Β Π. Βερτουδάκη[1], Werner Jaeger: Ο ανθρωπιστής κλασικός φιλόλογος και εκδότης του Γρηγορίου Νύσσης
Ο Werner Jaeger (1888-1961) είναι ένας από τους σημαντικότερους επιστήμονες του 20ού αιώνα: κλασικός φιλόλογος –κυρίως ελληνιστής–, ιστορικός της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και παιδείας, αρχηγέτης της κίνησης του λεγομένου «τρίτου ανθρωπισμού». Υπήρξε ένας από τους ελάχιστους κλασικούς φιλολόγους που επέκτειναν το ερευνητικό τους πεδίο και στη γραμματεία του πρώιμου Χριστιανισμού. Από θρησκευτικής απόψεως ήταν προτεστάντης. Γεννήθηκε στο Lobberich της Κάτω Ρηνανίας ως το μοναδικό τέκνο του Karl August Jaeger, διευθυντή σε εργοστάσιο υφαντουργίας, και της Helene, το γένος Birschel. Αφού ολοκλήρωσε τα εγκύκλια μαθήματα στο ανθρωπιστικό γυμνάσιο Thomaeum στο Kempen, σπούδασε κλασική φιλολογία και φιλοσοφία αρχικά στο Πανεπιστήμιο του Μαρβούργου (1907) και κατόπιν στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου (1907-11). Δάσκαλοί του υπήρξαν μεταξύ άλλων ο πολύς Ulrich von Wilamowitz-Moellendorff, ο Eduard Norden και ο Hermann Diels, ο εκδότης των προσωκρατικών φιλοσόφων. Υπό την εποπτεία του τελευταίου συνέγραψε τη διδακτορική του διατριβή πάνω στη μεταφυσική του Αριστοτέλη (1911). Στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου επίσης υπέβαλε την υφηγεσία του (Habilitation, 1913), μια πραγματεία για τον Νεμέσιο Εμέσης.
Κρίσιμο έτος για την ταχύτατη και άκρως εντυπωσιακή εξέλιξη του Γαίγκερ υπήρξε το 1914. Τη χρονιά αυτή νυμφεύεται την Theodora Dammholz, κόρη εύπορης οικογένειας, απαλλάσσεται από τη συμμετοχή του στον μόλις εκραγέντα Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως ανίκανος στρατιωτικής υπηρεσίας, και κατά σύσταση των δασκάλων του στο Βερολίνο καλείται, σε ηλικία 26 ετών, ως έκτακτος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας (Ελβετία), στην έδρα που κατείχε κάποτε ο Φρειδερίκος Νίτσε. Τον επόμενο χρόνο έγινε τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κιέλου και το 1921 επιστρέφει στο Βερολίνο ως διάδοχος του μεγάλου του μέντορα U. v. Wilamowitz-Moellendorff. Ο Γαίγκερ καθιερώνεται ως ένας αστέρας της νέας γενιάς των φιλολόγων, αφού σε ηλικία μόλις 33 ετών καταλαμβάνει την πλέον φημισμένη τότε έδρα αρχαίων ελληνικών. Το 1924 εκλέγεται και μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας Επιστημών. Η περίοδος του Βερολίνου υπήρξε αρκετά παραγωγική για τον Γαίγκερ. Εκδίδει κείμενα (δύο τόμους των αντιρρητικών λόγων του Γρηγορίου Νύσσης Κατ΄ Ευνομίου), δημοσιεύει μονογραφίες (για τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα), ιδρύει τη σειρά μελετών Neue philologische Untersuchungen (Νέες φιλολογικές έρευνες) και θέτει τα θεμέλια για το opus magnum, το τρίτομο έργο του με τον (ελληνικό) τίτλο Paideia. Die Formung des griechischen Menschen (Παιδεία. Η διαμόρφωση του έλληνα ανθρώπου, 1934-1947). Υπήρξε επίσης ο ιδρυτής δύο σημαντικών επιστημονικών περιοδικών στην περιοχή της αρχαιογνωσίας: Die Antike (1925-1944) και Gnomon (1925-), ένα από τα πιο έγκριτα περιοδικά βιβλιοκρισιών ως σήμερα.
Μετά την άνοδο των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία (1933) ο Γαίγκερ κράτησε θέση πολιτικής αποστασιοποίησης. Το 1936, ωστόσο, αναγκάστηκε να φύγει από τη Γερμανία λόγω και της εβραϊκής καταγωγής της δεύτερης συζύγου του (μετά το διαζύγιο με την Theodora είχε νυμφευτεί το 1931 τη φοιτήτρια Ruth Heinitz). Ο Γαίγκερ περιλαμβάνεται στην εκλεκτή εκείνη χορεία μελών της γερμανικής φιλολογικής ελίτ που εγκατέλειψε τη χώρα κατά τη ναζιστική περίοδο και βρήκε καταφύγιο σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, κυρίως της Αγγλίας και των ΗΠΑ (μνημονευτέοι μεταξύ άλλων οι Ε. Fraenkel, R. Pfeiffer. P. Maas, F. Jacoby, P. Friedländer, K. von Fritz). Αρχικά δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, και από το 1939 στο Πανεπιστήμιο του Harvard. Εκεί συνέχισε την επιστημονική και διδακτική του δραστηριότητα ως τον θάνατό του το 1961.
Σταθερό παρέμεινε το ενδιαφέρον του Γαίγκερ καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, και μάλιστα για τη διασταύρωσή της με τον πρώιμο χριστιανικό στοχασμό, ιδίως με την σκέψη του Γρηγορίου Νύσσης. Φοιτητής ακόμη, το 1908, προσκλήθηκε από τον Wilamowitz να συνεργαστεί στην κριτική έκδοση των έργων του Γρηγορίου, την οποία είχε αναλάβει η Πρωσική Ακαδημία. Νεαρός διδάκτωρ το 1911 πέρασε δύο σχεδόν χρόνια στην Ιταλία μελετώντας χειρόγραφα του εκκλησιαστικού συγγραφέα. Αργότερα στην Αμερική τού δόθηκαν η ευκαιρία και τα μέσα να οργανώσει ένα μεγάλο εκδοτικό πρόγραμμα για την ολοκλήρωση του έργου. Στην περίπτωση του Γρηγορίου Νύσσης ο Γαίγκερ είδε ένα κορυφαίο παράδειγμα της μεγάλης επίδρασης που άσκησε το ελληνικό πνεύμα στους διανοούμενους του Χριστιανισμού των πρώτων αιώνων.
Ο Γαίγκερ δεν έβλεπε τη μελέτη των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων αποκομμένη από το παρόν. Ήθελε τα ιδανικά του ελληνικού πολιτισμού, όπως αυτά αναδεικνύονται από τους ποιητές, τους φιλοσόφους, τους ιστορικούς να ενοφθαλμίσουν τη σύγχρονη εκπαιδευτική διαδικασία σε μια προσπάθεια αναμόρφωσης ενός «τρίτου ανθρωπισμού» (μετά από αυτόν της Αναγέννησης και τον νέο ουμανισμό της εποχής των Herder και Goethe). Αυτό είναι το πνεύμα που διέπει το μεγάλο του έργο Παιδεία. Η θεώρηση αυτή του Γαίγκερ δεν έμεινε, ωστόσο, στο απυρόβλητο. Νεότερες εκτιμήσεις τού ασκούν έντονη κριτική, καταλογίζοντάς του μια παραμορφωτικά πλατωνίζουσα οπτική της ελληνικής παιδείας και μια ανεδαφική εξιδανίκευση.
Κυριότερα έργα του: Nemesius von Emesa. Quellenforschungen zum Neuplatonismus und seinen Anfängen bei Poseidonios, 1914 (Νεμέσιος Εμέσης. Έρευνες επί των πηγών του νεοπλατωνισμού και των απαρχών του στον Ποσειδώνιο). Aristoteles. Grundlegung einer Geschichte seiner Entwicklung, 1923 (Αριστοτέλης. Θεμέλια για μιαν ιστορία της εξέλιξής του). Paideia. Die Formung des griechischen Menschen 3 τ., 1934-47 (ελλ. μετ.: Παιδεία. Η μόρφωσις του έλληνος ανθρώπου, 1968-1974). Demosthenes. Der Staatsmann und sein Werden, 1939 (ελλ. μετ.: Δημοσθένης. Διαμόρφωση και εξέλιξη της πολιτικής του, 1979). Humanism and Theology, 1943 (ελλ. μετ.: Ανθρωπισμός και θεολογία, 1962). Aristotelis Metaphysica, Oxford 1957, κριτική έκδοση. Early Christianity and Greek Paideia, 1961 (ελλ. μετ.: Πρωτοχριστιανικοί χρόνοι και ελληνική παιδεία, 1966). Gregorii Nysseni Opera, τ. 10, 1921-1969, κριτική έκδοση, η οποία συνεχίστηκε από μαθητές και συνεργάτες του. (Οι μεταφράσεις έργων του Γαίγκερ στα Ελληνικά εν πολλοίς δεν ευτύχησαν. Ο βασικός μεταφραστής του Γ.Π. Βέρροιος ήταν οπαδός μιας δύσκαμπτης καθαρεύουσας και είδε το έργο του υπό μία στενή και εξαιρετικά συντηρητική οπτική. Εξαίρεση αποτελεί η μετάφραση του Δημοσθένη που έγινε υποδειγματικά από τη Δ. Καρπούζα-Καρασάββα στις εκδόσεις του Μ.Ι.Ε.Τ.).
Βιβλιογραφία: J.H. Finlay, “Werner Jaeger”, Gymnasium 69 (1962) 377-80. H. Rüdiger, “Der Dritte Humanismus”, στο: H. Oppermann (εκδ.), Humanismus, Darmstadt 1970, 206-223. Ε. Ν. Ρούσσος, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2 (1984) 286-87. K.-G. Wesseling, Biographisch-Bibliographisches Kirchenlexicon 18 (2001) 717-49.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου