Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Ιωάννη Ν. Λίλη: «Ο αριστοτελικός όρος «ενέργεια» στον Ιωάννη Δαμασκηνό».

Ιωάννη Ν. Λίλη:  «Ο αριστοτελικός όρος «ενέργεια» στην περί κολάσεως διδασκαλία του Ιωάννου Δαμασκηνού».[1]
Ο ελληνικός όρος ἐνέργεια δημιουργήθηκε από τον Αριστοτέλη, μαθητή του Πλάτωνα, στην προσπάθεια του να περιγράψει τον κοσμοείδωλο του. Ο Αριστοτέλης συλλαμβάνει την πραγματικότητα ως μία ιεραρχία όπου στην κορυφή βρίσκεται η πρώτη ακίνητη ουσία και στη βάση βρίσκονται οι πρώτες ουσίες. Οι πρώτες ουσίες της βάσης είναι ο συγκεκριμένος άνθρωπος, το συγκεκριμένο ζώο, το συγκεκριμένο φυτό. Μεταξύ αυτών των πρώτων ουσιών που βρίσκονται στη βάση και της κορυφής που είναι η πρώτη ακίνητη ουσία – το πρῶτον ἀκίνητον κινοῦν κατά την ακριβή αριστοτελική έκφραση – υπάρχουν οι δεύτερες ουσίες που είναι η ανθρώπινη ουσία, γενικά η ανθρώπινη ουσία, η ουσία των ζώων, η ουσία των φυτών. Αυτές οι δεύτερες ουσίες ονομάζονται από τον Αριστοτέλη εἴδη. Τα όντα κινούνται από τη βάση προς την κορυφή και αυτή η ασταμάτητη κίνηση γίνεται από το δυνάμει ον στο ἐνεργείᾳ (ἐν ἔργῳ) και μας δίνει τις πρώτες ουσίες, τον συγκεκριμένο άνθρωπο, το συγκεκριμένο ζώο, το συγκεκριμένο φυτό. Η κορύφωση του ἐνεργείᾳ είναι η ἐντελέχειᾳ (ἐν ἐργῳ ἔχειν), και αυτή η κορύφωση του ἐνεργείᾳ φέρνει τη συνάντηση με την πρώτη ακίνητη ουσία, όπου δεν υπάρχει κίνηση.   
 Στην κορυφή της ιεραρχίας η ἐνέργεια γίνεται οὐσία καθώς συναντιέται μαζί της.[2] Ο Αριστοτέλης στο έργο του Μετά τὰ Φυσικὰ, διατυπώνει την άποψη πως η πρώτη ακίνητη ουσία βρίσκεται σε τέλεια κατάσταση, γιατί εκεί η ουσία είναι ενέργεια, και έτσι ό,τι υπάρχει είναι τέλειο.[3] Σε αυτήν την κατάσταση της θείας τελειότητας δεν μπορεί να υπάρξει καμία ἐνέργεια, ως κίνηση να αποκτηθεί κάτι, και γι’ αυτό στην κορυφή της ιεραρχίας και η ἐνέργεια έγινε ουσία (έπαψε να υπάρχει το έργο – ἐν ἔργῳ) αλλά είναι και ακίνητη˙ δεν υπάρχει κίνηση για να αποκτηθεί κάτι. Μόνο το πρῶτον ἀκίνητον κινοῦν η πρώτη ακίνητη ουσία είναι ακίνητη. Όλα τα άλλα χαρακτηρίζονται από κίνηση. Θα μπορούσαμε να πούμε πως και στη βάση δεν υπάρχει κίνηση, όμως για διαφορετικό λόγο. Στη βάση δεν υπάρχει κίνηση γιατί έχουμε την αποτετελεσμένη μορφή της πρώτης ουσίας π.χ. ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Στην κορυφή δεν υπάρχει κίνηση εξαιτίας της τελειότητας του πρώτου ακίνητου κινούντος.  
Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι η παρουσίαση του αριστοτελικού κοσμοειδώλου γίνεται με βάση τις επιστήμες της εποχής εκείνης και τη σύλληψη τους από τον Αριστοτέλη. Για τον Αριστοτέλη όλες οι επιστήμες βρίσκονται σε μία διάταξη, η οποία ξεκινάει από την αίσθηση και καταλήγει στις τρεις ανώτερες επιστήμες : τη φυσική, τα μαθηματικά και τη θεολογία˙ η θεολογία είναι αυτή που ασχολείται με το πρῶτον ἀκίνητον κινοῦν.[4] Στην αριστοτελική διδασκαλία επιστήμες, φιλοσοφία και ο κόσμος που μας περιβάλει βρίσκονται σε οργανική σχέση και αλληλεξάρτηση και με αφορμή την περιγραφή αυτής της σύλληψης ο γλωσσοπλάστης Αριστοτέλης πλάθει τον όρο ἐνέργεια. Στο μεταφρασμένο αριστοτελικό κοσμοείδωλο μέσα στη καθημερινή πραγματικότητα, η λέξη ἐνέργεια σημαίνει όλο εκείνο το έργο που προηγήθηκε για να πάρουμε ένα αποτέλεσμα. Ένα ακατέργαστο μάρμαρο είναι δυνάμει. Το τελειωμένο άγαλμα είναι ἐνεργεία, δηλαδή όλο εκείνο το έργο που προηγήθηκε από τον γλύπτη για να πάρουμε το τελειωμένο άγαλμα και γι’ αυτό το λόγο άλλωστε λέγεται ἐνέργεια (=ἐν –ἐργω), καθώς δηλώνει όλο το προηγηθέν έργο.[5]
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός θα χρησιμοποιήσει τον συγκεκριμένο όρο για να περιγράψει τι είναι η κόλαση, ως κατάσταση της ανθρώπινης υπάρξεως, που εκδηλώνεται κυρίως μετά το θάνατο. Στο δικό του κοσμοείδωλο, του άκτιστου τριαδικού Θεού που δημιουργεί τον κόσμο, εντάσσει την αριστοτελική ἐνέργεια. Διώχνει τις δεύτερες ουσίες και κρατά την κίνηση. Σε δύο διαφορετικά του έργα μας λέγει τι είναι η ἐνέργεια. Στο Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὁρθοδόξου πίστεως θα σημειώσει πως ἐνέργεια είναι η φυσική δύναμη και κίνηση κάθε ουσίας. Δηλαδή, συνεχίζει εξηγώντας, φυσική ενέργεια είναι η έμφυτη κίνηση κάθε ουσίας. Είναι αδύνατον η ουσία να είναι άμοιρη φυσικής ενέργειας : « … ἐνέργεια γὰρ ἐστὶν ἡ φυσικὴ ἐκάστης οὐσίας δύναμις τε καὶ κίνησις. Καὶ πάλιν ἐνέργεια ἐστι φυσικὴ ἡ πᾶσης οὐσίας ἔμφυτος κίνησις. Ὅθεν δῆλον, ὅτι, ὥν ἡ οὐσία ἡ αὐτὴ, τούτων καὶ ἡ ἐνέργεια ἡ αὐτὴ, ὥν δὲ αἱ φύσεις διάφοροι, τούτων καὶ αἱ ἐνέργειαι διάφοροι˙ ἀμήχανον γὰρ οὐσίαν ἄμοιρον εἶναι φυσικῆς ἐνεργείας».[6]  Στο έργο του Εἰσαγωγή δογμάτων στοιχειώδης σημειώνει πως ἐνέργεια είναι η δραστική κίνηση της φύσεως[7]. Είναι ο πρώτος που δίνει έναν τόσο ακριβή και πετυχημένο ορισμό για την σχέση της ενέργειας με τη φύση. Σε αυτό βέβαια είχε ως βοήθημα όλη την προηγηθείσα πατερική παράδοση και κυρίως τα κείμενα του Μεγάλου Αθανασίου και του Μεγάλου Βασιλείου που μιλούν ιδιαιτέρως για τη διάκριση ουσίας και ενέργειας, όμως για πρώτη φορά δίνεται ένας τόσο περιεκτικός και ακριβής ορισμός για τη σχέση της με τη φύση. Με τον εν λόγω ορισμό ο Ιωάννης θέλει να πει πως η ἐνέργεια, ως δραστική κίνηση της φύσεως, δεν χωρίζεται από τη φύση αλλά διακρίνεται από αυτήν, και αποτελεί έκφραση της ελεύθερης βουλήσεως του Θεού, ο οποίος στη χριστιανική θεολογία είναι τρία συγκεκριμένα πρόσωπα : ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Με τον ορισμό του βέβαια διαχωρίζεται πλήρως από τον Αριστοτέλη, για τον οποίο «μία βουλητική ενέργεια (νοουμένη ως προσανατολισμός σε κάτι που δεν έχει ακόμα αποκτηθεί) είναι εξ ορισμού ασυμβίβαστη με την κατάσταση της απόλυτης τελειότητας, που προσιδιάζει στο θείο Είναι», όπως σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά ο Klaus Oehler. Συγκεκριμένα ο Oehler υπογραμμίζει για το θέμα : «Αν και η έννοια της βουλήσεως διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αριστοτελική ανθρωπολογία και η ηθική, η χρήση αυτής της έννοιας σε αναφορά προς το θείο είναι ήταν για τον Αριστοτέλη εξ ορισμού πράγμα αδιανόητο. Και τούτο διότι γι’ αυτόν μία βουλητική ενέργεια (νοουμένη ως προσανατολισμός σε κάτι που δεν έχει ακόμα αποκτηθεί) είναι εξ ορισμού ασυμβίβαστη με την κατάσταση της απόλυτης τελειότητας, που προσιδιάζει στο θείο Είναι».[8]
Ο Δαμασκηνός απομακρύνει εντελώς το αριστοτελικό κοσμοείδωλο κρατώντας όμως την δυναμικότητα του όρου ἐνέργεια η οποία εκφράζεται με την κίνηση. Όταν η φύση του ανθρώπου χαρακτηρίζεται από κακία και αμαρτία εκφράζει αυτήν την ἐνέργεια της κακίας ως δραστική κίνηση της φύσεως του. Κάποιες καταστάσεις της ανθρώπινης ζωής όπως η τροφή, το πιοτό, η πολυτελής ένδυση, οι σαρκικές σχέσεις, ο πλούτος, ο φθόνος είναι πολύ πιθανό να γεννήσουν στον άνθρωπο την ενέργεια της κακίας και της αμαρτίας, όταν υπάρξει κατάχρηση, υποδούλωση και διάβρωση σε αυτές τις καταστάσεις. Η αντίθετη κατάσταση είναι όταν ο άνθρωπος βλέπει συνεχώς την αγαθότητα του Θεού, με τη βοήθεια της οποίας ζει αυτές τις καταστάσεις χωρίς να διαβρωθεί. Μετά το θάνατο ἡ ἐνέργεια τῆς κακίας καί τῆς ἁμαρτίας δεν υπάρχει και αποκαλύπτεται η πλήρης αλήθεια που είναι η αγαθότητα του Θεού. Πολλοί άνθρωποι όμως δεσμευμένοι στην κακία εξακολουθούν να τη ποθούν, και μένουν δυστυχισμένοι, καθώς ποθούν κάτι ανύπαρκτο. Η αγαθότητα του Θεού, ως βαθύτατα υπαρξιακό γεγονός – η άκτιστη ενέργεια αγιάζει την ύπαρξη του ανθρώπου, – ενώ βρίσκεται μπροστά τους, τους αφήνει παντελώς αδιάφορους και έτσι μένουν μόνοι και δυστυχισμένοι, στερούμενοι της χάριτος.  
Στο έργο του Κατά Μανιχαίων διάλογος ο Δαμασκηνός σημειώνει πως ο άνθρωπος μετά το θάνατο του χάνει ένα σημαντικό κομμάτι της υπάρξεως του, αυτό που ονομάζουμε σώμα, όμως ο άνθρωπος εξακολουθεί υπάρχει. Όσο έχει και το σώμα του, υπάρχει οικονομία και κυβέρνηση, γιατί ό,τι και να πράξει έχει τη δυνατότητα με τη μετάνοια να το διορθώσει. Μετά το θάνατο όμως, δηλαδή το χωρισμό της ψυχής και του σώματος, η ψυχή ως το κομμάτι της ανθρώπινης υπάρξεως που μετά το θάνατο εξακολουθεί να ζει, δεν «αλλάζει πλέον».[9] Η ψυχή τρέπεται μόνο όταν είναι μαζί με το σώμα. Όπως οι δαίμονες μετά την έκπτωση δεν μετανοούν και οι άγγελοι δεν αμαρτάνουν, γιατί και οι δύο απέκτησαν κατ’ οικονομία το άτρεπτο, έτσι ακριβώς και ο άνθρωπος μετά το θάνατο έχει το άτρεπτο[10] (κατ’ οικονομία πάντοτε γιατί άτρεπτος για τη δογματική είναι μόνο ο Τριαδικός Θεός˙ όλη η δημιουργία είναι τρεπτή). Αυτό που ποθεί ο άνθρωπος τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, δηλαδή ή τον αγαθό Θεό ή την αμαρτία, είναι αυτό που θα τον συνοδεύει για πάντα, γιατί από εκεί και πέρα η ψυχή δεν αλλάζει.[11]
Οι άνθρωποι που ποθούν το Θεό, συνεχίσουν να τον ποθούν και μετά τον θάνατο τους, αφού η ζωή είναι ενιαία, και ευφραίνονται[12]˙ Εκεί, παύει να ισχύει η ἐνέργεια της κακίας και της αμαρτίας,[13] υπογραμμίζει ο Δαμασκηνός χρησιμοποιώντας τον αριστοτελικό όρο ενέργεια. Αντίθετα οι αμαρτωλοί, δηλαδή αυτοί που σκέπτονται συνεχώς την κακία και την αμαρτία, μετά το θάνατο συνειδητοποίησαν αμέσως τι έκαναν. Συνεχίζουν να επιθυμούν την αμαρτία αλλά δεν έχουν πλέον το σώμα για να την υλοποιήσουν. Δεν έχουν το σώμα ή οποιαδήποτε άλλη ύλη ποθούν. Για να δείξει την απώλεια της ύλης λέγει πως έχασαν τὰς ὕλας τῆς ἁμαρτίας, η ψυχή τους όμως συνεχίζει να επιθυμεί μόνο την αμαρτία.[14] Ἐπιθυμοῦντες οὖν καὶ μὴ ἔχοντες τὰ τῆς ἐπιθυμίας πυρὸς δίκην ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας καταφλέγονται.[15] Καταφλέγονται συνεχώς από αυτήν την επιθυμία, η οποία δεν μπορεί ποτέ να εκπληρωθεί. Γιατί συνεχίζει ο Δαμασκηνός τίποτα άλλο δεν είναι η κόλασις παρά η του ἡ τοῦ ποθουμένου στέρησις.[16] Να θέλεις κάτι και να το στερείσαι. Ο παράδεισος και η κόλαση είναι θέμα καθαρά βουλητικό. Κατά την αναλογία του πόθου, όσοι ποθούν το Θεό ευφραίνονται και όσοι ποθούν την αμαρτία κολάζονται. Αυτοί που επιτυγχάνουν το ποθούμενο κατά το μέτρο του πόθου ευφραίνονται και αυτοί που αποτυγχάνουν κατά το μέτρο του πόθου πονούν. Στο κείμενο του θα γράψει χαρακτηριστικά : «Κατὰ τῆν ἀναλογίαν οὖν τοῦ πόθου οἵ τὲ τὸν θεὸν ποθοῦντες εὐφραίνονται καὶ οἱ τὴν ἁμαρτίαν ποθοῦντες κολάζονται˙ καὶ γὰρ οἱ ἐπιτυγχάνοντες τοῦ ποθουμένου κατὰ τὸ μέτρον τοῦ πόθου εὐφραίνονται καὶ οἱ ἀποτυγχάνοντες κατὰ τὸ μέτρον τοῦ πόθου ὀδυνώνται».[17]
Επομένως η κόλαση, στα κείμενα του Ιωάννη Δαμασκηνού, δεν είναι μία αιώνια τιμωρία, αλλά ως στέρησις τοῦ ποθουμένου είναι μία αστοχία της επιθυμίας του ανθρώπου. Ο διάβολος και οι κολασμένοι επιθυμούν ανύπαρκτα πράγματα, γιατί μετά το θάνατο δεν υπάρχει ἐνέργεια κακίας και αμαρτίας. Η επιθυμία όμως εξακολουθεί να υπάρχει και να κατατρώγει τον άνθρωπο. Ο όρος ἐνέργεια κακίας καί αμαρτίας στο συγκεκριμένο κείμενο του Δαμασκηνού είναι ο αριστοτελικός όρος ἐνέργεια που μετά από μακρά διαδρομή καταλήγει στον Δαμασκηνό και χρησιμοποιείται για να την κατάσταση της κολάσεως. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Δαμασκηνός δεν χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο όρο για την κατάσταση του παραδείσου παρά μόνο της κολάσεως. Η συγκεκριμένη του προτίμηση δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Θέλει να δείξει το πόσο δραστική μπορεί να γίνει η ενέργεια της ανθρώπινης φύσεως (κατά τον ορισμό άλλωστε που έδωσε ο ίδιος στον όρο = ως δραστική κίνηση της φύσεως) όταν αυτή κυριευθεί από την κακία και την αμαρτία, μέσα από τις καταστάσεις που εξηγεί.
        Αναλύοντας περισσότερο τη σκέψη του μας εξηγεί πως μόλις χαθεί το σώμα από την ανθρώπινη ύπαρξη ο άνθρωπος δεν τρώει, δεν παντρεύεται, δεν ντύνεται, δεν πλουτίζει, δεν δείχνει φθόνο, ούτε τι τῶν τῆς ἁμαρτίας εἰδῶν. Μετά το θάνατο υπάρχει η πλήρης πραγματικότητα, ο αγαθός Θεός, τον οποίο οι κολασμένοι δεν τον θέλουν. Όσοι όμως επιθυμούν το Θεό, το ὄν καὶ ἀεὶ ὄν, πέτυχαν τον σκοπό τους και νιώθουν ευφροσύνη, γιατί μετά το θάνατο επιβεβαιώθηκαν πλήρως. Επιθυμούσαν και επιθυμούν κάτι πραγματικό και παντοτινό, δεν νιώθουν ως δυστυχία και στέρηση την απώλεια της ύλης και τώρα καταλαβαίνουν πλήρως αυτήν την πραγματικότητα, όπως και οι κολασμένοι, τώρα, καταλαβαίνουν πλήρως το λάθος τους.[18]
Ο παράδεισος και η κόλαση, όπως περιγράφονται κυρίως μέσα στο έργο του Δαμασκηνού Κατά Μανιχαίων διάλογος, δείχνουν πως η υπαρξιακή ενότητα του ανθρώπου εξακολουθεί να υπάρχει και μετά το θάνατο, όμως τώρα είναι κομματιασμένη. Από τον άνθρωπο λείπει πλέον το σώμα, και επομένως ο ίδιος και οι επιθυμίες του πολύ πιο δύσκολα τρέπονται. Αν δεν επιθυμεί το Θεό, όταν έχει την πλήρη ύπαρξη του (σώμα και ψυχή), δεν υπάρχει πιθανότητα να τον επιθυμήσει όταν η ύπαρξη του θα μείνει μόνο με την ψυχή, γιατί τα υπαρξιακά ζητήματα, κορυφαίο των οποίων είναι ο αγιασμός της ανθρώπινης φύσεως, δεν αλλάζουν απότομα και ξαφνικά. Ο Θεός είναι δίπλα του και τον περιμένει, ο άνθρωπος δεν τον θέλει γιατί η τρεπτότητα του νου (και της υπόλοιπης ύπαρξης του που συνδέεται άμεσα με το νου, όπως η θέληση) ουσιαστικά δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και ο Δαμασκηνός τονίζει στο Κατά Μανιχαίων διάλογος πως ο Θεός πάντοτε δέχεται την μετάνοια, την αλλαγή του νου, του ανθρώπου καθώς δεν μπορεί ποτέ να αρνηθεί τον εαυτό του και συνεπώς να αποβάλλει τη συμπάθεια προς το πλάσμα του, «οὐχὶ τοῦ θεοῦ μὴ δεχομένου μετάνοιαν – αὐτὸς γὰρ ἑαυτὸν ἀρνήσασθαι οὐ δύναται οὐδὲ ἀποβάλλεται τὴν συμπάθειαν», αλλά η ψυχή του ανθρώπου πλέον δεν αλλάζει, δεν τρέπεται˙ «ἀλλ’ ἡ ψυχὴ οὐκέτι τρέπεται».[19]
Ο κος Ιωάννης Λίλης είναι Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας 
στην Ανωτάτη  Εκκλησιαστική  Ακαδημία  Ηρακλείου Κρήτης

                            

 





[1] Άρθρο που στην Επιστημονική Επετηρίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Πέτρας καί Χερρονήσου, συλλογικό επιστημονικό τόμο, που εκδίδεται προνοίᾳ του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πέτρας και Χερρονήσου κ. Νεκταρίου, τόμος Γ΄, Νεάπολις 2012, σελ. 145 – 155.        
[2] Πρβλ. για το θέμα Klaus Oehler, Η συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, (από το βιβλίο «Μεσαιωνική φιλοσοφία. Σύγχρονη έρευνα και προβληματισμοί», μετάφραση Πολυτίμη – Μαρία Παλαιολόγου, Εκδ. Παρουσία, Αθήνα, 2000) http : // www. Myriobiblos. gr/ texts/ greek Oehlergreek philosophy, σελ. 11.
[3] Ἀριστοτέλους, Μετὰ τὰ φυσικὰ, Λ, 1071 b : «Ἐστι τι ὅ οὐ κινούμενον κινεῖ, ἀίδιον καὶ οὐσία καὶ ἐνέργεια οὖσα»˙ Γ, 1012 b : «Ἔστι γὰρ τι ὅ ἀεὶ κινεῖ τὰ κινούμενα, καὶ τὸ πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον αύτό»˙ Λ, 1072 ab : «Κινεῖ δὲ ὧδε τὸ ὀρεκτὸν καὶ τὸ νοητόν˙ κινεῖ οὐ κινούμενον … ὅτι δ΄ ἔστι τὸ οὗ ἕνεκα ἐν τοῖς ἀκινήτοις, ἡ διαίρεσις δηλοῖ… κινεῖ δὲ ὡς ἐρώμενον».        
[4] Ἀριστοτέλους, Μετὰ τὰ φυσικά Α, 982bΜετὰ τὰ Φυσικὰ Λ, 7, 1072 a – 8, 1073a.   
[5] Για τη διαδρομή του φιλοσοφικού όρου ενέργεια από τον Αριστοτέλη και μετά, περιλαμβανομένης και της εποχής των Πατέρων της Εκκλησίας, βλ. Ιωάννου Ν. Λίλη, Η παρουσία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας κατά τους πρώτους Βυζαντινούς αιώνες, που δημοσιεύθηκε στο επίσημο περιοδικό του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ορθοδοξία περίοδος Β΄ έτος ΙΓ΄, τεύχος Γ΄, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2006, σελ. 583 – 587.
[6]  Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, [B. Kotter, WalterDe Gruyter 1973, t. II (Patristische Texte und Studien 12) 37 2 – 8
[7] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης, [B. Kotter, WalterDe Gruyter 1969, t. I (Patristische Texte und Studien 7).] η΄ Περί ἐνεργείας  8 1, 2 . . 7 – 9 : «Ἐνέργεια δὲ φυσικὴ ἐστι κίνησις φύσεως δραστικὴ…
[8] Βλ. Klaus Oehler, Η συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, σελ. 13.
[9] Ίωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 75 5 – 9  : «καὶ ἐν μεν τῷ βίῳ τούτῳ οἰκονομία τις ἐστι καὶ κυβέρνησις καὶ πρόνοια ἄρρητος πρὸς ἐπιστροφὴν καὶ μετάνοιαν καλοῦσα τοὺς ἁμαρτάνοντας, μετὰ δὲ θάνατον οὐκέτι τροπή, οὐκέτι μετάνοια, οὐχὶ τοῦ θεοῦ μὴ δεχομένου μετάνοιαν – αὐτὸς γὰρ ἑαυτὸν ἀρνήσασθαι οὐ δύναται οὐδὲ ἀποβάλλεται τὴν συμπάθειαν - ,  ἀλλ’ ἡ ψυχὴ οὐκέτι τρέπεται».
[10] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 75 13 – 16 : « «Ὡς γὰρ οἱ δαίμονες μετὰ τὴν ἔκπτωσιν οὐ μετανοοῦσιν οὐδὲ οἱ ἄγγελοι νῦν οὐχ ἁμαρτάνουσι, ἀλλ’ ἀμφότεροι ἔσχον τὸ ἄτρεπτον, οὕτω καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸ ἄτρεπτον ἔχουσι,…»˙ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 37 15 – 17 : «Καὶ τοῦτο δὲ εἰδέναι χρή, ὅτι, καθὼς ἐξέλθῃ ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος, οὕτως διαμένει ἄτρεπτος τοῦ λοιποῦ εἴτε τὸ ἀγαθὸν ποθοῦσα, εἴτε τὸ πονηρὸν.».
[11] Ίωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 75 9 – 12 : «Διὸ κἄν τις ποιήσῃ πάσας τὰς δικαιοσύνας καὶ ἐπιστρέψας ἁμαρτήσῃ καὶ ἐξέλθῃ ποθῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ βίου, ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ αὐτοῦ ἀποθανεῖται.».  
[12] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατά Μανιχαίων, 75 16 – 17  : « Καὶ οἱ μὲν δίκαιοι ποθοῦντες τὸν Θεὸν καὶ ἔχοντες αὐτὸν ἀεὶ ἐν αὐτῷ εὐφραίνονται, . . .».  
[13] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 36 7 – 8 : «Εἰ δὲ λέγεται, ὅτι συνέφερεν αὐτῷ μὴ γενέσθαι ἥπερ γενέσθαι καὶ κολασθήναι ἀτελευτήτως, φαμὲν ὅτι ἡ κόλασις ἐκείνη οὐδὲ ἕτερον έστιν εἰ μὴ πῦρ ἐπιθυμίας τῆς κακίας καὶ ἁμαρτίας καὶ πῦρ ἀστοχίας τῆς ἐπιθυμίας. Οὐ γὰρ ἐπιθυμοῦσι Θεοῦ οἱ ἐν τῇ κακίᾳ τὸ ἄτρεπτον ἐσχηκότες, ἀλλὰ τῆς κακίας, ἐκεῖ δὲ ἐνέργεια κακίας καὶ ἁμαρτίας οὐκ ἔσται».
[14] Ίωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 75 17 – 19 : «οἱ δε ἀμαρτωλοί ποθοῦντες τὴν ἀμαρτίαν και  μὴ ἔχοντες τὰς ὕλας τῆς ἁμαρτίας, ὡς ὑπὸ πυρὸς καὶ σκώληκος κατεσθιόμενοι, κολάζονται μηδεμίαν παρηγορίαν ἔχοντες».
[15] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 36 14 – 15 .
[16] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 75 19 – 20 : «Τὶ γὰρ ἐστι  κόλασις στέρησις εἰ μὴ τοῦ ποθουμένου στέρησις;».
[17] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 75 20 – 24 .  
[18] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 36 7 – 18 : «Εἰ δὲ λέγεται, ὅτι συνέφερεν αὐτῷ μὴ γενέσθαι ἥπερ γενέσθαι καὶ κολασθήναι ἀτελευτήτως, φαμὲν ὅτι ἡ κόλασις ἐκείνη οὐδὲ ἕτερον έστιν εἰ μὴ πῦρ ἐπιθυμίας τῆς κακίας καὶ ἁμαρτίας καὶ πῦρ ἀστοχίας τῆς ἐπιθυμίας. Οὐ γὰρ ἐπιθυμοῦσι Θεοῦ οἱ ἐν τῇ κακίᾳ τὸ ἄτρεπτον ἐσχηκότες, ἀλλὰ τῆς κακίας, ἐκεῖ δὲ ἐνέργεια κακίας καὶ ἁμαρτίας οὐκ ἔσται. Οὐδὲ γὰρ ἐσθίομεν οὺδὲ πίνομεν οὺδὲ ενδυόμεθα οὐδὲ γαμοῦμεν οὐδὲ πλουτοῦμεν οὐδὲ φθόνος ἰσχύει οὐδὲ τι τῶν τῆς ἁμαρτίας εἰδῶν. Ἐπιθυμοῦντες οὖν καὶ μὴ ἔχοντες τὰ τῆς ἐπιθυμίας πυρὸς δίκην ὑπὸ τῆς ἐπιθυμίας καταφλέγονται. Οἱ δὲ τοῦ ἀγαθοῦ, τουτέστι μόνου τοῦ Θεοῦ, ἐπιθυμοῦντες, τοῦ ὄντος καὶ ἀεὶ ὄντος, καὶ τυγχάνοντες εὐφραίνονται κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς ἐπιθυμίας αὐτῶν, καθ’ ἥν τυγχάνουσιν τοῦ ἐπιθυμουμένου». Η συγκεκριμένη αλήθεια για την κατάσταση του παραδείσου και της κολάσεως, ως θέμα της βουλήσεως του ανθρώπου, διατυπώθηκε από προηγούμενους θεολόγους του Βυζαντίου, τους οποίους ο Δαμασκηνός ακολουθεί Βλ. Μ. Βασιλείου, Εἰς τὴν Ἑξαήμερον PG 29, 120B : «Εἰ ἀκόρεστος τούτου ἡ θέα, ποταπός τῷ κάλλει ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιος. Εἰ τυφλῷ ζημία τοῦτον μὴ βλέπειν, ποταπὴ ζημία τῷ ἁμαρτωλῷ τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς στερηθῆναι;»˙ Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικὰ τε καὶ οἰκονομικὰ PG 90, 1312C : «Οὐκ ἔχει ἡ φύσις τῶν ὑπὲρ φύσιν τοὺς λόγους ὥσπερ οὐδὲ τῶν παρὰ φύσιν τοὺς νόμους. Ὑπὲρ φύσιν δὲ λέγω τὴν θείαν καὶ ἀνεννόητον ἡδονήν, ἥν ποιεῖν πέφυκεν ὁ Θεὸς φύσει, κατὰ χάριν τοῖς ἀξίοις ἑνούμενος˙ παρὰ φύσιν δὲ, τὴν κατὰ στέρησιν ταύτης συνισταμένην ἀνεκλάλητον ὀδύνην, ἥν ποιεῖ εἴωθεν ὁ Θεὸς φύσει, παρὰ χάριν τοῖς ἀναξίοις ἑνούμενος. Κατὰ γὰρ τὴν ὑποκειμένην ἑκάστῳ ποιότητα τῆς διαθέσεως, ὁ Θεὸς τοῖς πᾶσι ἑνούμενος, ὡς οἶδεν αὐτὸς, τὴν αἴσθησιν ἑκάστῳ παρέχεται, καθὼς ἐστιν ἕκαστος ἐξ ἑαυτοῦ διαπεπλασμένος, πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ πάντως πᾶσιν ἐνωθησομένου κατὰ τὸ πέρας τῶν αἰώνων»˙ 1328D : «Ὁ μὲν Θεὸς κατὰ μίαν ἀπειροδύναμον τῆς ἀγαθότητος βούλησιν πάντας συνέξει καὶ ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, ἀγαθοὺς τε καὶ πονηροὺς, οὗτοι δὲ πάντες οὐκ ἴσως μεθέξουσι Θεοῦ, τοῦ διὰ πάντων ἀσχέτως χωρήσαντος, ἀλλ’ ἀναλόγως ἑαυτοῖς»˙ 1329A : «Οἱ μὲν τῇ φύσει φυλάξαντες διὰ πάντων ἰσονομοῦσαν τὴν γνώμην καὶ τῶν τῆς φύσεως λόγων κατ’ ἐνέργειαν δεκτικὴν αὐτὴν καταστήσαντες καθ’ ὅλον τὸν τοῦ ἀεὶ εὖ εἶναι λόγον, διὰ τὴν πρὸς τὴν θείαν βούλησιν τῆς γνώμης εὐπάθειαν, ὅλης μεθέξουσι τῆς ἀγαθότητος».            
[19] Ίωάννου Δαμασκηνοῦ, Κατὰ Μανιχαίων, 75 5 – 9  : «καὶ ἐν μεν τῷ βίῳ τούτῳ οἰκονομία τις ἐστι καὶ κυβέρνησις καὶ πρόνοια ἄρρητος πρὸς ἐπιστροφὴν καὶ μετάνοιαν καλοῦσα τοὺς ἁμαρτάνοντας, μετὰ δὲ θάνατον οὐκέτι τροπή, οὐκέτι μετάνοια, οὐχὶ τοῦ θεοῦ μὴ δεχομένου μετάνοιαν – αὐτὸς γὰρ ἑαυτὸν ἀρνήσασθαι οὐ δύναται οὐδὲ ἀποβάλλεται τὴν συμπάθειαν - ,  ἀλλ’ ἡ ψυχὴ οὐκέτι τρέπεται». Για το θέμα του παραδείσου και της κολάσεως στο δογματικό έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού ο αναγνώστης βλ. Ιωάννου Ν. Λίλη, Κοσμολογία και Ανθρωπολογία στη διδασκαλία του Ιωάννου Δαμασκηνού, εκδ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 188 – 191.         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου