες θρησκείες ξεκινά από το ένα και μοναδικό γεγονός της αποδοχής ότι οι άνθρωποι μέσα από τη θρησκεία αναζητούν τη θεία σοφία, το κοσμικό περιεχόμενο της πνευματικότητας. Πρόκειται για μια ποιητική κοινωνία των προσώπων με το ζώντα Θεό, για τον οποίο, όμως, η προσέγγιση είναι ολοκληρωτικά αποφατική: βρίσκεται πάνω από όλα αυτά με τα οποία μπορούμε να μιλήσουμε γι’ Αυτόν. Αυτό  για το διαθρησκευτικό διάλογο σημαίνει απόρριψη του κάθε είδους φανατισμού και κάθε είδους φονταμενταλισμού.[17]
Θα μπορούσε κάποιος να μιλά και να γράφει με τις ώρες για τον Olivier Clément, ιδιαίτερα δε, αν είχε την ευτυχία να τον γνωρίσει από κοντά, όπως ο γράφων, στις αρχές της δεκαετίας του 90. Η θεολογική του σκέψη σηματοδοτεί καινούργιες διαστάσεις προσέγγισης του Θεού, για το σύγχρονο άνθρωπο. Η κοσμική διάσταση της Ορθόδοξης φιλοκαλικής πνευματικότητας συναπαντάται με το Διαφωτισμό και τη νεωτερικότητα, προκαλώντας ένα μοναδικό ενθουσιασμό στις ψυχές των ανθρώπων που βιώνουν τα αδιέξοδα του σύγχρονου πολιτισμού. Και αυτό γιατί στον Clément δεν υπάρχουν αδιέξοδα όταν οι άνθρωποι επικοινωνούν και διαλέγονται ειλικρινά.

Χριστοφόρου Αρβανίτη,
Δρ.Θεολογίας-Κοινωνιολογίας της Θρησκείας,
Εκλεγμένος Επίκουρος Καθηγητής στην ΑΕΑΗ Κρήτης


      


[1] Olivier Clément, «Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς», Συνομιλώντας με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο Α΄, Ακρίτας, Αθήνα, 1997, pp.313-338.
[2] Έχουν προηγηθεί μαθητείες κοντά στόν March Bloch και τον Henri-Irénée Marrou και θητεία στο γαλλικό αντιστασιακό αγώνα στό πλευρό του Alphonse Dupront, ενός από τους θεμελιωτές της Ανθρωπολογίας της Θρησκείας. Αργότερα σε συνεργασία με τον Pierre Emmanuel αγωνίζεται ενεργά μέσα από μιά επιτροπή για τα δικαιώματα και την τραγική κατάσταση των χριστιανών στη Σοβιετική Ενωση.
[3] Παραδίδει μαζί με τον Marie Joseph Le Guillon μαθήματα με θέμα τη χαρισματική εμπειρία.
[4] Γράφει: «Το παραδοσιακό αυτοκέφαλο των εκκλησιών μετατρέπεται σε αυτοκεφαλαρχία η οποία υποστηρίζει ότι το θεμέλιο της εκκλησιολογίας δεν είναι η ευχαριστιακή αρχή, αλλά η φυλετική και εθνική αρχή.  «Τοπική» εκκλησία σημαίνει στο εξής «εθνική» εκκλησία και το «πρωτείο τιμής» γίνεται «ισότητα τιμής». Στό Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς, ibid., p.47
[5] DDB, 2003
[6] Paris, DDB, 2003, p.41
[7] ibid., pp.187-188.
[8] Lautre Soleil, Stock, 1986
[9] «Όλον τον άλλον κόσμο γύρω μου τον έβλεπα ότι είναι βουτηγμένος εις την ομορφιά και την ευφροσύνη. Το κάθε τι μου προξενούσε αυθόρμητες ευχαριστίες προς τον Θεόν». Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού, μτφρ. Παντελ. Καρανικόλα, εκδ.13η, p.123, στο Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς, ibid., p.124
[10] Γράφει: «Και κάθε τι που μπορεί να δώσει μυστική γεύση στην ύπαρξή μας είναι τόσο απλό, κάθε τι που μπορεί, με τη χάρη του Σταυρού και της Ανάστασης, να μας εισαγάγει στη χώρα των προσώπων όπου τα πάντα είναι ιερό μυστήριο», ibidem.
[11] Εκδόσεις Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα, 1981, σ.8.
[12] Α.Τιμ.3,15
[13] L’autre Soleil, Stock, 1986. Επίσης, «Η θεωρία της δόξας του Θεού που είναι κρυμμένη μέσα στα όντα και στα πράγματα», για την οποία μιλούν οι ασκητές μας οφείλει να βγει από τα κελιά και τα ερημητήρια, για να εμπνεύσει τους αγώνες της επιστήμης και του πολιτισμού, και να δώσει τη δυνατότητα στην έρευνα ακι στην τεχνολογία όχι να διασπάσουν τά πράγματα και να εκφυλίσουν τη φύση, αλλά ¨ολα να τα επανεντάξουν μέσα στη Σοφία»., Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς, ibid., p.303
[14] Ière Journée de l’ Orthodoxie en France, le 24 mai 2001
[15] cf, le 5 documentaire, Orthodoxes de France, un passé riche d’avenir, sur Orthodoxie.com
[16] L’autre Soleil, Stock, 1986.
[17]  Ο φανατικός γράφει ριζώνει στο άγχος και την αλαζονεία. Διακατέχεται από την ψύχωση της συνωμοσίας και οποιοσδήποτε δεν συμφωνεί μαζί του είναι όργανο των δαιμονικών δυνάμεων. Είναι ένα αβέβαιο ον, αποδιοργανωμένο, ανίκανο να περάσει μέσα στην ετερότητα του άλλου, έτοιμο να σας κολλήσει την ετικέτα του αιρετικού, του αποκλίνοντα, του νεωτεριστή ή του αντιδραστικού., Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς, ibidem., p.248.  Για τον Clément το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα φανατισμού και φονταμενταλισμού μέσα στον Ορθόδοξο χώρο, υπάρχει σήμερα στην Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία έχει μεταμορφωθεί σε εθνικιστική και αντισημιτική δύναμη, επιδιώκοντας μερίδιο εξουσίας μέσα στό Κράτος. Αποτελεί δε δηλωτικό αυτής της κατάστασης το γεγονός ότι προσφάτως σε κάποια μητρόπολη της περιοχής των Ουραλίων κάηκαν, δημοσίως, παρουσία του τοπικού επισκόπου, τα βιβλία των μεγάλων Ρώσων Θεολόγων Εμιγκρέδων του 20ου αι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου