Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

«ΕΙΣ ΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ» Κ. Π. Καβάφη.



   
«ΕΙΣ ΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ»
το τελευταίο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη[1]

ΕΙΣ ΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
Σαστίσαμε στὴν Ἀντιόχειαν ὅταν μάθαμε
Τὰ νέα καμώματα τοῦ Ἰουλιανού.
Ὁ Ἀπόλλων ἐξηγήθηκε μὲ λόγου του, στὴν Δάφνη!
Χρησμὸ δὲν ἤθελε νὰ δώσει (σκοτισθήκαμε!),
σκοπό δὲν τὸ ‘χε νὰ μιλήσει μαντικῶς, ἄν πρῶτα
δὲν καθαρίζονταν τὸ ἐν Δάφνη τέμενός του.
Τὸν ἐνοχλοῦσαν, δήλωσεν, οἱ γειτονεύοντες νεκροί.
Στὴν Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί. –
Ἕνας ἀπ’ τοὺς ἐκεῖ ἐνταφιασμένους
ἦταν ὁ θαυμαστός, τῆς ἐκκλησίας μας δόξα,
ὁ ἅγιος, ὁ καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας.

Αὐτόν αἰνίττονταν, αὐτόν φοβοῦνταν ὁ ψευτοθεός.
Ὅσο τὸν ἔνιωθε κοντά, δὲν κόταε
νὰ βγάλει τοὺς χρησμούς του˙ τσιμουδιά.
(Τοὺς τρέμουνε τοὺς μάρτυράς μας οἱ ψευτοθεοί).

Ἀνασκουμπόθηκεν ὁ ἀνόσιος Ἰουλιανός,
νευρίασε καὶ ξεφώνιζε : «Σηκώστε, μεταφέρτε τον,
βγάλτε τον τοῦτον τὸν Βαβύλα ἀμέσως.
Ἀκοῦς ἐκεῖ; Ὁ Ἀπόλλων ἐνοχλεῖται.
Σηκῶστε τον, ἀρπάξτε τον εὐθύς.
Ξεθάψτε τον, πάρτε τον ὅπου θέτε.
Βγάλτε τον, διῶξτε τον. Παίζουμε τώρα;

Ὁ Ἀπόλλων εἶπε νὰ καθαρισθεῖ τὸ τέμενος.»

Τὸ πήραμε, τὸ πήγαμε τὸ ἅγιο λείψανον ἀλλοῦ˙
Τὸ πήραμε, τὸ πήγαμε ἐν ἀγάπη κ’ ἐν τιμῆ.

Κι ὡραῖα τωόντι πρόκοψε τὸ τέμενος.
Δὲν ἄργησε καθόλου, καὶ φωτιὰ
μεγάλη κόρωσε : μιὰ φοβερὴ φωτιά :
καὶ κάηκε καὶ τὸ τέμενος κι ὁ Ἀπόλλων.

Στάχτη τὸ εἰδωλο˙ γιὰ σάρωμα, μὲ τὰ σκουπίδια.

Ἔσκασε ὁ Ἰουλιανός καὶ διέδωσε –
τἰ ἄλλο θὰ ἔκαμνε – πὼς ἡ φωτιὰ ἦταν βαλτὴ
ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἐμᾶς. Ἄς πάει νὰ λέει.
Δὲν ἀποδείχθηκε˙ ἄς πάει νὰ λέει.
Τὸ οὐσιώδες εἶναι ποὺ ἔσκασε.             

Ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης λίγους μήνες πριν πεθάνει,  συγκεκριμένα μεταξύ Νοεμβρίου 1932 και Απριλίου 1933[2] (πέθανε στις 29 Απριλίου 1933, ημέρα των γενεθλίων του) έγραψε το τελευταίο ποίημα της ζωής του, το οποίο δεν πρόλαβε να το δημοσιεύσει σε μονόφυλλο[3], με τον τίτλο Εἰς τὰ περίχωρα τῆς Ἀντιοχείας έχοντας ως θέμα τον Ιουλιανό τον Παραβάτη και τη σύγκρουση του με του χριστιανούς της Αντιόχειας. Βέβαια ο Καβάφης μας έχει αφήσει και 25 ατελή, μισοτελειωμένα ποιήματα, τα οποία δούλευε μέχρι το τέλος της ζωή τους, και δεν πρόλαβε να τελειώσει,[4] όμως επίσημα, ως τελευταίο της ζωής του, θεωρείται το Εἰς τὰ περίχωρα τῆς Ἀντιοχείας, εφόσον αυτό είναι το τελευταίο ολοκληρωμένο ποίημα που μας άφησε ο ποιητής.  
Ο Καβάφης έδειχνε μία ιδιαίτερη αγάπη για τους βυζαντινούς συγγραφείς και συγκεκριμένα για τον Γρηγορίο τον Ναζιανζηνό και τα κείμενα του, καθώς και για τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, τον λεγόμενο Παραβάτη. Όχι μόνο είχε πει ο ίδιος ο ποιητής σε ανύποπτο χρόνο στον Τίμο Μαλάνο πως : «δυὸ ποιήματα ἐναυάγησαν γιατὶ δὲ βρῆκα Γρηγόριο Ναζιανζηνὸ»[5], και είχε δημοσιεύσει εγκωμιαστικό κείμενο για του βυζαντινούς ποιητές, μεταξύ των οποίων κορυφαία θέση κατέχει ο Ναζιανζηνός[6], αλλά και αφιέρωσε (7) επτά ποιήματα του στον Ιουλιανό τον Παραβάτη, «τον περισσότερο ἐμπαιζόμενο χαρακτήρα του» κατά το Γιώργο Σεφέρη[7] που σχολιάζεται έντονα στα κείμενα του Γρηγορίου Θεολόγου, του Ναζιανζηνού˙ για κανένα άλλο πρόσωπο δεν αφιέρωσε ο Καβάφης τόσα ποιήματα. Άλλωστε η Renata Lavagnini που σε μία πολύ σημαντική μελέτη της συγκέντρωσε όλα τα Ατελή ποιήματα του Καβάφη, δηλαδή τα ποιήματα που ο Αλεξανδρινός ποιητής δεν πρόλαβε να τελειώσει λόγω του θανάτου του, σημειώνει πως : «Τα ατελή ποιήματα του ποιητή επιβεβαιώνουν…το ενδιαφέρον του ποιητή για θέματα που το είχαν απασχολήσει για αρκετά χρόνια. Κυρίαρχη είναι η μορφή του Ιουλιανού του Αποστάτη, παρούσα στην ποίηση του Καβάφη από το 1896 (το ανέκδοτο ¨Ο Ιουλιανός εν τοις μυστηρίοις¨[8]) έως το 1933 (¨Εις τα περίχωρα τη Αντιοχείας¨). Ενώ το πρώτο ποίημα για τον Ιουλιανό που δημοσίευσε ο Καβάφης χρονολογείται στα 1923 (¨Ο Ιουλιανός ορών ολιγωρίαν¨), ανακαλύπτουμε τώρα ότι την ίδια χρονιά, είχε υπό κατασκευήν άλλα τρία ποιήματα για το ίδιο πρόσωπο, στα οποία θα προσθέτονταν, αργότερα, ακόμα δύο».[9] Είναι προφανές πόσο προσέλκυε ο Ιουλιανός το ενδιαφέρον του ποιητή.
Το τελευταίο ποίημα του Αλεξανδρινού αναφέρεται σε ιστορικό περιστατικό του 362 μ.Χ., όπως μας το παραδίνει ο Σωκράτης, ιστορικός του 4ου μ.Χ. αιώνα. Βέβαια ακόμα και εδώ, πίσω από τους Αντιοχείς, «αἰσθάνεται κανεὶς – εἴτε τὸν εἶχε ὑπόψη του ὁ Καβάφης, εἴτε ὄχι – τὸν μεγάλο ἴσκιο τοῦ Ναζιανζηνοῦ»[10]. Ο Ιουλιανός επισκέπτεται την Αντιόχεια ως αυτοκράτωρ, όταν μαθαίνει πως οι ιερείς του Απόλλωνα δεν θέλουν να δώσουν χρησμό :
Χρησμὸ δὲν ἤθελε νὰ δώσει (σκοτισθήκαμε!)
αναφέρει χαρακτηριστικά ο ακριβής καβαφικός στίχος 
γιατί εκεί κοντά στο άλσος της Δάφνης, προάστιο της Αντιόχειας, ήταν θαμμένος ο μάρτυρας και επίσκοπος της Αντιόχειας Βαβύλας, που έζησε τον 3ο μ.Χ. αιώνα και η Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 4 Σεπτεμβρίου.[11] Εκνευρισμένος ο Ιουλιανός διατάζει να μεταφέρουν οπωσδήποτε σε άλλο μέρος το λείψανο του. Πραγματικά οι χριστιανοί μεταφέρουν αλλού το λείψανο του μάρτυρα Βαβύλα, με τη συνοδεία δύο καβαφικών στίχων :
Τό πήραμε, τό πήγαμε τό ἅγιο λείψανον ἀλλοῦ.
Τό πήραμε, τό πήγαμε ἐν ἀγάπῃ κ’ ἐν τιμῇ.
αλλά και της γνωστής ειρωνείας του Αλεξανδρινού ποιητή :
Κι ὡραῖα τωόντι πρόκοψε τό τέμενος.
Όμως μέσα στη δίνη εκείνων των γεγονότων συνέβη κάτι αναπάντεχο : ξέσπασε μία μεγάλη φωτιά 
μιά φοβερή φωτιά :
Καί κάηκε καί τό τέμενος καί ὁ Ἀπόλλων.
Ο Ιουλιανός διέδωσε πως οι χριστιανοί έβαλαν τη φωτιά όμως
Ἄς πάει νά λέει.
Δέν ἀποδείχθηκε˙ ἀς πάει νά λέει.
Τό οὐσιῶδες εἶναι πού ἔσκασε.
Ο Καβάφης αναμφισβήτητα παίρνει το μέρος των χριστιανών – και μόνο μερικές εκφράσεις το φανερώνουν, όπως η δεύτερη παρένθεση του ποιήματος (Τοὺς τρέμουνε τοὺς μάρτυράς μας οἱ ψευτοθεοί)[12], όμως και δεν τους δικαιολογεί, αρνούμενος να δεχθεί πως υπάρχουν αθώοι στην ιστορία των ανθρώπων. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι τρωτοί, με πάθη και δεινούς εγωκεντρισμούς, μεταξύ των οποίων είναι βέβαια και οι χριστιανοί. Δεν προσάπτει κάποια δικαιολογία εκ μέρους των χριστιανών, παρότι παίρνει το μέρος τους. Αντιθέτως λέγει δεικτικά πως δεν αποδείχθηκε τίποτα, αφήνοντας ένα υπονοούμενο πως μπορεί να την έβαλαν και οι χριστιανοί, υπογραμμίζοντας την ίδια ώρα και τη χαρά τους που τελικά έσκασε από το κακό του ο Ιουλιανός.      
           Δύο στοιχεία υποβάλλουν τον αναγνώστη στο συγκεκριμένο ποίημα. Το πρώτο είναι ο τρόπος, με τον οποίο περιγράφει το γεγονός. Ο αναγνώστης αισθάνεται πως βρίσκεται και ο ίδιος εκεί, στην Αντιόχεια του 362, καθώς ο ποιητής δεν κάνει κάποια εισαγωγή, αλλά ξεκινάει ζωντανά την αφήγηση του, σαν να συνέβησαν τα γεγονότα χθες και μας τα περιγράφει με αγωνία. Χρησιμοποιεί επίσης πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, σημάδι που δείχνει ότι παίρνει το μέρος των χριστιανών, αλλά και επιτείνει τη ζωντάνια τη διηγήσεως του. Το δεύτερο σημείο που υποβάλλει τον αναγνώστη είναι η χρησιμοποίηση του θεατρικού στοιχείου. Ο αναγνώστης γίνεται ταυτόχρονα και θεατής μιας θεατρικής παράστασης που προβάλλει ένα έργο με αναφορά το Βυζάντιο, και συγκεκριμένα το 362 μ.Χ. Με πρωταγωνιστές τον Ιουλιανό και τους χριστιανούς και σκηνικό το άλσος της Δάφνης. Η παράσταση έχει εντυπωσιακό τέλος καθώς ένας αυτοκράτορας χάνει τη μάχη του και νικητές βγαίνουν οι χριστιανοί σώζοντας με ευλάβεια και τιμή το λείψανο του μάρτυρα Βαβύλα.[13]
Κατά τους μελετητές τα αριστουργηματικότερα ποιήματα του Καβάφη γράφτηκαν προς το τέλος της ζωής του.[14] Τα πρώτα του ποιήματα διαφέρουν πολύ από το ύστερο γράψιμο του, δικαιολογώντας απόλυτα αυτό που είχε πει ο ίδιος για τον εαυτό του, δηλαδή πως ήταν ένας ποιητής του γήρατος.[15] Όσο σοφότερος γινόταν στο ποιητικό γράψιμο, τόσο περισσότερο λιτός, συγκεκριμένος και πρωτότυπος γινόταν ο λόγος του, αλλά και τόσο πιο προσεκτική γινόταν η θεματολογία των ποιημάτων του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ένα από τα πλέον σοφά του ποιήματα, μοιραία το τελευταίο της ζωής του, το οποίο γράφτηκε όταν ο ποιητής μας ήταν πολύ βαριά άρρωστος στα εβδομήντα του χρόνια, από καρκίνο του λάρυγγα,[16] έχει σχέση με τον Ιουλιανό και το αγαπημένο του Βυζάντιο[17]. Την ώρα που εκ φύσεως, και όταν ακόμα ήταν υγιής, έγραφε πολύ δύσκολα, «κατά μέσο όρο πέντε ποιήματα το χρόνο» με «επίπονη εργαστηριακή δουλειά» κατά το Νικηφόρο Βρεττάκο[18], αποφασίζει μέσα στη βαριά αρρώστια, χωρίς πλέον τη φωνή του, να γράψει ένα δύσκολο και μεγάλο σε έκταση, για τα καβαφικά δεδομένα, ποίημα, με θέμα τον Ιουλιανό. Καθώς «ο καλύτερος τρόπος για να διαβάσει κανείς τον Καβάφη, είναι να τον διαβάσει ολόκληρο και όχι αποσπασματικά» όπως παρατηρούν οι Γιώργης Παυλόπουλος και Γ. Βρισιμιτζάκης[19] το τελευταίο ποίημα, ως κατακλείδα της συνολικής του ποιήσεως, είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του πόσο έντονα τον επηρέαζε το Βυζάντιο με τον Ιουλιανό και όλα τα συμπαρομαρτούντα.[20] Μέσα από τα γεγονότα της διαμάχης του Ιουλιανού με τους χριστιανούς μπορούσε άνετα να δείξει τη ματαιοδοξία των ανθρώπων καθώς και την τραγικότητα του.  
Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, που κατά τον Καβάφη θα έπρεπε να έχει πολύ πιο έντονη την αίσθηση του μέτρου – «Μηδὲν ἄγαν, Αὔγουστε» θα του πει στο ποίημα του Ὁ Ἰουλιανός ὁρῶν ὀλιγωρίαν[21] –, οι διαμάχες μεταξύ χριστιανών και αυτοκράτορα εκείνη την ταραγμένη περίοδο του Βυζαντίου, καθώς και το σκήνωμα του μάρτυρα Βαβύλα, του οποίου τη μνήμη η εκκλησία σώζει ζωντανή μέχρι σήμερα, μέσω της λατρείας της, στις 4 Σεπτεμβρίου, απαρτίζουν τον κόσμο της φθοράς, των παθών, της τραγικής πτώσεως, αλλά και της αιματοβαμμένης επιτυχίας που δεν έρχεται ποτέ αυτόματα και αυτονόητα, αντιθέτως μέσα από δάκρυα και αγώνα. Οι στίχοι του : 
Τό πήραμε, τό πήγαμε τό ἅγιο λείψανον ἀλλοῦ.
Τό πήραμε, τό πήγαμε ἐν ἀγάπη κ’ ἐν τιμῇ.
καθώς και
Ἄς πάει νά λέει.
Δέν ἀποδείχθηκε˙ ἀς πάει νά λέει.
Τό οὐσιῶδες εἶναι πού ἔσκασε
εκφράζουν άριστα τον λυτρωτικό κλαυσίγελο κάθε επιτυχίας και ανόδου στη ζωή μας, που έρχεται μόνο ύστερα από επίπονο τόκο. Από αυτήν την τραγική πτώση και την επώδυνη άνοδο δεν εξαιρείται κανένας άνθρωπος, ούτε βέβαια οι χριστιανοί. Αυτήν την αλήθεια θέλει να εκφράσει ο Καβάφης με το συγκεκριμένο του ποίημα, και για να το πετύχει εκμεταλλεύεται ένα συγκεκριμένο ιστορικό επεισόδιο, σχετικά με την επίσκεψη του αυτοκράτορα Ιουλιανού στην Αντιόχεια και τα γεγονότα που ακολούθησαν στο τέμενος της Δάφνης.
Στην επιλογή του Ιουλιανού και την αναφορά στο μάρτυρα Βαβύλα υπάρχει και κάτι άλλο, μοιραίο. Ο εν λόγω Βυζαντινός αυτοκράτορας επιλέχθηκε από τον Αλεξανδρινό και στην αρχή της ποιητικής του δημιουργίας, όταν έγραψε σε ηλικία 33 ετών, το 1896, το ανέκδοτο ποίημα του Ὁ Ἰουλιανός ἐν τοῖς μυστηρίοις, την ίδια χρονιά που έγραψε και το ποίημα Τείχη.[22] Ένα από τα πρώτα ποιήματα του και το ακριβώς τελευταίο κατά τραγική συγκυρία έχουν το ίδιο θέμα, την εποχή του Ιουλιανού. Πιθανόν ήταν μία από τις καλύτερες πηγές από την οποία μπορούσε να αντλήσει θέματα, για να τραγουδήσει τα πάθη και την τραγικότητα του ανθρώπου.[23] Με άλλα λόγια θα λέγαμε πως τον ενδιαφέρει η ανθρώπινη φύση και η φθαρτότητα της. 
Όμως και οι μάρτυρες της Εκκλησίας ήταν αγαπημένο του θέμα στην αρχή της ποιητικής του δημιουργίας. Είχε γράψει τρία ποιήματα, τα οποία χάθηκαν, με θέμα τη ζωή μοναχών και αγίων της χριστιανικής Εκκλησίας[24], όπως βέβαια και τα ποίημα του Συμεών το οποίο σώζεται σήμερα (συγκαταλέγεται στα ανέκδοτα ποιήματα του Καβάφη) και περιγράφει τον εντυπωσιασμό του για τον μάρτυρα Συμεών που έμεινε τριάντα πέντε χρόνια πάνω σε ένα στύλο.[25] Επίσκοπος, άγιος και χριστιανός μάρτυρας επιστρέφει και στο τελευταίο ποίημα της ζωής του, με το λείψανο του Βαβύλα. Στη διαμάχη Ιουλιανού Βαβύλα, όπως τη χαρακτηρίζει ο Γιώργος Σεφέρης, ο νομπελίστας παρατηρεί πως ο Καβάφης τάσσεται αναμφισβήτητα με τον Βαβύλα.[26] Όμως γιατί ο Σεφέρης θεωρεί πως ο Αλεξανδρινός θεωρεί το Βαβύλα δικό του; Η απάντηση του είναι ξεκάθαρη. Το λείψανο του μάρτυρα Βαβύλα του θυμίζει έντονα την τραγική κατάληξη της ζωής που δεν είναι άλλη από το θάνατο. Οι στίχοι
 Τὸ πήραμε, τὸ πήγαμε τὸ ἅγιο λείψανον ἀλλοῦ˙
Τὸ πήραμε, τὸ πήγαμε ἐν ἀγάπη κ’ ἐν τιμῆ.
είναι για τον Σεφέρη «οι μόνοι μη ειρωνικοί μέσα σε τούτο το ποίημα˙ οι μόνοι ατόφια συγκινημένοι, οι στίχοι που μιλούν για το λείψανο του ¨θαυμαστού¨, του ¨καλλίνικου¨ Βαβύλα˙ γι’ αυτόν που ¨αινίττονταν ο ψευτοθεός¨, ο αντίπαλος…τώρα απόμεινε ένα λείψανο (ενν. ο Βαβύλας) που το ’παιρναν και το πήγαιναν αλλού. Συλλογιζόμουν» γράφει ο Σεφέρης «τον τελευταίο καιρό του Καβάφη καθώς τριγύριζε από εξάντληση σε εξάντληση, ή από νοσοκομείο σε νοσοκομείο˙ όχι πια ένα γερασμένο σώμα, αλλά ένα λείψανο, ένας Βαβύλας. Κανείς δεν ξέρει με τι παράξενα αποθέματα μέσα στο θάλαμο ή έξω από το κατώφλι της συνείδησης γίνεται ένα ποίημα».[27] Μόνο με αυτήν τη συμφωνία κατά το Γιώργο Σεφέρη ο Καβάφης τάσσεται με το μέρος του Βαβύλα. Με τη συμφωνία ότι θα βρει μία ακόμα αφορμή, μοιραία την τελευταία της ζωής του, για να μιλήσει για το φθαρτότητα και τη ματαιότητα της ζωής.  
Την ίδια άποψη εκφράζει και η Σόνια Ιλίνσκαγια, η οποία  συμφωνεί με την εκδοχή του Σεφέρη και την προεκτείνει και στη ροή της ιστορίας, η οποία ενδιαφέρει ιδιαιτέρως τον ποιητή. Ο χριστιανισμός, με τους τόσους μάρτυρες και αγίους που έχει να παρουσιάσει, την εποχή που διαδραματίζονταν τα γεγονότα στα περίχωρα της Αντιόχειας, είχε μπει πλέον κυρίαρχος στη ροή της ιστορίας, και ως γνωστόν καμία ροή της ιστορίας δεν γυρίζει πίσω. Αυτό ακριβώς θέλει να υπογραμμίσει ο ποιητής. Ποτέ η ροή της ιστορίας δεν γύρισε πίσω. Η Σόνια Ιλίνσκαγια σημειώνει πως: «Όσο για τον ίδιο τον Ιουλιανό, είναι φανερό ότι το πνεύμα του πουριτανισμού, που θέλει να εμφυσήσει στην ειδωλολατρεία, δεν έχει τη συμπάθεια του Καβάφη, παρ’ όλη την αγάπη που τρέφει κι ο ποιητής στους αρχαίους θεούς (¨Ιωνικόν¨). Μα το ζήτημα δεν είναι εκεί. Ο Ιουλιανός έχει στραφεί και μάχεται με τη ροή της ιστορίας, η μάχη που δίνει είναι καταδικασμένη…Στην προσπάθεια του, καθαρά ιδεαλιστική, να γυρίσει το χρόνο πίσω, ο Ιουλιανός θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν μορφή τραγική. Ο Καβάφης αυτή τη γραμμή δεν την παρακολουθεί. Μόνο να τη συμπεράνει αφήνεται κανείς από το γεγονός κυρίως ότι οι πράξεις του Ιουλιανού δίνονται στη διαστρεβλωμένη μορφή που παίρνουν από τους εχθρούς του μες στην έξαψη και στη σκοπιμότητα της πολεμικής». (Να σημειώσουμε εδώ παρενθετικά πως πράγματι ο Καβάφης δεν αποκλείει το γεγονός πως οι χριστιανοί μέσα στην αμυντική τους θέση έναντι του ισχυρού αυτοκράτορα να υπερβάλλουν σε χαρακτηρισμούς και συμπεριφορές – η φωτιά ίσως να προκλήθηκε από τους ίδιους τους χριστιανούς). Και συνεχίζει αμέσως παρακάτω η Σόνια Ιλίνσκαγια ότι τελικά «στις θρησκευτικές – με ισχυρό ιδεολογικό υπόστρωμα – συγκρούσεις της πρωτοχριστιανικής περιόδου με καμιά δε συντάσσεται ο Καβάφης. Τον ενδιαφέρει το ίδιο το πρόβλημα του Ενός και των Πολλών, της προσωπικότητας και των μαζών στην πορεία του ιστορικού χρόνου και μάλιστα στις κρίσιμες μεταβατικές στιγμές».[28] Με άλλα λόγια τον ενδιαφέρει κάθε φορά να δείξει τη φθαρτότητα και τη ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης μέσα στη ροή της ιστορίας, η οποία ποτέ δεν γυρίζει πίσω. Όταν παρουσιάζει μία ιστορική διαμάχη τάσσεται κάθε φορά με τη μερίδα εκείνη που θα τον βοηθήσει να αναδείξει τον αγώνα και την παρακμή της ζωής μέσα στη ροή της ιστορίας, η οποία ποτέ δεν γυρίζει πίσω. Γι’ αυτό το λόγο στη συγκεκριμένη περίπτωση τάσσεται με τον μάρτυρα Βαβύλα, γιατί ο μάρτυρας ανήκει στον Χριστιανισμό, ο οποίος τον 4ο μ.Χ. έχει πλέον επικρατήσει στην ιστορία.
…………………………………..

Ο Καβάφης στο ποιητικό του έργο ασχολείται ιδιαίτερα και με το Βυζάντιο. Ο Μιχάλης Πιερής στη δημοσίευση του για τα Πεζά κείμενα του Καβάφη σημειώνει χαρακτηριστικά καθώς σχολιάζει το καβαφικό κείμενο Οι Βυζαντινοί ποιηταί : «Ο Παπουτσάκης καταγράφει δύο μαρτυρίες σχετικές με τη στάση του Καβάφη απέναντι στο Βυζάντιο α) ¨Ο Καβάφης εθαύμαζε το Βυζάντιο και το αγαπούσε, και πολλές φορές τον άκουσα να καταφέρεται κατά των ιστορικών που δεν έβλεπαν σ’ αυτό παρά μια παρακμασμένη συνέχεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. ¨Είναι μωρόν¨ μου έλεγε κάποτε, ¨είναι μωρόν να υποστηρίζεται αυτή η άποψις, εφ’ όσον όλη η ιστορική πραγματικότης αποδεικνύει το αντίθετον! Το Βυζάντιο άρχισε και τελείωσε ελληνικόν¨. β) Είναι αψυχολόγητο το να έχουμε την απαίτησιν από ένα κράτος με τόσο μακραίωνη ιστορία, να μείνει ανεπηρέαστο από εξωτερικούς παράγοντας, να έχει μείνει απόλυτα αμιγές. Είναι σαν να αναζητούσαμε από ένα άνθρωπο που έζησε μια ζωή μακρά, γεμάτη δράσι κ’ εντατικά αποδοτική, να είχε μείνει μακρυά από κάθε περιπέτεια, να μην είχε κάμει ποτέ του κραιπάλη, να μην είχε ποτέ του ανακατωθεί με τα πιο απίθανα, με τα πιο ξένα προς αυτόν στοιχεία. Ίσως μάλιστα το ανακάτωμα του αυτό να υπήρξε συντελεστικόν της ζωτικότητος του».[29] Δεν παραλείπει βέβαια, ο ίδιος ο Καβάφης, να υπογραμμίσει πως «οἱ ποιηταὶ τοῦ μεσαίωνος μας δὲν ἦσαν μὲν ἀντάξιοι τῶν ἀρχαίων μας ποιητῶν, οὐδὲ τῶν χαριεστάτων ὀπαδῶν τῆς Μούσης, οὕς ἀνέδειξε παρ’ ἡμῖν ὁ 19ος αἰών»,[30] σπεύδει, όμως, αμέσως να σημειώσει «ἀλλὰ δὲν εἶναι ἄξιοι τῆς περιφρονήσεως ἥν τοῖς ἐδείκνυον ἐπὶ τοσοῦτον χρόνον οἱ σοφοὶ τῆς Ἐσπερίας. Ἡμεῖς οἱ Ἔλληνες δὲν τοὺς περιεφρονήσαμεν μὲν ποτὲ, ἀλλὰ καὶ δὲν τοὺς ἐγνωρίσαμεν…Οἱ Βυζαντινοὶ ἀοιδοὶ ἀποτελοῦσι τὸν σύνδεσμον μεταξὺ τῆς δόξης τῶν ἀρχαίων μας ποιητῶν καὶ τῆς χάριτος καὶ τῶν χρυσῶν ἐλπίδων τῶν συγχρόνων».[31] Η εν λόγω ενασχόληση του με το Βυζάντιο κυμαίνεται σε τρία επίπεδα.
Πρώτον ενδιαφέρεται για την ποιητική τεχνοτροπία και τη θεματολογία των Βυζαντινών ποιητών. Στο πεζό έργο του, που ήδη αναφέραμε, Οἱ Βυζαντινοί ποιηταί αναφέρεται στην ποιητική τέχνη του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και την παρομοιάζει ισάξια με αυτή του Λαμαρτίνου. Παραθέτει μάλιστα εκτενές απόσπασμα από την Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικού Ἔθνους του Παπαρηγόπουλου, ο οποίος προβαίνει στον ίδιο παραλληλισμό θεωρώντας την ποίηση του Ναζιανζηνού ισάξια με του Λαμαρτίνου παρότι παρατηρεί «μεγάλη διαφορὰ μεταξύ τῆς φύσεως τῶν δύο ποιητῶν καὶ τῶν χρόνων καθ’ οὕς ἐκάτερος ἔζησεν». Σημειώνει χαρακτηριστικά ο Καβάφης στο κείμενο του Οἱ Βυζαντινοὶ ποιηταί : «Ἡ χριστιανική ποίησις τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ ἐθαυμάσθη ὑπὸ τῶν λογίων πασῶν τῶν ἐποχῶν, καὶ ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις συνεκρίθη πρὸς τὴν ποίησιν τοῦ…Λαμαρτίνου. Ἰδοὺ πῶς ἐκφράζεται περὶ αὐτῆς ἐν τῇ Ἱστορίᾳ τοῦ Ἐλληνικοῦ Ἔθνους ὁ κ. Παπαρηγόπουλος: ¨Τὰ ἔπη ταῦτα ὠνομάσθησαν ὑπὸ τῆς νεωτέρας κριτικῆς Θρησκευτικαὶ μελέται ἐξ ἀναλογίας τῶν Ποιητικῶν Μελετῶν τοῦ Λαμαρτίνου˙ διότι τῳόντι μεγάλη μὲν ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ τῆς φύσεως τῶν δύο ποιητῶν καὶ των χρόνων καθ’ οὔς ἑκάτερος ἔζησεν, οὐδὲν ἧττον ὅμως παρετηρήθη εὐλόγως, ὅτι τὰ τοῦ Γρηγορίου ἔπη ἔχουσι πολλάκις παράδοξον οἰκειότητα πρὸς τὰς περιπλανήσεις τῆς φαντασίας τοῦ ποιητοῦ ἐκείνου τῆς σκεπτικῆς καὶ κόρου μεστῆς ηλικίας τοῦ αιῶνος ἡμῶν. Ὑπάρχουσι μάλιστα τινὰ τῶν ἐπῶν τούτων τὰ ὁποία ὁ περὶ τὰ τοιαῦτα τοσοῦτον ἔμπειρος Οὐϊλλεμαῖνος δὲν ἐδίστασε νὰ ἀποκαλέσῃ προδρόμους τῶν θελτικοτέρων στεναγμῶν τῆς μελαγχολικῆς τῶν καθ’ ἡμᾶς χρόνων μούσης, εἰ καὶ αποπνέοντα πίστιν εἰσέτι νεαρὰν καὶ ἀφελῆ ἐν τῷ θορύβῳ αὐτῆς. Εἰς τὰ ἔπη ταῦτα ἐπανθεῖ ἐπαφρόδιτὸν τι μῖγμα ἀφῃρημένων ἰδεῶν καὶ πραγματικῶν συγκινήσεων, γοητευτικὴ δε τις ἀντίθεσις τῶν καλλονῶν τῆς φύσεως πρὸς τὴν ταραχὴν καρδίας, ἥτις, βασανιζομένη ὑπὸ τοῦ αἰνίγματος τῆς ὑπάρξεως ἡμῶν, ζητεῖ καταφύγιον ἐν τῇ πίστε騻.[32] Είναι άλλωστε αξιοπρόσεχτο ότι ενώ στο ίδιο άρθρο αναφέρει όσους Βυζαντινούς ποιητές γνωρίζει, μόνο για τον Γρηγόριο το Ναζιανζηνό κάνει ιδιαίτερη αναφορά παραθέτοντας εκτενή σχόλια του ιστορικού Παπαρρηγόπουλου, ενώ για όλους τους υπόλοιπους αφιερώνει δύο με τρεις σειρές.[33] Αναφέρεται βέβαια με ευμενή εκτενή αναφορά και στον Ρωμανό το Μελωδό, όμως γίνεται προφανής, από το παραπάνω κείμενο του, η ιδιαίτερη εκτίμηση του στο  Ναζιανζηνό.
Δεύτερον χρησιμοποιεί στην ποίηση του ιστορικά στοιχεία, τοπωνύμια και λαμπερά ονόματα από τη βυζαντινή περίοδο. Και μόνο οι τίτλοι των ποιημάτων του, όπως Ἄννα Δαλασήνη, Ἄννα Κομνηνή, Ἀπὸ ὑαλί χρωματιστὸ, Βυζαντινὸς Ἀρχων, ἐξόριστος, στιχουργῶν, Εἰς τὰ περίχωρα τῆς Ἀντιοχείας, Μανουὴλ Κομνηνὸς, Μεγάλη συνοδεία ἐξ ἱερεών καὶ λαϊκῶν, Ὁ Ἰουλιανὸς ἐν Νικομηδεία, Ὁ Ἰουλιανὸς καὶ οἱ Ἀντιοχεῖς, Ὁ Ἰουλιανὸς, ὁρῶν ὀλιγωρίαν, Ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνὸς ὑπερισχύει, Οὐκ ἔγνως, Στὴν Ἐκκλησία (η αναφορά των παραπάνω ποιημάτων γίνεται με αλφαβητική σειρά) αλλά και τα ανέκδοτα ποίηματα του Ὁ Ἰουλιανὸς ἐν τοῖς μυστηρίοις και Συμεών δείχνουν καθαρά τον ενδιαφέρον του για τον Βυζαντινό πολιτισμό.
Τρίτον η χρησιμοποίηση των ιστορικών στοιχείων, τοπωνυμίων και ονομάτων της βυζαντινής περιόδου γίνεται για να υπογραμμισθεί η τραγικότητα, η ματαιότητα και τα όρια της ανθρώπινης φύσης, που τονίζουν τόσο χαρακτηριστικά οι βυζαντινοί συγγραφείς στα κείμενα τους. Όλα τα παραπάνω ποιήματα εκμεταλλεύονται ως αφορμή είτε ένα πρόσωπο – τον Ιουλιανό τον Παραβάτη ή την Άννα την Κομνηνή π.χ. –, είτε ένα γεγονός – την στέψιν, ἐν Βλαχέρναις, τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ καὶ τῆς Εἰρήνης Ἀνδρονίκου Ἀσάν –, είτε ένα χώρο – Στὴν Ἐκκλησία –, για να εκφράσει ο ποιητής το στοχασμό και τη μελαγχολία του για την ρευστότητα, την τρεπτότητα, τη ματαιότητα της ανθρώπινης μοίρας, αλλά και την ανάγκη ο άνθρωπος να κρατηθεί όρθιος σε αυτή την παρακμή.[34] Με αυτόν τον τρόπο υπάρχει το Βυζάντιο στην ποίηση του Καβάφη. Εκμεταλλεύεται ένα βυζαντινό κείμενο ή ένα βυζαντινό όνομα για να τραγουδήσει την ανθρώπινη φύση.       
Γιατί ασχολείται ιδιαιτέρως, στην πιο ώριμη ποιητική του ηλικία, με τὰ περίχωρα τῆς Ἀντιοχείας; Γιατί εκεί βρίσκει μία σκηνή, μέσα από την οποία μπορεί άνετα να δείξει τον αγώνα των χριστιανών – δηλαδή του κάθε ανθρώπου (οι χριστιανοί είναι απλώς οι ηθοποιοί της συγκεκριμένης παράστασης˙ το σημειώνει, όπως αναφέραμε προηγουμένως, η Σόνια Ιλίνσκαγια) – να κρατηθούν όρθιοι με αξιοπρέπεια στις προκλήσεις του αυτοκράτορα, χωρίς να αρνηθούν ποτέ ότι είναι άνθρωποι και έχουν πάθη˙ δεν αποκλείεται διόλου τη φωτιά να την έβαλαν αυτοί. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που τάσσεται ανεπιφύλακτα με το μέρος τους. Οι χριστιανοί τον βοηθούν να τραγουδήσει τη φθαρτότητα και τη ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης μέσα στη ροή της ιστορίας, η οποία ποτέ δεν γυρίζει πίσω.       
Ένας ισχυρός αυτοκράτορας που επί των ημερών της κυριαρχίας του κυνηγά τους αδύναμους χριστιανούς ψάχνοντας λόγο να τους κατηγορήσει, και τελικά δεν το καταφέρνει. Μόνο έτσι μπορούμε να δούμε και να περιγράψουμε το Βυζάντιο στην ποίηση του Αλεξανδρινού. Η βαθιά επιθυμία της εξουσίας να επιβληθεί (μόνιμα κρυμμένη στην ανθρώπινη φύση[35]) από τη μια πλευρά, και η κοινή φύση όλων των ανθρώπων, ισχυρών και αδύναμων, που πότε διαβρώνεται και πότε θεραπεύεται, από την άλλη, εκφράζονται πλήρως στα γεγονότα που διαδραματίζονται Εἰς τὰ περίχωρα τῆς Ἀντιοχείας˙ το τελευταίο ποίημα του Καβάφη.

Δρ. Ιωάννης Ν. Λίλης
εκλ. Λέκτορας Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας
της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Ηρακλείου Κρήτης



[1] Άρθρο που δημοσιεύθηκε στο Φιλολογικό περιοδικό του Συνδέσμου Φιλολόγων Χανίων Θαλλώ, Χανιά, Φθινόπωρο 2009, τεύχος 17, σελ. 115 – 131.
[2] Δημήτρη Δασκαλόπουλου και Μαρίας Στασινοπούλου, Ο βίος και το έργο του Κ. Π. Καβάφη, εκδ. Μεταίχμιο 2002, σελ. 166. 
[3] Δημήτρη Δασκαλόπουλου και Μαρίας Στασινοπούλου, Ο βίος και το έργο του Κ. Π. Καβάφη, ο. π. σελ. 166˙ Γιώργου Σεφέρη, Δοκιμές, πρώτος τόμος (1936 – 1947), Ίκαρος, (19926), σελ. 450.
[4] Τέλλου Άγρα, Γραμματολογικά και άλλα δημοσιευμένο στο Κ. Π. Καβάφης κριτικές μελέτες παρουσίαση Γιώργου Πικρού, εκδόσεις Γιάννη Οικονόμου, σελ. 55˙ Κ. Π. Καβάφης Ατελή ποιήματα 1918 – 1932, Φιλολογική έκδοση και σχόλια Renata Lavagnini, (μετάφραση του εισαγωγικού σημειώματος από την Κατερίνα Τικτοπούλου), Ίκαρος, 20062, σελ. 15.
[5] Γιώργου Σεφέρη, Δοκιμές, πρώτος τόμος ο.π. σελ. 343. Πρβλ. Νίκου Ματσούκα, Για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη εφτά ποιήματα του Καβάφη, δημοσιευμένο στο Μυστήριον ἐπὶ τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 308.   
[6] Κ. Π. Καβάφη, Τα πεζά (1822; – 1931), φιλολογική επιμέλεια Μιχάλης Πιερής, Ίκαρος εκδοτική εταιρεία 2003, σελ. 58 – 63.      
[7] Γιώργου Σεφέρη, Δοκιμές, Α΄ τόμος ο. π. σελ. 359.
[8] Ποίημα όπου ο Καβάφης χρησιμοποιεί αυτούσια τη διήγηση του Γρηγορίου του Θεολόγου, παρότι η ίδια διήγηση υπάρχει και στον ιστορικό Σωζομενό, όμως παρέχει πολύ λίγες πληροφορίες Βλ. για το θέμα Νίκου Ματσούκα, Για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη εφτά ποιήματα του Καβάφη, δημοσιευμένο στο Μυστήριον ἐπὶ τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 307 – 308, όπου υπάρχουν και ακριβείς παραπομπές στα κείμενα του Σωζομενού και του Γρηγορίου του Θεολόγου.
[9] Κ. Π. Καβάφης Ατελή ποιήματα 1918 – 1932, Φιλολογική έκδοση και σχόλια Renata Lavagnini, (μετάφραση του εισαγωγικού σημειώματος από την Κατερίνα Τικτοπούλου), Ίκαρος, 20062, σελ. 42.     
[10] Γιώργου Σεφέρη, Δοκιμές, ο. π. σελ. 450 – 451.    
[11] Νίκου Ματσούκα, Για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη εφτά ποιήματα του Καβάφη, ο.π. σελ. 325. Μάλιστα ο Βαβύλας είχε ταφεί στο άλσος της Δάφνης με εντολή του Γάλλου, ετεροθαλούς αδερφού του Ιουλιανού : βλ. Γ. Π. Σαββίδη, Κ. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1919 – 1933), (19975), Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, σελ. 154.
[12] Κατά την προσωπική μου γνώμη το ότι ο ποιητής τάσσεται με το μέρος των χριστιανών φαίνεται καθαρά και από τρία ακόμα σημεία
α) από τη χρησιμοποίηση του πρώτου πληθυντικού :
«Σασίσταμε στὴν Ἀντιόχειαν ὅταν μάθαμε
Τὰ νέα καμώματα τοῦ Ἰουλιανού….
Στὴν Δάφνη βρίσκονταν τάφοι πολλοί. –
Ἕνας ἀπ’ τοὺς ἐκεῖ ἐνταφιασμένους
ἦταν ὁ θαυμαστός, τῆς ἐκκλησίας μας δόξα,
ὁ ἅγιος, ὁ καλλίνικος μάρτυς Βαβύλας….
Τὸ πήραμε, τὸ πήγαμε τὸ ἅγιο λείψανον ἀλλοῦ˙
Τὸ πήραμε, τὸ πήγαμε ἐν ἀγάπη κ’ ἐν τιμῆ.
β) από το χαρακτηριστικό στίχο, απάντηση στους ιερείς του Απόλλωνα που δεν έδιναν χρησμό στο άλσος της Δάφνη, : Χρησμὸ δὲν ἤθελε νὰ δώσει (σκοτισθήκαμε!). Το (σκοτισθήκαμε!) γραμμένο και μέσα σε παρένθεση και με θαυμαστικό, δίνει το στίγμα της ειρωνικής διάθεσης του ποιητή εναντίον των ιερών του Απόλλωνα καθώς και της ταύτισης του με τους χριστιανούς, και   
γ) από το συνολικό πνεύμα του ποιήματος όπου διακρίνεται η αγωνία του αφηγητή (που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον ποιητή) για την εξέλιξη των γεγονότων και τη συμπεριφορά που θα κρατήσει ο αυτοκράτορας απέναντι στους χριστιανούς, καθώς και η λύτρωση του για το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε πως η φωτιά προκλήθηκε από τους χριστιανούς. 
[13] Η θεατρικότητα βρίσκεται στο αίμα του και υπάρχει σχεδόν σε όλα του τα ποιήματα, παρότι κατά τη δήλωση του ίδιου του ποιητή, αρκετά χρόνια πριν πεθάνει είχε σταματήσει να πηγαίνει στο θέατρο [Κ. Π. Καβάφη, Τα πεζά (1822; – 1931), ο. π. σελ. 148] – αυτό δεν σημαίνει όμως πως καταργείται η θεατρικότητα στην ποίηση του. Το νιώθει πάντοτε ο αναγνώστης όταν διαβάζει τα ποιήματα του. Η ηθοποιός Μαρία Αλκαίου τον θυμάται να έχει πολύ καλές σχέσεις με όλους τους ηθοποιούς του θιάσου των γονέων της (περνούσαν όλοι από το καμαρίνι του πατέρα της, όπου πήγαινε ο Καβάφης πριν την παράσταση), όπως επίσης θυμάται και ένα χαρακτηριστικό διάλογο του με την Κυβέλη. Βλ. Μαρία Αλκαίου, Ο Καβάφης όπως τον γνώρισα, δημοσιευμένο στο περιοδικό Η Λέξη Μάρτης – Απρίλης 2003, ειδικό τεύχος 174, σελ. 299 – 300. Ο Κάρολος Κουν είχε τρία αγαπημένα αναγνώσματα, τα οποία διάβαζε σε όλη του τη ζωή : τα Ταξίδια του Φ. Κόντογλου, ένα βιβλίο του Θεόφιλου με εικόνες και τα ποιήματα του Καβάφη γιατί, κατά τη δήλωση του, κάθε φορά που τα διάβαζε ασκούσαν επάνω του μία μαγεία, παρόλο που τα γνώριζε πολύ καλά, πέρα το γεγονός ότι ήταν ιδιαίτερα ευτυχής καθώς κάθε χρόνο στις εισαγωγικές εξετάσεις στη δραματική του σχολή κάποιος υποψήφιος θα διάβαζε Καβάφη. Βλ. Κάρολου Κουν, Ο Καβάφης στο φως και στη σκιά, δημοσιευμένο στο περιοδικό Η Λέξη Μάρτης – Απρίλης 2003, ειδικό τεύχος 174, σελ. 218. Πρβλ. επίσης για το θέμα της ηθοποιΐας στην ποίηση του Κ. Βάρναλη, Κ. Π. Καβάφης από το βιβλίο «Άνθρωποι» δημοσιευμένο στο Κ. Π. Καβάφης κριτικές μελέτες παρουσίαση Γιώργου Πικρού, εκδόσεις Γιάννη Οικονόμου, σελ. 12, καθώς και την άποψη του Κ. Θ. Δημαρά στη μελέτη του Μερικές πηγές της καβαφικής τέχνης, δημοσιευμένο επίσης στο Κ. Π. Καβάφης κριτικές μελέτες, ο.π. σελ. 54 όπου λέγει τα εξής : «Υπάρχει μία μεγάλη κατηγορία ποιημάτων του κ. Καβάφη στα οποία ο ποιητής παίρνει την άποψη των ηρώων του (ένα από τα σπουδαιότερα επιχειρήματα υπέρ της ¨καβαφικής ειρωνίας¨)…. Σε όλα αυτά τα ποιήματα και σε πολλά άλλα, δεν πρόκειται κατά τη γνώμη μου για ειρωνεία, όπως υπέθεσαν πολλοί κριτικοί του ποιητή˙ πρόκειται για μίμηση, για ηθοποιΐα». Επιπλέον ο Καβάφης το 1918 στο περιοδικό της Αλεξάνδρειας Γράμματα θα δημοσιεύσει βιβλιοκρισία πάνω στο έργο του Γρηγορίου Χ. Παπαμιχαήλ «Εκκλησία και θέατρο» (αργότερα θα ακολουθήσουν και άλλες εκδόσεις της εν λόγω βιβλιοκρισίας), όπου φαίνεται καθαρά τον ενδιαφέρον και ο σεβασμός του για τη θεατρική τέχνη. Βλ. Κ. Π. Καβάφη, Τα πεζά (1822; – 1931), ο. π. σελ. 136 – 143, 359 – 360. 
[14] Ι. Σαρεγιάννη, Σχόλια στο ποίημα του Καβάφη Μύρης Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ., στο Κ. Π. Καβάφης κριτικές μελέτες παρουσίαση Γιώργου Πικρού, εκδόσεις Γιάννη Οικονόμου, σελ. 134. 
[15] Γιώργου Σεφέρη, Δοκιμές, ο. π. σελ. 398˙ Τίμου Μαλάνου, Από τα καβαφικά μου τετράδια, δημοσιευμένο στο Κ. Π. Καβάφης κριτικές μελέτες παρουσίαση Γιώργου Πικρού, εκδόσεις Γιάννη Οικονόμου, σελ. 69.
[16] Δημήτρη Δασκαλόπουλου και Μαρίας Στασινοπούλου, Ο βίος και το έργο του Κ. Π. Καβάφη, ο. π. σελ. 166 και 168˙ Κ. Βάρναλη, Π. Καβάφης από το βιβλίο ¨Άνθρωποι¨, δημοσιευμένο στο Κ. Π. Καβάφης κριτικές μελέτες παρουσίαση Γιώργου Πικρού, εκδόσεις Γιάννη Οικονόμου, σελ. 12˙ Κώστα Ουράνη, Ο σεξουαλισμός του Καβάφη, δημοσιευμένο στο Κ. Π. Καβάφης κριτικές μελέτες, ο. π. σελ. 20. Οι περισσότεροι εκ των μελετητών του Καβάφη κάνουν αναφορά στο τραγικό τέλος του ποιητή.          
[17] Ο Ι. Α. Σαρεγιάννης πιστεύει ότι αυτό το ποίημα ο Καβάφης δεν πρόλαβε να το τελειώσει, άποψη που δεν φαίνεται να συμμερίζεται ο Γ. Σαββίδης καθώς υποστηρίζει ότι το βρήκε στο αρχείο Καβάφη καθαρογραμμένο, σαν ήταν έτοιμο για το τυπογραφείο. Βλ. Γ. Π. Σαββίδη, Κ. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1919 – 1933), σελ. 154. Βέβαια προσθέτει ο Σαββίδης πως το βρήκε «με την ίδια σελιδαρίθμηση με το μονόφυλλο του ¨Μέρες του 1908», που φέρει ημερομηνία εκτύπωσης : 17 Νοεμβρίου 1932».    
[18] Νικηφόρου Βρεττάκου, Το διπλανό τραπέζι, δημοσιευμένο στο περιοδικό Η Λέξη Μάρτης – Απρίλης 2003, ειδικό τεύχος 174, σελ. 371.
[19] Γιώργη Παυλόπουλου, «Personal experience», δημοσιευμένο στο περιοδικό Η Λέξη Μάρτης – Απρίλης 2003, ειδικό τεύχος 174, σελ. 386. Πρβλ. επίσης για την νεότητα στο έργο του Γ. Βρισιμιτζάκη, Το έργο του Κ. Π. Καβάφη, δημοσιευμένο στο Κ. Π. Καβάφης κριτικές μελέτες παρουσίαση Γιώργου Πικρού, εκδόσεις Γιάννη Οικονόμου, σελ. 88.
[20] Η Renata Lavagnini σημειώνει πως αυτό φαίνεται καθαρά και στα ποιήματα που άφησε ατελή ο ποιητής, Κ. Π. Καβάφης Ατελή ποιήματα 1918 – 1932, Φιλολογική έκδοση και σχόλια Renata Lavagnini, (μετάφραση του εισαγωγικού σημειώματος από την Κατερίνα Τικτοπούλου), Ίκαρος, 20062, σελ. 45 : «Ο κύκλος του Ιωάννη Καντακουζηνού μας δίνει την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε τον σημαντικό χώρο που κατέχει η βυζαντινή εποχή ανάμεσα στα ιστορικά ποιήματα του Καβάφη».
[21] Γ. Π. Σαββίδη, Κ. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1919 – 1933), σελ. 41
[22] Νίκου Ματσούκα, Για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη εφτά ποιήματα του Καβάφη, ο.π. σελ. 307˙ Δημήτρη Δασκαλόπουλου και Μαρίας Στασινοπούλου, Ο βίος και το έργο του Κ. Π. Καβάφη, ο.π. σελ. 38˙ Σόνια Ιλίνσκαγια, Ο ένας και οι πολλοί (γύρω από τον κύκλο του Ιουλιανού), δημοσιευμένο στο περιοδικό Η Λέξη Μάρτης – Απρίλης 2003, ειδικό τεύχος 174, σελ. 172.
[23] Κ. Πορφύρη, Η πολιτική στάση του Κ .Π. Καβάφη, δημοσιευμένο στο Κ. Π. Καβάφης κριτικές μελέτες παρουσίαση Γιώργου Πικρού, εκδόσεις Γιάννη Οικονόμου, σελ. 140.
[24] Νίκου Ματσούκα, Για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη εφτά ποιήματα του Καβάφη, ο.π. σελ. 324.
[25] Γ. Π. Σαββίδη, Κ. Π. Καβάφη, Ανέκδοτα ποιήματα 1822 – 1923, Αθήνα 1968, σελ. 175 – 177.  
[26] Γιώργου Σεφέρη, Δοκιμές, ο. π. σελ. 456.
[27] Γιώργου Σεφέρη, Δοκιμές, ο. π. σελ. 456.
[28] Σόνια Ιλίνσκαγια, Ο ένας και οι πολλοί (γύρω από τον κύκλο του Ιουλιανού), δημοσιευμένο στο περιοδικό Η Λέξη Μάρτης – Απρίλης 2003, ειδικό τεύχος 174, σελ. 177.
[29] Κ. Π. Καβάφη, Τα πεζά (1822; – 1931), φιλολογική επιμέλεια Μιχάλης Πιερής, ο.π. σελ. 350.
[30] Κ. Π. Καβάφη, Τα πεζά (1822; – 1931), φιλολογική επιμέλεια Μιχάλης Πιερής, ο.π. σελ. 58.
[31] Κ. Π. Καβάφη, Τα πεζά (1822; – 1931), φιλολογική επιμέλεια Μιχάλης Πιερής, ο.π. σελ. 58.
[32] Κ. Π. Καβάφη, Τα πεζά (1822; – 1931), φιλολογική επιμέλεια Μιχάλης Πιερής, ο.π. σελ. 62.
[33] Κ. Π. Καβάφη, Τα πεζά (1822; – 1931), φιλολογική επιμέλεια Μιχάλης Πιερής, ο.π. σελ. 61 – 63.
[34] Η συμβουλή του ποιητή προς τον αναγνώστη του να κρατηθεί όρθιος με αξιοπρέπεια μπροστά στα χτυπήματα της μοίρας είναι διάχυτη σε ολόκληρο το ποιητικό του έργο. Στο Ἀπολείπειν ὁ θεὸς Ἀντώνιον συμβουλεύει ολόκληρη την ανθρωπότητα όταν «ἀκουσθεῖ ἀόρατος θίασος νὰ περνᾶ» να μη «θρηνήσει ἀνωφέλετα τὴν τύχη τὴς ποὺ ἐνδίδει πια….Σὰν ἕτοιμη ἀπὸ καιρὸ, σὰ θαρραλέα» να πλησιάσει σταθερὰ πρὸς τὸ παράθυρο, καὶ να ακούσει «μὲ συγκίνησιν καὶ ὄχι μὲ τῶν δειλῶν τὰ παρακάλια καὶ παράπονα ὡς τελευταία απόλαυσι τοὺς ἤχους…». Βλ. Γ. Π. Σαββίδη, Κ. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1897 – 1918), (19975), Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, σελ. 26, το ποίημα Ἀπολείπειν ὁ θεὸς Ἀντώνιον. Άλλωστε στο Περιμένοντας τοὺς βαρβάρους οι Ρωμαίοι αν και όλη την ημέρα περιμένουν να υποδεχθούν τους βαρβάρους, προφανέστατα με κακή διάθεση – ο ερχομός των βαρβάρων ποτέ δεν αφήνει περιθώριο για το αντίθετο – οι βραδινές ειδήσεις πως «οἱ βάρβαροι δὲν ἦλθαν» καθώς και ότι «βάρβαροι πιὰ δὲν ὐπάρχουν» φέρνουν βαριά μελαγχολία στους Ρωμαίους. Η ζωή καταξιώνεται μόνο στη θαρραλέα αντιμετώπιση των τραγικών προβλημάτων και αδιεξόδων της ζωής – αυτοί ακριβώς είναι οι καβαφικοί βάρβαροι – με αξιοπρέπεια και ήθος. Σε τέτοιο σημείο που οι Ρωμαίοι απορούν : «Καὶ τὼρα τι θὰ γένουμε χωρὶς βαρβάρους. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν μιὰ κάποια λύσις». Βλ. Γ. Π. Σαββίδη, Κ. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1897 – 1918), ο.π. σελ. 110 – 111.        
  Ο Νίκος Ματσούκας υπογραμμίζει την ανάγκη του ανθρώπου να κρατηθεί όρθιος με αξιοπρέπεια στην παρακμή της ζωής καθώς κάνει λόγο για την ερωτικότητα του ποιητή. Σημειώνει μεταξύ άλλων πως η ερωτικότητα του ποιητή δεν έγκειται στο ότι έγραψε ποιήματα που εξυμνούν τις ηδονές της σάρκας και τη ψυχής. «Άλλωστε από τα 154 ¨ αναγνωρισμένα¨ του ποιήματα μόνο τα 58 είναι στενώς ερωτικά» παρατηρεί καθώς «και από τα 75 ¨ανέκδοτα¨ μόνο τα 15. Η ενασχόληση του με τον Ιουλιανό και με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του, λόγου χάρη, τον κάνουν πιότερο ερωτικό παρά τα συγκεκριμένα ποιήματα. Η ερωτικότητα του είναι η εκρηκτική του ευαισθησία για τον κόσμο της ιστορίας, για την ανθρώπινη μοίρα, για την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, παρ’ όλες τις δυνάμεις της φθοράς και της παρακμής» : Βλ. Νίκου Ματσούκα, Για τον Ιουλιανό τον Παραβάτη εφτά ποιήματα του Καβάφη, ο.π. σελ. 327.          
[35] Αυτονόητα δεν αναφερόμαστε στην εξουσία ως πολιτική δύναμη μέσα στις οργανωμένες πολιτείες των ανθρώπων. Αυτή είναι και θεμιτή και άκρως αναγκαία για τη σωστή διακυβέρνηση των ανθρώπων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφερόμαστε στην εξουσία, ως συμπεριφορά της ανθρώπινης ύπαρξης, που εμφανίζεται σε κάθε εκδήλωση του ανθρώπου : ως συζύγου στη σύντροφο του, ως πατέρα στα παιδιά του, ως μικρού παιδιού στα μικρότερα αδέρφια του, ως ιατρού στους ασθενείς του, ως δασκάλου στους μαθητές του, ως πολιτικού στους συμπολίτες του (όχι σε θεσμικό επίπεδο, αλλά ως συμπεριφορά της ανθρώπινης ύπαρξης). Βέβαια μία άρρωστη ύπαρξη αναγκαστικά θα εμφανίσει σημάδια εξουσιαστικότητας και σε θεσμικό επίπεδο, όταν θα αναλάβει π.χ. μία πολιτική θέση. Όμως την τέχνη την ενδιαφέρει πρωτίστως η κακή εξουσιαστικότητα της ύπαρξης, και όχι η εξουσιαστικότητα σε θεσμικό επίπεδο, και γι’ αυτό είναι επίκαιρη και αριστουργηματική σε κάθε εποχή. Για την εξουσιαστικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης ενδιαφέρεται, αυτήν αναδεικνύει, αυτήν στηλιτεύει γιατί αυτή κατατρέχει ολόκληρη την ανθρωπότητα σε κάθε εποχή. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου